Ο άγιος Γεώργιος. Λεπτομέρεια βυζαντινής εικόνας από την Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου.
Συνέχεια από Μέρος 5ο
Πάλι ντροπή, έκπληξη και θυμός ακολούθησαν τα λόγια του μάρτυρος και διαταγές να τον μαστιγώνουν με νεύρα βοδιών και νύχια σιδερένια να ξεσχίζουν τις σάρκες του. Αλλά αυτός ήταν έμπλεως θείας Χάριτος και φαινόταν σαν να έπασχε κάποιος άλλος.
Ο Μαγνέντιος υποκρινόμενος φιλανθρωπία, ζήτησε να κατεβάσουν τον Γεώργιο από το ξύλο του μαρτυρίου, το οποίο αφού έγινε, του είπε: «Εάν θέλεις, σύμφωνα με την διδασκαλία σου να γίνουμε Χριστιανοί, δείξέ μας ένα θαύμα. Βλέπεις εκείνους τους τάφους; Ανάστησε έναν από τους νεκρούς και θα πιστέψουμε στον Θεό σου».
Ο Γεώργιος του είπε: «Στον Θεό μου, που δημιούργησε τα πάντα “εκ του μή όντος”, είναι εύκολο να αναστήσει και τον νεκρό, αλλά το σκοτάδι της ασεβείας σας σκεπάζει και είστε μεθυσμένοι από την απάτη του εχθρού. Κι αυτό το θαύμα θα γίνει, και πάλι άπιστοι θα μείνετε. Αλλ’ εγώ για τον κόσμο που είναι γύρω μας, θα παρακαλέσω την φιλανθρωπία του Θεού, να κάνει αυτό το θαύμα μπροστά στα μάτια σας». Γονάτισε κι από το βάθος της καρδιάς προσευχήθηκε: «Χριστέ Βασιλεύ, που για την σωτηρία των ανθρώπων ανέχθηκες Σταυρό και υπέμεινες επονείδιστο θάνατο· Εσύ που θέλεις όλοι οι άνθρωποι να σωθούν και να έλθουν σε επίγνωση της αλήθειάς Σου· Εσύ που με τους Αγίους Αποστόλους Σου εμεγάλυνες την παρουσία Σου με τα θαύματα που εργάστηκες δι’ αυτών, για την επιστροφή των πεπλανημένων λαών· Αυτός και τώρα άκουσε την προσευχή μου και ανάστησε έναν από αυτούς τους νεκρούς, για την δόξα του προσκυνητού Σου Ονόματος και του συνανάρχου Σου Πατρός και του Αγίου Πνεύματος».
Τελείωσε την προσευχή του και ισχυρός σεισμός έγινε· σωρός από χώματα μετακινήθηκε και εμφανίστηκε κάποιος από αυτούς που είχαν πεθάνει από παλιά. Το πλήθος έμεινε άναυδο! Ο νεκρός, ζωντανός πλέον, διέσχισε το πλήθος και έπεσε στα πόδια του Μάρτυρος λέγοντας: «Σε παρακαλώ, δούλε του Υψίστου Θεού, δώσε μου την εν Χριστώ σφραγίδα (δηλ. το Βάπτισμα)». Κι ο Γεώργιος του είπε: «Εάν πιστεύεις στον Θεό που σου ξανάδωσε την ζωή, θα σωθείς». Κι αυτός: «Πιστεύω –είπε– στον Χριστό, τον μεγάλο Θεό· Αυτόν που μόλις με την προσευχή σου από τους νεκρούς με ανέστησε». Αλλ’ ο βασιλιάς και οι γύρω από αυτόν, γεμάτοι έκπληξη, γρήγορα ρωτούσαν: «Πές μας το όνομά σου· με ποιό τρόπο έζησες και πότε;». Κι αυτός: «Το όνομά μου είναι Τωβίδ, ιερέας δε των ψεύτικων θεών ήμουν και πέθανα πριν την παρουσία του Χριστού και παραπέμφθηκα στους τόπους της αιώνιας κολάσεως με τους ομοίως υποδουλωμένους στην πλάνη μου». Κι ο Γεώργιος: «Σε σένα μιλώ, που επανήλθες παράδοξα από τον θάνατο στην ζωή. Πήγαινε σε έναν ποταμό, κατάδυσε τον εαυτό σου τρεις φορές μέσα στα νερά, στο Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, καθαρίσου στο θείο αυτό λουτρό και πήγαινε χαρούμενος στον παράδεισο με όποιον τρόπο γνωρίζει ο Κύριος». Ήταν φυσικό, μετά από αυτό το γεγονός, να πιστέψουν πλήθος κόσμου και στρατιωτών στον Κύριο Ιησού Χριστό, θαυμάζοντας την δύναμή Του.
