Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013

Θα έρθουν και για σένα…

Δημήτρης Νατσιός  Δάσκαλος Κιλκίς -θεολόγος

«Πρώτα ήρθαν για τους δημόσιους υπαλλήλους. Και δεν ύψωσα τη φωνή μου, γιατί δεν ήμουν δημόσιος υπάλληλος./
Κατόπιν ήρθαν για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους. Και δεν ύψωσα τη φωνή μου, γιατί δεν ήμουν ιδιωτικός υπάλληλος./
Κατόπιν ήρθαν για τους συνταξιούχους. Και δεν ύψωσα τη φωνή μου, γιατί δεν ήμουν συνταξιούχος./
Κατόπιν ήρθαν για μένα. Και δεν είχε απομείνει πια κανείς για να υψώσει τη φωνή του για μένα»
.
Νίκος Καρούζος
Η καλή και ωραία ποίηση προηγείται από τις άλλες τέχνες στην αποτύπωση των πλησιαζόντων γεγονότων. Είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο του λόγου.
Ο Καρούζος, δεκαετίες πριν, άνοιξε μια σχισμάδα και είδε το ζοφερό μέλλον, το παρόν μας. Η «πυρηνική» φράση-στίχος είναι το «κατόπιν ήρθαν για μένα». Ποιός δεν αισθάνεται κοντά του το ρυπαρό χνώτο μιας μνημονιακής ύαινας;
Τώρα ήρθαν και για τους εκπαιδευτικούς. Μόνο κάτι ξεθωριασμένες και αναξιόπιστες φωνές ακούγονται, των συνδικαλιστών. Για πολλά χρόνια οι χαραμοφάηδες συνδικαλιστές μας – ΟΛΜΕ και ΔΟΕ, καθηγητών και δασκάλων-στα πλαίσια της επαναστατικής γυμναστικής και για να δικαιολογήσουν την χωρίς θεμέλιο νόημα κι ονειροφόρο ορίζοντα παρουσία τους, μας «κατέβαζαν» σε απεργίες με το εξής κρανιοκενές αίτημα: μείωση του ωραρίου και αύξηση των μισθών. Τώρα που γίνεται το ανάποδο και επικρέμεται επί της κεφαλής μας η απόλυση, την έπαθαν σαν τον τσομπάνη με τους λύκους που τρώνε τα πρόβατα. Οι μνημονιακοί λύκοι κατασπαράσσουν τα πρόβατα, αλλά κανείς δεν ακούει τις τσιρίδες τους.
Έγραψα πρόβατα. Λάθος. Και πολλά πρόβατα, μεταβλήθηκαν σε λύκους προβατόσχημους. Διαβάζω στην εφ. «Ελευθεροτυπία» (7.7.2013):  «Ήδη, οι εκπαιδευτικοί που μπήκαν στην εκπαίδευση μέσω ΑΣΕΠ και αυτοαποκαλούνται "καθηγητές πρώτης τάξης", έκαναν το πρώτο βήμα. Καλούν τους συναδέλφους τους να μπουν σε σύλλογο που συστήνεται τώρα και περιλαμβάνει όλους τους εκπαιδευτικούς που μπήκαν αξιοκρατικά στην εκπαίδευση, μέσω γραπτών εξετάσεων του ΑΣΕΠ.
Αμέσως μετά τη διοικητική πράξη σύστασης του συλλόγου, ο δικηγόρος του συλλόγου θα καταθέσει ασφαλιστικά μέτρα στο υπουργείο Παιδείας με τα οποία θα ζητούν την απόλυτη εξαίρεσή τους από κάθε διαδικασία κινητικότητας.
Υποδεικνύουν δηλαδή στην κυβέρνηση ποιοι πρέπει να απολυθούν πρώτοι, αν γίνουν απολύσεις καθηγητών. Ποιοι είναι αυτοί; Αυτοί που έχουν διοριστεί είτε με επετηρίδα είτε μέσω της προϋπηρεσίας τους ως αναπληρωτών. Και μετά, ποιοι έχουν σειρά; Για να δούμε...».

Είμαι δάσκαλος της επετηρίδας. Δεν ανήκω στην «πρώτη τάξη». Δόξα το Θεώ δεν αποφοίτησα από παιδαγωγικά τμήματα. Είμαι πτυχιούχος της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, της «Μεγάλης του Γένους Σχολή», όπως την ονομάζαμε, στην οποία μαθητεύσαμε παρά τους πόδας Δασκάλων που είχαν το «ήθος του δασκάλου». Εκείνοι οι δάσκαλοί μας κρατούσαν στο ένα χέρι τους το Ευαγγέλιο και στο άλλο τον Όμηρο, μας μιλούσαν για πίστη, πατρίδα και γλώσσα, τα τιμαλφή του Γένους και έβλεπαν τον εαυτό τους θεματοφύλακα της ελληνικής παράδοσης, από τον Τρωικό πόλεμο και τα κατορθώματα του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου, ως την Επανάσταση του ’21 και την ιστορία του Παπαρηγόπουλου.
Εκείνοι οι δάσκαλοί μας δεν ήξεραν πολλά πράγματα από το τι γινόταν έξω από τα σύνορα του έθνους ούτε νέες τεχνολογίες και ξένες γλώσσες. Δεν ήταν φορτωμένοι διδακτορικά και μεταπτυχιακά ούτε ήταν μπουκωμένοι από τις αναθυμιάσεις του φράγκικου μοντερνισμού, δεν σπούδασαν στα Παρίσια. Γνώριζαν όμως αρχαία ελληνικά και ιστορία και μετέδιδαν την φλόγα της ψυχής τους, πολλές φορές με πολλή ρητορική, αλλά πάντοτε με εντιμότητα και ευθύνη. Οι αλήθειες που συγκλόνισαν τους Πατέρες και τους Μάρτυρες, τους αγωνιστές και τους ήρωες, που διέσωσαν το Γένος ήταν ο άρτος που απλόχερα μας μοίραζαν.
Έκλεισαν οι σχολές και ήρθαν τα τμήματα. Έφυγαν οι Δάσκαλοι και ήρθαν από την Εσπερία τα ημιμαθή σκύβαλα τύπου Ρεπούση, που «μόρφωσαν» «πρώτης τάξεως» γενίτσαρους εκπαιδευτικούς. (Ελάχιστες οι λαμπρές εξαιρέσεις φοιτήτρια του παιδαγωγικού Θεσσαλονίκης μού κατήγγειλε ότι μεταξύ των μαθημάτων του τμήματος περιλαμβάνεται και διδασκαλία για το πώς θα περάσει η ομοφυλοφιλία στα γλωσσικά εγχειρίδια.  Το μάθημα των Θρησκευτικών, το οποίο προβλέπεται από το αναλυτικό πρόγραμμα, δεν διδάσκεται, όμως η ασέλγεια και η αναισχυντία έχουν θέση σε πανεπιστημιακό αμφιθέατρο). Για όλο αυτό το ασκέρι των εθνοαποδομητών-προδοτών ισχύει ό,τι είχε πει ο Χουρμούζης, αγωνιστής του ’21 και συγγραφέας, για τους ξενόφερτους ψαλιδόκωλους. (Με αυτόν τον υπέροχο χλευασμό υποδέχτηκε ο λαός τους λογιότατους και σοφολογιότατους που ήρθαν στην «ματοκυλισμένη» πατρίδα, μετά την Επανάσταση βεβαίως, για να την κυβερνήσουν-λεηλατήσουν. Φορούσαν φράκο το οποίο έχει σχήμα ψαλιδιού όπισθεν και πλησίον του «πισινού»).
Έλεγε, λοιπόν, ο Μ.Χουρμούζης:
«Απροκάλυπτος περιφρόνησις των πατρίων μας και της θρησκείας ακόμη, ως δείγμα ευρωπαϊκής προόδου. Συμπεριφορά γελοιωδεστάτη, δήθεν υψηλής ανατροφής και σφαίρας αριστοκρατικής. Ξιπασμένων οψιπλούτων αηδέστατοι επιδείξεις! Πτωχοαλαζονεία άξια οίκτου• γλώσσα παρδαλή:
Έμαθε και ξένην γλώσσα κι όταν ομιλεί θαυμάζω.
Είναι Έλλην; Είναι Φράγκος; Απορώ και τον θαυμάζω».
(Τ. Λιγνάδης, «Το μυστήριο, το κάλλος και η ιθαγένεια του τοπίου», εκδ. «Ακρίτας», σελ. 200).
Όλη όμως αυτή η τρομοκρατική επίθεση κατά των εκπαιδευτικών εκλύει και τα ημέτερα ανομήματα και αμαρτήματα.
Πρώτον: Λέμε και γράφουμε ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα, εδώ και 40 χρόνια, παράγει διανοητικές μηχανές αντί να πλάθει χαρακτήρες, αφιλότιμους πενταροκυνηγούς και όχι δασκάλους που, κατά τον Παλαμά, θα σμιλέψουν ψυχές. Τώρα που κατέφθασε η τρικυμία ξεβράζονται όλες οι αμαρτίες του παρελθόντος. Καθηγητές εναντίον δασκάλων. «Πρώτης τάξης» εκπαιδευτικοί εναντίον υποδεεστέρων κατ’ αυτούς «συναδέλφων». (Συνάδελφος; τι είναι αυτό; τρώγεται;). ΑΣΕΠ κατά της επετηρίδας. Η ήδη καταρρακωμένη εικόνα του εκπαιδευτικού επιδεινώνεται και δικαίως.
Πώς να μας κρίνει η κοινωνία, όταν βλέπει ανθρώπους, οι οποίοι υποτίθεται ότι έχουν ως αποστολή την διά του παραδείγματός τους, κυρίως, διδασκαλία της αλληλεγγύης, της θυσιαστικής αυτοπροσφοράς, της συναδελφικότητας, της αντίστασης στους λυμεώνες της πατρίδας, να αλληλοσπαράσσονται;
Δεύτερον: Η διδασκαλία θέλει τόλμη και αρετή. Προσανάμματά της είναι η ελευθερία και το γενναίο φρόνημα. Τώρα, εν μέσω τρομοκρατίας και απειλών, θα φανούν οι καλοί οι καπετάνιοι. Το Νέο Σχολείο, που ονειροφαντάζονται οι μνημονιομανιακοί, είναι το σχολείο της αμάθειας και της μετριοκρατίας, ένα νεκρό σχολείο. Όλα αυτά τα ακυρώνει ο εκπαιδευτικός, που δεν αισθάνεται βαρύ το χάλκεον χέρι του φόβου. Ιδού καιρός ευπρόσδεκτος… Ιδού καιρός για να μεγαλουργήσουν καρδιές…
Τρίτον, όσες χαιρέκακες ανθρωποκάμπιες ευφραίνονται με τις απολύσεις και τις διαλύσεις οικογενειών παραπέμπω και πάλι στον Καρούζο. Θα έρθουν και για σας…!

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Τέτοιοι «τρελοί» μας απελευθέρωσαν…

Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος Κιλκίς

"...Λίγες ημέρες αργότερα στην μάχη της Άνω Τζουμαγιάς, στο ύψωμα 1378, σκοτώνεται, πολεμώντας μπροστά και ο Βελισσαρίου. Ήταν 13 Ιουλίου 1913. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατό του, αντί για συλλυπητήρια, τηλεγραφεί στην οικογένειά του: «Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων»..."
 
Αφιέρωμα το παρόν άρθρο. Αφιέρωμα σ’ έναν άγνωστο ήρωα. Σ’ έναν από αυτούς τους χιλιάδες, που όταν το καλέσει η στιγμή, φανερώνουν την ξεχωριστή ψυχική τους αρματωσιά. Σπαρμένη η ηρωοτόκος ελληνική γη με τα κόκκαλα τα ιερά τέτοιων ανθρώπων. Τέτοιοι αντρειωμένοι, που ο θάνατός τους θάνατος δεν λογιέται, ανάγκασαν τον ποιητή να πει πως όταν θέλουμε να καυχηθούμε, τέτοιους βγάζει το έθνος μας θα λέμε. Για τον ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου ο λόγος, που η προτομή του κοσμεί και τον λόφο της ένδοξης μάχης του Κιλκίς.
Γόνος πλούσιας οικογένειας, γεννιέται το 1861 στην Κύμη της Ευβοίας. Μεγαλώνει σε μια εποχή που η Ελλάδα εξαρτημένη, ανάπηρη και υποτελής στους ξένους, προσπαθεί να απλωθεί, να μεγαλώσει τα αξιοθρήνητα σύνορά της, τα εδαφικά ψυχία που της παραχώρησαν οι κακουργηματικές Μεγάλες Δυνάμεις. Πνίγεται όμως ο αγωνιστικός δυναμισμός του λαού εξαιτίας των ξενοχειροτονημένων μοναρχιών και των διεφθαρμένων κυβερνήσεων. Είναι η εποχή που σαβανώνει την πατρίδα το δόγμα «της μικράς, εντίμου» και αξιολύπητης Ελλάδος, το οποίο, μετά την περίοδο 100 ετών, επαναλαμβάνεται γιατί και τώρα μας κυβερνούν τα απολειφάδια του παλαιοκομματισμού και της υποτέλειας. Ο 19ος αιώνας κλείνει με την συμφορά του ψευτοπολέμου του 1897. Από τους ελάχιστους που διακρίνονται στον ατιμωτικό αυτό πόλεμο είναι ο υπολοχαγός, τότε, Βελισσαρίου, που κρατάει την θέση του στα στενά της Μελούνας, όταν ολόκληρη η 2η ταξιαρχία εγκαταλείπει πανικόβλητη το πεδίο της μάχης.

Η συμφορά του ’97 αφυπνίζει όμως την χώρα. Οι Έλληνες αντιλαμβάνονται πως «καλύτερα να τρέχωσι τον κόσμον με εξαπλωμένην χείρα ψωμοζητούντες-παρά προστάτας να’χωμεν» (Κάλβος). Η πατρίδα πρέπει να ορθοποδήσει με τις δικές της κυρίως δυνάμεις. Έτσι ο στρατός και ο στόλος αναδιοργανώνονται, το θαύμα των Βαλκανικών Πολέμων αχνοφέγγει. Τον Οκτώβριο του 1912 αρχίζει η επική εξόρμηση του έθνους. Στο Σαραντάπορο μαθαίνουν όλη τη «βελισσαρική» ορμή. Χωρίς υποστήριξη πυροβολικού ορμά κατά των Τούρκων, γεγονός που αναγκάζει τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο να τον αποκαλέσει «τρελό» και να του αφαιρέσει για λίγο την διοίκηση του τάγματός του. (Ο Κολοκοτρώνης έλεγε πως «ο κόσμος μας έλεγε τρελούς, όταν ξεκινήσαμε να κάμουμε την Επανάσταση». "Όλα τα είχα προβλέψει, τα είχα σκεφθεί, όλα εκτός από την τρέλα των Ελλήνων», έλεγε και ο Νικόλαος Ιβανώφ, αντιστράτηγος, διοικητής της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς, μετά την ήττα του στο Κιλκίς. Κάποιοι «τρελοί» μας απελευθέρωσαν και κάποιοι «γνωστικοί» Γραικύλοι κρατούν την Ελλάδα βυθισμένη στην ανυποληψία της «ελληνοτουρκικής φιλίας»). Το άστρο του ήρωα, λάμπει στην μάχη του Μπιζανίου, τον Φεβρουάριο του 1913. Εκεί ακούστηκε για πρώτη φορά το θρυλικό σύνθημα του ελληνικού στρατού «αέρα», αντικαθιστώντας το στρατιωτικό παράγγελμα «εμπρός διά της λόγχης». (Επειδή οι οβίδες του τουρκικού πυροβολικού «έπιαναν αέρα», δεν έβρισκαν στόχο, οι εύζωνοι ειρωνεύονταν αυτό το γεγονός). Εκεί στα Γιάννενα δύο ευζωνικά τάγματα, του Βελισσαρίου (9ο) και του Ιατρίδη, αναγκάζουν κυριολεκτικά τον Τούρκο διοικητή Εσσάτ πασά να παραδώσει την πόλη. Στο περιοδικό «ΤΟΤΕ», τεύχος 60ο διαβάζουμε: «Στις 3 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου του 1913, ο Βελισσαρίου οδήγησε ο ίδιος την επιτροπή του Εσσάτ στο Γενικό Στρατηγείο. Ο Κωνσταντίνος μόλις τον είδε απόρησε. Οργισμένος του λέει: «-τι θέλεις τέτοια ώρα εδώ; Πού άφησες το τάγμα σου»; Απαντά: «Να σας φέρω τα Γιάννενα». Κι ο Κωνσταντίνος του είπε ειρωνικά, νομίζοντας πως παραφρόνησε: «Με τις μαούνες της λίμνης;». «Όχι, με τα φτερά των ευζώνων μου», απαντά ο Βελισσαρίου. Ο διάδοχος βλέποντας την επιτροπή των Τούρκων, κατάλαβε τι είχε συμβεί. «Αλήθεια Βελισσαρίου θέλεις ράπισμα, αλλά θέλεις και φίλημα, αγαπημένε τρελέ», θα του πει συγκινημένος. Λίγο πριν από τον δεύτερο βαλκανικό, θα συναντήσει ο Βελισσαρίου τον αιχμάλωτο Τούρκο φρούραρχο των Ιωαννίνων Βεχήπ μπέη σε μία έπαυλη στην Κηφισιά. «Μου έκαμε μεγάλη εντύπωση η γενναιότητά σας», είπε ο Τούρκος στρατηγός σε άψογα ελληνικά. «Θα μπορούσε όμως να είχατε φονευθεί ή και να αιχμαλωτιστεί με το παράτολμο εκείνο εγχείρημά σας, να εισχωρήσετε πίσω από τις γραμμές του τουρκικού στρατού». Απαντά ο ανδρείος αξιωματικός: «Να φονευθώ ναι, αλλά να αιχμαλωτισθώ, αυτό δεν θα συνέβαινε ποτέ».

Στην μάχη του Κιλκίς πολεμούν πλάι πλάι οι μονάδες του συνταγματάρχη Ιωάννη Παπακυριαζή και του ταγματάχη Ιωάννη Βελισσαρίου. Οι δύο άντρες είναι συγγενείς, «μπατζανάκια». Μεταξύ τους αμιλλώνται ποιος θα επιδείξει την μεγαλύτερη γενναιότητα. Σημειώνει ο στρατηγός Πάγκαλος στα «απομνημονεύματα» του. «...Ήρξατο τότε σφοδρότατος καταιγισμός πυρός, κατά την διάρκεια του οποίου οι έξι λόχοι του Βελισσαρίου, προχωρούντες ταχέως έφθασαν εις απόστασιν εφόδου από της πρώτης γραμμής των βουλγαρικών ορυγμάτων. Και είδον το αλησμόνητο θέαμα της εφόδου των ευζωνικών λόχων του Βελισσαρίου, οι οποίοι υπό του διοικητού των, όρμησαν ακάθεκτοι και με βροντώδεις αλαλαγμούς επί της πρώτης οφρύος λόφου βουλγαρικών χαρακωμάτων...Ο αγών υπήρξεν μεγαλειώδης. Οι Βούλγαροι ανετράπησαν ή εξοντώθηκαν διά της λόγχης. Αυτό ήτο το μεγαλύτερον κατόρθωμα του Βελισσαρίου και με δικαίαν υπερηφάνειαν εφώναξεν εις τον λοχαγόν Ζήραν, άλλον γενναίον, ο οποίος υπηρετούσεν εις το σύνταγμα του Παπακυριαζή, του μπατζανάκη του Βελισσαρίου.

-Βρε Ζήρα, που είναι ο διοικητής σου να δει; Σκοτώθηκε, απαντά ο Ζήρας. Είχε πέσει προ ολίγου μόλις, μαχόμενος με τον ίδιον απαράμιλλον τρόπον. Και τότε, το πρόσωπον του Βελισσαρίου εμαύρισε από το πένθος. Έβγαλε το πηλίκιόν του, έκαμε το σταυρό του και ετράβηξε μπροστά...».

Λίγες ημέρες αργότερα στην μάχη της Άνω Τζουμαγιάς, στο ύψωμα 1378, σκοτώνεται, πολεμώντας μπροστά και ο Βελισσαρίου. Ήταν 13 Ιουλίου 1913. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατό του, αντί για συλλυπητήρια, τηλεγραφεί στην οικογένειά του: «Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων».

Ο Σπύρος Μελάς, στο βιβλίο του «οι πόλεμοι 1912 -13», περιγραφεί το τέλος του ήρωα (σελ. 511-512). «Έτσι, αυτή την ιστορική μέρα, βρέθηκαν αντιμέτωποι και από τα δύο μέρη οι πιο διαλεχτοί άντρες, Βούλγαροι και Έλληνες. Οι άντρες της βασιλικής φρουράς του Φερδινάνδου, μεγαλόσωμοι όλοι και ψυχωμένοι, πολέμησαν με παλληκαριά και πείσμα. Κι απέναντι τους είχανε τους αθάνατους ευζώνους, τους ημίθεους του «πρώτου-τριακοστού όγδοου» συντάγματος. Ο αγώνας ήταν τόσο λυσσασμένος και συχνά σώμα με σώμα, ώστε πολλοί από τη μια μεριά και από την άλλη πέφτανε τρυπημένοι με τη λόγχη, αρκετοί Βούλγαροι σκοτώθηκαν με πέτρες στο κεφάλι... γιατί, κάποια στιγμή, τα πυρομαχικά λείψανε από τους ευζώνους και τότε ο Βελισσαρίου που ήτανε όπως πάντα στη γραμμή της φωτιάς τους φώναξε:

-Χτυπάτε τους με τις πέτρες μωρέ! Κι αυτές σκοτώνουν. Αλλά μια οβίδα έσκασε κοντά τους, ένα μεγάλο θραύσμα τον βρήκε κατάστηθα και ο εθνικός ήρωας, ο πορθητής του Μπιζανίου, απόμεινε στον τόπο. Στην επική αυτή σύγκρουση έπεσε σε λίγο, και ο ταγματάρχης Κολοκοτρώνης, άξιο βλαστάρι της δοξασμένης γενιάς του Γέρου του Μοριά, κοντά σ’ αυτή χάθηκαν και ένα σωρό αξιωματικοί και άντρες του ηρωικού συντάγματος. Οι πλαγιές κι οι ρεματιές είχανε γεμίσει πτώματα Ελλήνων και Βουλγάρων ανακατωμένα...»

(Εκείνα τα χρόνια «οι άνθρωποι ζούσαν για ένα έπαινο και πέθαιναν για ένα τραγούδι» έλεγε ο Καρκαβίτσας. Ήταν φιλότιμοι. Ελπίζουμε, πως όταν ανθίσουνε και πάλι τούτοι οι τόποι, και 'ρθούνε καινούργιοι άνθρωποι που θα συνοδεύσουν την μνημονιακή βλακεία στην τελευταία της κατοικία, να ξαναμπούν αυτά τα κείμενα στην τυμπανιαίας,σήμερα, αποφοράς εκπαίδευση, για να ανασάνουμε κι εμείς και οι μαθητές μας).

Αυτά τα λίγα μνημόσυνα λόγια για έναν ήρωα, που θυσίασε την ζωή του, για να ελευθερώσει την Πατρίδα μας. Απλά λόγια για επίλογο, γιατί ο ηρωισμός δεν περιγράφεται με μεγαλοστομίες. Όπως απλά το είπε και ο εθνικό μας ποιητής: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά»…

Ένα Σαββάτο βράδυ, μια Κυριακή πρωΐ!


kampa
Του Αρχιμ. Πορφύριου, Ηγουμένου Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Βέροιας | Romfea.gr
Ειλικρινά, δεν μπορώ να περιγράψω το αίσθημα της στιγμής. Είδα στον υπολογιστή ανάρτηση με δηλώσεις υπουργού. Και αυτό με δημιούργησε ένα μπέρδεμα αισθημάτων, με κυρίαρχη την οργή.
Ξέρω. Πρέπει να ελέγχουμε και να δαμάζουμε αυτό το πάθος. Όμως υπάρχει και ένας ψαλμικός στίχος που μπορεί και να μας δικαιώνει. «Οργίζεσθε και μη αμαρτάνετε.»

Σαν πολίτης αυτής της ταλαίπωρης χώρας, αλλά και σαν μοναχός, έχω μπερδευτεί. Και η άποψη του συγκεκριμένου υπουργού με τάραξε.
Παλαιότερα ο ίδιος ήρθε να εγκαινιάσει ένα έργο, εδώ, στα μέρη μας. Δεν φρόντισε όμως να μάθει ότι, ήδη το πενήντα εννέα, ένας άλλος συνονόματός του είχε ξεκινήσει την αναγέννηση της πατρίδας, που οι ανίκανοι και ανάξιοι διάδοχοι την κατάντησαν να ζητιανεύει στις πόρτες της σκοτεινιασμένης Ευρώπης της Δύσης.

Κάποτε η μακαριστή γερόντισσα Γαβριηλία, που περπατούσε ξυπόλυτη εις τας ευρώπας, δέχτηκε επίθεση για το ότι δεν φορούσε υποδήματα.
Και απάντησε καταιγιστικά. Όταν οι δικοί μας περπατούσαν και εκείνοι ξυπόλυτοι, οι δικοί σας ζούσαν στα δέντρα, τους είπε η χαριτωμένη εκείνη γερόντισσα.
Χθές προχθές, λοιπόν, υπουργός στην κυβέρνηση του ελληνικού κράτους, που είναι ακόμα ορθόδοξο και χριστιανικό, έστω και στα χαρτιά, είπε: «Και ποιά η διαφορά Σαββάτου απόγευμα και Κυριακής πρωΐ; Γιατί μπορούν να είναι ανοιχτά τα καταστήματα Σάββατο βράδυ και να μην μπορούν να είναι Κυριακή πρωΐ;»
Μέχρι την στιγμή αυτήν που πατάω τα πλήκτρα και γράφω αυτές τις γραμμές, δεν είδα καμία ανάρτηση στο διαδίκτυο, που να σχολιάζει αυτό το miserabille dictum. Και πήρα το θάρρος να συγκρατήσω την οργή μου και να γράψω.
Μα είναι δυνατό; Είναι δυνατό, έλληνας, βαπτισμένος, σπουδαγμένος, να φτάσει μέχρι υπουργός, και να ξεστομίσει αυτό το απερίγραπτο τερατούργημα;
Δεν είχε αυτός ο καϋμένος κανένα πρόσωπο, μία μάννα ή μία γιαγιά, να τον πάρει από το χέρι Κυριακή πρωΐ και να τον πάει, σαν παιδί, σε κάποια ορθόδοξη εκκλησία στην πατρίδα του, που δεν ξέρω ποιά είναι και ούτε με νοιάζει να μάθω;

Είναι δυνατό να λέγονται τέτοιες φρικτές γιά την πατρίδα φράσεις; Να μην ξεχωρίζει ένας έλληνας υπουργός την διαφορά ανάμεσα στο σαββατόβραδο και το πρωΐ της Κυριακής;
Είναι δυνατό; 
Δεν άκουσε ποτέ αυτός ο έλληνας ορθόδοξος υπουργός την καμπάνα, που και αυτήν σιγά σιγά θα την βουβάνουν, κάποια Κυριακή πρωΐ;
Να ξεστόμιζε τέτοια φράση υπουργός καμιάς άλλης κυβέρνησης, θα έπαιρναν φωτιά οι πέννες των εθνοστυλοβατών της πίστεως και της πατρίδας.
Τώρα όμως γιατί σιωπούν; Ούτε μία ανάρτηση δεν είδα γιά αυτήν την βλάσφημη φράση, που ξεστόμισε έλληνας ορθόδοξος υπουργός.
Φράση που δείχνει ότι η γεννιά σαράντα-πενήντα δεν έχει έρμα, ελληνοπρεπές, ούτε ελληνικό και πολύ περισσότερο ούτε ορθόδοξο.
Αν ήμουν κάποιος, που θα μπορούσε ο λόγος του να ακουστεί θα απαιτούσα, δεν θα το ζητούσα, αυτός ο τραγικός έλληνας να πάει στο σπιτάκι του.
Και κάποιος έλληνας δάσκαλος να τον βάλλει τιμωρία να διαβάσει αυτός ο αστοιχείωτος υπουργός την ελληνική ιστορία.
Και γιά κάθε γράμμα της φράσης που ξεστόμισε να κάνει και από έναν σταυρό. Και να τον βάλλουν δίπλα σε μία καμπάνα ώστε γιά κάθε γράμμα που είπε, να ακούει μία φορά τον ήχο της καμπάνας, πριν σιγάσει και αυτή.
Πού κατάντησες, πατρίδα; Υπουργός σου να μην μπορεί να ξεχωρίσει την διαφορά ανάμεσα σε σαββατόβραδο και Κυριακή πρωΐ. Και δυστυχώς, ΠΑΤΡΙΔΑ, αυτός σε κυβερνάει και εσένα και εμάς.
Τί να πούμε; Να εκφράσουμε την λύπη μας; Να μιλήσουμε γιά την ντροπή που νιώθουμε γιά τα χάλια μας; Να κλάψουμε γιά την κατάντια της γλυκειάς πατρίδας;
Να θρηνήσουμε γιά το ανύπαρκτο μέλλον των παιδιών; Να αναφερθούμε στον βούρκο της καθημερινότητας; 
Ξημερώνει η μνήμη της μακαρίας κοιμήσεως του Γέροντος Παϊσίου, που αγαπούσε τον Χριστό, αλλά αγαπούσε και την πατρίδα.
Μακάρι η προσευχή του να φανερώσει άνδρες με πίστη στην καρδιά και λεβεντιά στα στήθια, γιά να βγάλουν την πατρίδα από την ντροπή και την λάσπη, που μας κατάντησαν κάτι ανδρείκελλα, που, σαράντα χρόνια και κάτι, μας κυβερνούν και μας τυραννούν. Μακάρι.