Ο σκληροτράχηλος όμως και αλαζόνας Διοκλητιανός, βλέποντας τί έγινε, γεμάτος από ακάθεκτη μανία είπε: «Μα τους Θεούς, ο Γεώργιος είναι μάγος και παρουσίασε σε σχήμα ανθρώπου κάποιο πνεύμα για να εξαπατήσει τους αφελείς». Κοιτώντας αυτόν και τους περί αυτόν, λυπημένος ο Γεώργιος είπε: «Αλλοίμονο στην αφροσύνη και την ανοησία σας· με τόση πείρα γευθήκατε και είδατε την δύναμη του Θεού μου και ακόμα τολμάτε να βλαστημάτε; Φαντασία θεωρείτε αυτό το τεράστιο γεγονός της δυνάμεώς Του; Ας μην απατάσθε· οι πονηρές φαντασίες δεν αντέχουν ούτε την επίκληση του ονόματος του Χριστού!».
Ο βασιλιάς έστειλε σιδηροδέσμιο τον Γεώργιο πάλι στην φυλακή κι αυτός γεμάτος ντροπή πήγε στο παλάτι.
Το υπερφυές όμως γεγονός της αναστάσεως του νεκρού, διαφημίστηκε σε κάθε πόλη και χώρα, ώστε σαν ποτάμια ο κόσμος έτρεχε στην φυλακή, έδιναν χρήματα και δώρα στους δεσμοφύλακες για να δούν τον Γεώργιο και ν’ ακούσουν την διδασκαλία του. Ταυτόχρονα πολλοί άρρωστοι γίνονταν υγιείς –όπως την εποχή των Αποστόλων– πράγμα που χαροποιούσε το πλήθος και πίστευαν· και η πίστη στον Χριστό εξαπλωνόταν.
Την εποχή εκείνη οι αγρότες χρησιμοποιούσαν τα βόδια για το όργωμα και τις μεταφορές. Ένας αγρότης με το όνομα Γλυκέριος, έφθασε πονεμένος στην φυλακή, διότι ψόφησε το βόδι του και παρακαλούσε τον Γεώργιο λέγοντας: «Κύριε το βόδι αυτό, μου ήταν τόσο χρήσιμο· ζούσα απ’ αυτό και πριν από λίγο ξεψύχησε». «Εάν πιστεύεις στον Θεό μου, θα αναστηθεί το ζώο σου» του είπε ο Γεώργιος και βεβαιώνοντας ο Γλυκέριος ότι πιστεύει, ο Γεώργιος του είπε: «Πήγαινε και θα το βρείς υγιές». Πράγματι, έτσι συνέβη! Όμως, ενώ ο Γλυκέριος έγινε απόστολος του γεγονότος, αμέσως τον συνέλαβαν οι στρατιώτες και τον παρέστησαν στον βασιλιά, ο οποίος διέταξε να τον κατακόψουν μεληδόν.
Ο Γλυκέριος δάκρυσε και αμέσως ζήτησε με προσευχή την δύναμη του Χριστού, επικαλούμενος τις προσευχές του Γεώργιου κι άκουσε φωνή που του έλεγε: «Έλα, Γλυκέριε, κοντά μου με χαρά· μου είσαι αγαπητός και χρήσιμος». Μ’ αυτόν τον τρόπο μαρτύρησε.
Τα θαυμαστά γεγονότα συνέχιζαν να συμβαίνουν στην φυλακή συνεχώς, ώστε να πληθαίνουν οι πιστοί. Ο Διοκλητιανός, που πίστευε ότι με τον διωγμό θα εξαφανίσει τους πιστούς και την Εκκλησία, βλέποντας αντίθετα αποτελέσματα με την επιρροή του Γεωργίου, έπεσε σε μελαγχολία και γεμάτος μανία διέταξε να πυρωθεί ένα χάλκινο κρεβάτι και να απλώσουν δέσμιο τον Γεώργιο πάνω σ’ αυτό. Κι ενώ ήδη άρχισαν να δαπανώνται οι σάρκες του, ο Γεώργιος έχοντας την πείρα της απερίγραπτης προστασίας του Κυρίου, ζητούσε με προσευχή την ανίκητη του Χριστού συμμαχία, που κατά το πλήθος των θλίψεών του έσπευσε και γέμισε την καρδιά του με παρηγοριά, την φωτιά την έκανε δροσιά, τις αλυσίδες τις έσπασε και τον Γεώργιο τον παρέστησε τελείως υγιή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου