Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Ὁ Μ. Βασίλειος κι ὁ παραµορφωµένος Χριστιανισµὸς


Κόντογλου Φώτης

Θέλω νὰ µιλήσω γιὰ τὸν ἅγιο Βασίλειο, ἀλλὰ νὰ µὴν πῶ τὰ συνηθισµένα ποὺ λένε ὅσοι γράφουνε γι’ αὐτὸν τὸν ἀληθινὰ Μέγαν ἅγιο. Προπάντων κάποιοι θεολόγοι φραγκοδιαβασµένοι, ποὺ δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει σχεδὸν καθόλου ἡ ἁγιότητά του κ’ ἡ κατὰ Θεὸν σοφία του, ἀλλὰ ἡ “θύραθεν” σοφία του, ἡ γνώση ποὺ εἶχε στὰ ἑλληνικὰ γράµµατα, στὴ ρητορικὴ καὶ στ’ ἄλλα ἐφήµερα καὶ ἐξωτερικὰ στολίδια αὐτῆς τῆς βαθειᾶς ψυχῆς, λησµονώντας τί γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν κοσµικὴ σοφία, ποὺ τὴ λέγει “µωρίαν παρὰ τῷ Θεῷ”.

Γιὰ τοὺς τέτοιους, ἡ φιλοσοφία εἶναι σεβαστή, µάλιστα περισσότερο ἀπὸ τὴ θρησκεία κι’ ἂς θέλουνε νὰ τὸ κρύψουνε, ἡ ἐπιστήµη πιὸ πειστικὴ ἀπὸ τὴν πίστη, ἡ ἀρχαιότης πιὸ σπουδαῖο οἰκόσηµο ἀπὸ τὸν Χριστιανισµό. Γι’ αὐτό, ὅλα τὰ µετρᾶνε µ’ αὐτὰ τὰ µέτρα. Ἡ ἀξία τῶν ἁγίων Πατέρων δὲν ἔγκειται στὴν ἁγιότητά τους, ἀλλὰ στὸ κατὰ πόσον εἶναι δεινοὶ ρήτορες, δεινοὶ συζητηταί, δυνατοὶ στὸ µυαλό, µ’ ἕνα σύντοµον λόγο, κατὰ πόσον ἔχουνε ὅσα ἐκτιµοῦσε καὶ ἐκτιµᾷ ἡ ἁµαρτωλὴ ἀνθρωπότητα κι’ ὅσα εἶναι ἢ περιττὰ γιὰ τὸ χριστιανό, ἢ βλαβερά, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Μὰ δὲν πάει νὰ λέγῃ τὸ Εὐαγγέλιο! Αὐτοὶ οἱ διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ δὲν ρωτᾶνε τίποτα, αὐτοὶ τραβᾶνε τὸ χαβά τους.

Τὸν Παῦλο, ποὺ εἶχε πῆ χίλιες φορὲς καὶ κατὰ χίλιους τρόπους πὼς ἡ γλωσσικὴ ἐπιτηδειότητα δηλ. ἡ ρητορεία, εἶναι ψεύτικη καὶ δὲν τὴ θέλει ὁ Χριστός, αὐτοί, σώνει καὶ καλά, µὲ τὸ ζόρι, τὸν ἀνακηρύξανε “µέγαν ρήτορα”, αὐτὸν ποὺ εἶπε λ.χ. “οὐ γὰρ ἀπέστειλέ µε ὁ Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ’ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα µὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ”, καὶ ποὺ γράφει στοὺς Κολοσσαεῖς: “Βλέπετε (προσέξετε) µὴ τὶς ὑµᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσµου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν”. Αὐτοὶ ὅµως ποὺ ἐξηγοῦνε στὸ λαὸ τὴν Ἁγία Γραφή, εἶναι κουφοὶ καὶ τυφλοί, ἢ κάνουνε πὼς δὲν ἀκοῦνε καὶ δὲν βλέπουνε, κι’ αὐτὸν ποὺ εἶπε πὼς ἡ φιλοσοφία εἶναι “κενὴ ἀπάτη”, τὸν ἀνακηρύξανε µέγαν φιλόσοφον, στοχαστήν, τετραπέρατον ἐγκέφαλον “κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσµου, καὶ οὐ κατὰ Χριστόν”. Θέλουνε νὰ τὸν κάνουνε “ἐφάµιλλον τῶν ἀρχαίων φιλοσόφων οἵτινες ἐδόξασαν τὴν ἀνθρωπότητα”, ὥστε νὰ ἔχῃ κι’ ὁ Χριστιανισµὸς κάποιους µεγάλους νόας κι’ ὄχι µοναχά τοὺς πτωχοὺς τῷ πνεύµατι, τὰ φτωχαδάκια, τοὺς ἀγράµµατους Ἀποστόλους, τοὺς ἁπλοϊκοὺς ἀσκητάδες, τοὺς εὐκολόπιστους µάρτυρες καὶ ἁγίους.

Τοὺς τέτοιους ψευτοχριστιανοὺς τοὺς τρώγει ἡ περηφάνια, ἡ κοσµικὴ µαταιοδοξία, ἐπειδὴ εἶναι αὐτοὶ ποὺ λέγει ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος “εἰκῇ φυσιούµενοι ὑπὸ τοῦ νοὸς τῆς σαρκὸς αὐτῶν”, καὶ “ἐν σαρκὶ ὄντες” καὶ τὰ σαρκικὰ τιµῶντες, θέλουν “Θεῷ ἀρέσαι”. Τὸν Παῦλο ποὺ εἶπε τὸν φοβερὸ τοῦτον λόγο “πᾶν ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁµαρτία ἐστὶν” δηλ. “ὅ,τι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν πίστη, εἶναι ἁµαρτία”, µὲ τὴ µικρόλογη διάνοιά τους, τὸν κατεβάσανε στὰ µέτρα τους, κάνοντάς τον λογοκόπο ρήτορα, φιλόσοφο, κοινωνιολόγο, πολιτικό, διοργανωτή, ψυχολόγο, παιδαγωγό, καιροσκόπο, ἐπειδὴ αὐτὰ καταλαβαίνουνε, κι’ αὐτὰ εἶναι οἱ πιὸ µεγάλοι τίτλοι ποὺ µποροῦνε νὰ φαντασθοῦνε. Μὲ πιὸ γερὰ λόγια καὶ πιὸ καθαρά, ζωηρὰ καὶ τρανταχτά, δὲν µποροῦσε νὰ τοὺς πῆ αὐτὰ τὰ πράγµατα κανένα στόµα, παρεκτὸς ἀπὸ τὸν Παῦλο, καὶ ὅµως δὲν πήρανε χαµπάρι οἱ καινούριοι γραµµατεῖς. Ἂς εἶναι τὰ λόγια του σὰν σφυριὰ ποὺ κοπανᾶνε τὰ ξερὰ καύκαλά τους, ἐκεῖνοι: τὸ γουδὶ τὸ γουδοχέρι.

Ἄκουσε πῶς µιλᾶ ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ἀρχαία σοφία: “Ἐπειδὴ (γὰρ) ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσµος διὰ τῆς σοφίας (φιλοσοφίας) τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς µωρίας τοῦ κηρύγµατος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σηµεῖον αἰτοῦσι, καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡµεῖς δὲ κηρύσσοµεν Χριστὸν ἐσταυρωµένον, Ἰουδαίοις µὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ µωρίαν...”. Λοιπόν, ἰδοὺ τί λέγει ὁ Παῦλος καὶ τί διδάσκουνε οἱ ἐξηγητὲς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τοῦ ἴδιου τοῦ Παύλου, δηλαδὴ τὴ µεµωραµένη σοφία, ποὺ θεωρεῖ τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ µωρία.

Δείχνω µεγάλη ἐπιµονὴ σ’ αὐτὸ τὸ ζήτηµα, γιατί αὐτοὶ ποὺ θέλουνε νὰ νοθέψουνε τὸ κατακάθαρο νερὸ τοῦ Εὐαγγελίου, “τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν τὸ ἁλλόµενον εἰς ζωὴν αἰώνιον”, µὲ τὰ βαλτόνερα τῆς γνώσης καὶ τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας ποὺ πίνανε κεῖνον τὸν καιρὸ οἱ ταλαίπωροι ἄνθρωποι, “οἱ µὴ ἔχοντες ἐλπίδα”, χωρὶς νὰ ξεδιψάσουνε, αὐτοὶ λοιπὸν οἱ τυφλοὶ ὁδηγοὶ στραβώνουνε τὸν κόσµο, καὶ γίνουνται αἰτία µὲ τὶς θεωρίες τους νὰ πέφτουνε οἱ νέοι στὴν ἀπιστία, γιατί ψυχὲς ποὺ θρέφονται µὲ τὴν “κενὴ ἀπάτη”, ποῦ θὰ καταντήσουνε παρὰ στὴν ἀπιστία, ὁµολογηµένη ἢ ἀνοµολόγητη;

Ὅλα αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ τὸν παραµορφωµένο Χριστιανισµὸ ποὺ µαθαίνουν ὅσοι δασκαλεύονται στὰ πανεπιστήµια τῆς Δύσης, ποὺ εἶναι ἡ πατρίδα τοῦ ὀρθολογισµοῦ καὶ τοῦ οὑµανισµοῦ, κ’ ὕστερα τὸν φέρνουνε αὐτὸ τὸν ὀρθολογιστικὸ Χριστιανισµὸ σ’ ἐµᾶς. Γιατί ἔχουµε τὴν κατάρα νὰ µαθαίνουνε ὅλα τὰ δικά µας ἀπὸ τοὺς ξένους, ἀκόµα καὶ τὴν ἀρχαία γλῶσσα.

Γυρίζω πάλι στὸν Παῦλο, γιὰ νὰ πάρω ἀπ’ αὐτὸν κι’ ἄλλα θεόπνευστα λόγια ποὺ βγάζουνε ψεῦτες αὐτοὺς τοὺς φραγκοσπουδασµένους οὑµανίστες ψευτοχριστιανούς. Καὶ παίρνω ὅλο λόγια τοῦ Παύλου, γιατί σ’ αὐτὸν τὸν ἅγιο φανερώνουνε τὴν περισσότερη ἐκτίµησή τους, ἐπειδή, µὲ τὰ µέτρα ποὺ τὸν κρίνουνε, βρίσκουνε σ’ αὐτὸν περισσότερη ἐγκόσµια γνώση, κοινωνικὴ δραστηριότητα, ρητορικὴ δεινότητα, µεθοδικότητα, ψυχολογικὴ ὀξύτητα, κι’ ἕνα σωρὸ ἄλλα τέτοια ποὺ τὰ ἐκτιµοῦνε πολύ, χωρὶς νὰ µποροῦνε νὰ δοῦνε οἱ θεότυφλοι πὼς ὁ Παῦλος εἶναι ὁ µεγαλύτερος καὶ σφοδρότερος ἐχθρὸς καὶ κατακριτὴς τῆς στραβῆς ἀντίληψης ποὺ ἔχουνε γιὰ τὴ χριστιανικὴ θρησκεία.
Γράφει λοιπὸν ὁ θεόγλωσσος Παῦλος καὶ ρωτᾷ: “Ποῦ σοφός; Ποῦ γραµµατεύς; Ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; (δηλ. τῆς κοσµικῆς σοφίας). Οὐχὶ ἐµώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσµου τούτου;” Σὰν νὰ λέγη: “Ποιὸς ἀπὸ τοὺς σοφούς τοῦ κόσµου τούτου, ἀπὸ τοὺς φιλοσόφους καὶ τοὺς δεινοὺς συζητητάς, µὲ τὴ διαλεκτική τους, θὰ µπορέση νὰ συζητήση, ἢ κἄν νὰ καταλάβη αὐτὰ ποὺ λέµε ἐµεῖς οἱ µωροί, ἐµεῖς ποὺ δὲν γνωρίζουµε τὰ µαστορικὰ γυρίσµατα τῆς διαλεκτικῆς, ἐµεῖς οἱ ἀπαίδευτοι ἀνατολίτες, κι’ ὄχι κατὰ βάθος ἐµεῖς, ἀλλὰ αὐτὰ ποὺ λέγει τὸ Πνεῦµα τὸ Ἅγιον µὲ τὸ στόµα µας;”

Καὶ παρακάτω γράφει: “Σοφίαν δὲ λαλοῦµεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουµένων”. Ποιοὶ εἶναι οἱ ἄρχοντες τοῦ αἰῶνος τούτου, οἱ καταργούµενοι, παρὰ οἱ φιλόσοφοι κ’ οἱ ρήτορες κ’ οἱ ἄλλοι λογῆς-λογῆς µαστόροι τῆς κοσµικῆς λογοτεχνίας, ποὺ τὰ σκοτεινὰ φῶτα τους, λένε οἱ τυφλοὶ διδάσκαλοι τοῦ λαοῦ πὼς χρειάζονται στὸ χριστιανό, σὰν νὰ µὴν τοὺς φθάνη τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ λέγει “ἂν τὸ φῶς ποὺ ἔχουνε µέσα τους (οἱ τέτοιοι) εἶναι σκοτάδι, τὸ σκοτάδι τους πόσο πρέπει νὰ εἶναι;”

Λοιπόν, κατὰ τὸ πνεῦµα “τοῦ αἰῶνος τούτου τοῦ καταργουµένου” ἑορτάζουνε καὶ δοξάζουνε καὶ τὸν ἅγιον Βασίλειον, ὄχι σὰν ἅγιον καὶ ἀγωνιστὴ τῆς ἀληθινῆς θρησκείας, ἀλλὰ σὰν συγγραφέα “καλλιεπῶν συγγραµµάτων”, “σοφὸν ἠθικολόγον καὶ παιδαγωγόν, λάτρην τῆς ἑλληνικῆς σοφίας”.

Ἀλλὰ πόσο σύµφωνος εἶναι ὁ ἅγιος µὲ κείνους ποὺ τὸν δοξάζουνε γιὰ τὴν ἑλληνοµάθειά του καὶ γιὰ τὴν ἐκτίµηση ποὺ εἶχε στὴν ἀρχαία σοφία, τὸ φανερώνουνε τὰ παρακάτω λόγια ἀπὸ µία ἐπιστολὴ ποὺ ἔγραψε στὸν Εὐστάθιο ἐπίσκοπο Σεβαστείας:

“Ἐγώ, γράφει, ἀφοῦ ξόδεψα πολὺν καιρὸν στὰ µάταια πράγµατα, κι’ ἀφοῦ ὅλη σχεδὸν τὴ νεότητά µου τὴ χάλασα µὲ τὸ νὰ κοπιάζω γιὰ πράγµατα ἀνώφελα (ἀδιαφόρετα), καταγινόµενος νὰ µελετῶ τὰ µαθήµατα τῆς “παρὰ τοῦ Θεοῦ µωρανθείσης σοφίας”, ἐπειδὴ κάποτε ξύπνησα σὰν νὰ κοιµόµουνα σὲ βαθὺν ὕπνο, καὶ ἄνοιξα τὰ µάτια µου στὸ θαυµαστὸ φῶς τῆς ἀληθείας τοῦ Εὐαγγελίου κ’ εἶδα καλὰ πὼς ἤτανε ἄχρηστη “ἡ σοφία τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουµένων”, ἀφοῦ ἔκλαψα πολὺ γιὰ τὴν ἐλεεινὴ ζωή µου, παρακαλοῦσα τὸ Θεὸ νὰ µὲ χειροκρατήση γιὰ νὰ φωτισθῶ στὰ δόγµατα τῆς εὐσέβειας. Καὶ πρὶν ἀπ’ ὅλα προσπάθησα νὰ ἀποκτήσω κάποια ἠθικὴ διόρθωση, ἐπειδὴ εἶχε πάθει µεγάλη διαστροφὴ ἡ ψυχή µου ἀπὸ τὴ συναναστροφή µου µὲ τοὺς κακοὺς ἀνθρώπους. Διάβασα λοιπὸν τὸ Εὐαγγέλιο, καὶ σὰν εἶδα πὼς ἐκεῖ µέσα εἶναι γραµµένο πὼς συντείνει πολὺ στὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου τὸ νὰ πουλήση τὰ ὑπάρχοντά του καὶ νὰ τὰ µοιράση στοὺς φτωχοὺς ἀδελφούς του καὶ νὰ ζῇ χωρὶς νὰ φροντίζῃ καθόλου γιὰ τούτη τὴ ζωή, καὶ νὰ µὴν προσηλώνεται ἡ ψυχὴ στὰ ἐπίγεια ἀπὸ καµµιὰ συµπάθεια, παρακαλοῦσα νὰ εὕρω κάποιον ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ νὰ διάλεξε αὐτὸν τὸ δρόµο στὴ ζωή του, ὥστε, µαζὶ µ’ αὐτόν, νὰ ταξιδέψω καὶ νὰ περάσω τούτη τὴν περαστικὴ φουρτούνα τῆς ζωῆς”.

Ἀλλὰ ποιὸς δίνει σηµασία σ’ αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος; Ἐµεῖς κάναµε ἕνα δικό µας Χριστιανισµό, ἕνα βολικό, ἕναν ἀνθρωπινὸ καὶ λογικὸ Χριστιανισµό, ὅπως λέγει ὁ µεγάλος Ἱεροεξεταστὴς τοῦ Ντοστογιέφσκη, γιατί ὁ Χριστιανισµὸς ποὺ δίδαξε ὁ Χριστὸς εἶναι ἀνεφάρµοστος, ἀπάνθρωπος. Ἐµεῖς, ἀντὶ ν’ ἀνέβουµε πρὸς τὸν Χριστό, ποὺ λέγει “ἐγὼ σὰν ὑψωθῶ, θὰ σᾶς τραβήξω ὅλους πρὸς ἐµένα”, τὸν κατεβάσαµε ἐκεῖ ποὺ βρισκόµαστε ἐµεῖς, καὶ κάναµε ἕνα Χριστιανισµὸ σύµφωνο µὲ τὶς ἀδυναµίες µας, µὲ τὰ πάθη µας, µὲ τὶς κοσµικὲς φιλοδοξίες µας, καὶ δώσαµε καὶ στοὺς ἁγίους τὰ προσόντα ποὺ ἐκτιµοῦµε καὶ ποὺ θαυµάζει ἡ ὑλοφροσύνη µας, τοὺς κάναµε φιλοσόφους, ρήτορας, πολιτικούς, ψυχολόγους, κοινωνιολόγους, παιδαγωγούς, ἐπιστήµονες κ.λπ. Ὁ µεγάλος Ἱεροεξεταστής, σὰν πήγανε µπροστά του τὸν Χριστὸ (ποὺ πρόσταξε νὰ τὸν πιάσουνε, ἐπειδὴ ξανακατέβηκε στὴ γῆ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε ὁ κόσµος), τοῦ εἶπε: “Τὸν καιρὸ ποὺ ἦρθες στὸν κόσµο ἔφερες στοὺς ἀνθρώπους µιὰ θρησκεία σκληρή, ἀνεφάρµοστη, ἀπάνθρωπη. Ἐµεῖς τὴν κάναµε βολική, ἀνθρωπινή. Τί ξαναῆρθες νὰ κάνῃς πάλι στὸν κόσµο; Νὰ µᾶς τὴ χαλάσης, µόλις τὴ βάλαµε στὸ δρόµο; Γι’ αὐτό, θὰ διατάξω νὰ σὲ κάψουνε ἐν ὀνόµατί σου, σὰν αἱρετικόν”.

Ὁ βολικός, ὁ ἀνθρωπινὸς Χριστιανισµός, αὐτὸ τὸ ἀνθρώπινο κατασκεύασµα, εἶναι ἡ συχαµερὴ παραµόρφωση ποὺ ἔπαθε τὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὴν πονηρὴ ὑλοφροσύνη τῆς σαρκός. 
πηγή

Paidikos Byzantinos xoros Sxoleiou Psaltikis, Morfin analoiwtws - Eis pa...


Καστορίας Σεραφείμ : "Αδελφοί μου, μη φοβείσθε αλλά θαρσείτε"

kstoria


                     
«Ο των αιώνων ποιητής και Δεσπότης» μας αξιώνει και πάλι, αδελφοί μου αγαπητοί, να ζούμε και να χαιρόμαστε μέσα στη λατρεία της Εκκλησίας μας τη συμβατική αλλαγή του χρόνου.
Ένας καινούργιος χρόνος άρχισε και πάλι. Ένας καινούργιος σταθμός στη ζωή μας, όπως συνηθίζουμε να λέμε και μάλιστα ευχόμαστε και προσευχόμαστε να αποβεί υγιεινός και ωφέλιμος. Μία ευκαιρία για τους πολλούς για αποφάσεις νέες, στρατηγικές, όνειρα, προγραμματισμούς και χρονοδιαγράμματα για δημιουργία.
Μας διαφεύγει, όμως, της προσοχής μας ότι ο χρόνος είναι φοβερά συνεσταλμένος. Είναι λίγος και μικρός μπροστά σ' αυτά τα οποία επιθυμούμε να πραγματοποιήσουμε. Ο θαυμαστός Ιεράρχης της Καισαρείας, ο Μέγας Βασίλειος, με τη μνήμη του οποίου αρχίζει το νέο έτος, θα διερωτηθεί μαζί με τον καθένα μας: «Tο παρελθόν πέρασε πλέον και χάθηκε, το μέλλον ούτε καν φαίνεται ακόμα, αλλά και το παρόν, πριν προλάβει να γίνει γνωστό, εξαφανίζεται»1.
Καί σ' αυτήν την αλλαγή του χρόνου επιτακτική προβάλλεται η ανάγκη να τον εξαγοράσουμε, σύμφωνα με το λόγο του Αποστόλου των Εθνών Παύλου «εξαγοραζόμενοι τον καιρόν ότι αι ημέραι πηνηραί εισί»2.
Εξαγορά με διάθεση δημιουργίας, με πνεύμα βαθιάς πίστεως στην πρόνοια του Θεού για μία πνευματικότερη θεώρηση της ζωής. Εξαγορά, ακόμη, με έργα αγάπης και θυσίας έχοντας την σφραγίδα της γνησιότητος και της παρουσίας του Θεού θα μας ανεβάζουν ένα βήμα κάθε μέρα πιο κοντά στο αιώνιο.
Καί θα ήθελα, αδελφοί μου αγαπητοί, αυτήν την ημέρα, με τα όσα συμβαίνουν στον τόπο μας και με τον πόνο και τις δυσκολίες που βιώνει ο πολύπαθος λαός μας, να προσφέρω στην αγάπη σας ένα μήνυμα παρμένο από τον αθάνατο λόγο του Θεού που περιέχεται στην Αγία Γραφή.
Μήνυμα για την καινούργια χρονιά. Φάρο φωτεινό, που θα φωτίζει την πορεία μας στην «μέλαινα και ζοφώδη θάλασσαν της παρούσης ζωής»· οδοδείκτη στην δύσκολη πορεία μας και σ' αυτά τα οποία αντιμετωπίζει η πολύπαθη πατρίδα μας.
ΕΥΘΥΜΕΙΤΕ, είναι το μήνυμα της νέας χρονιάς.
Προέρχεται από το στόμα του χριστοφόρου Αποστόλου Παύλου και το οποίο μας το διασώζει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων.
Α. Ευθυμείτε!
Έχετε θάρρος.
Μην χάνετε την ελπίδα σας.
Διατηρείστε την καλή σας διάθεση.
Έχετε περιχαρή και ιλαρή την ψυχή.
Η ευθυμία είναι μία εσωτερική κατάσταση, που προέρχεται από τον πνευματικό κόσμο της ψυχής. Είναι «το ιλαρόν και άλυπον»3 της ψυχής, κατά τον ορισμό του Μεγάλου Βασιλείου. Είναι η καλή και χαρούμενη διάθεση των πιστών. Αυτήν συνιστά ο Απόστολος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος και μάλιστα την συνδέει με την υμνολογία και τους ψαλμούς: «Ευθυμεί τις; ψαλλέτω»4.
Δεν έχει σχέση, αυτή η ευθυμία, ούτε με την εξουσία σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, ούτε με τα χρήματα, ούτε με την ισχύ του σώματος και τα πολυτελή ενδύματα, ούτε «άλλο τι των ανθρωπίνων πραγμάτων». Αλλά είναι κατόρθωμα μόνο πνευματικό και «συνειδώς αγαθόν». Γιά το λόγο αυτό θα αναφωνήσει ο πολύπαθος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας με μεγάλο θαυμασμό: «ο εν Θεώ αεί χαίρει»5, δηλαδή, αυτός που ζεί με την παρουσία του Θεού, χαίρεται πάντοτε.
Έτσι, δεν προτρέπεται ο πιστός να αρνηθεί τις αγνές και τις όμορφες χαρές που καθημερινά του χαρίζει ο Θεός, ούτε τις απολαύσεις αυτής της ζωής οι οποίες είναι σύμφωνες με το θέλημα του Θεού, παρά μόνο να αρνηθεί την αμαρτία. Το ιλαρό πρόσωπο και η καλή διάθεση έχει άμεση σχέση με τον εσωτερικό κόσμο και ιδιαίτερα με το «αγαθόν συνειδώς». Αν την συνείδηση δεν την βαραίνει η φθοροποιός αμαρτία, τότε ο Χριστιανός, ακόμη και στον πόνο ή στην ασθένεια ή στο γεγονός του θανάτου ενός προσφιλούς μέλους της οικογενείας του, είναι στολισμένος με την χαρμολύπη, η οποία και φανερώνει υψηλό δείκτη πνευματικής ζωής. «Πάντων απόλαυσον, μόνον αμαρτίας απόστηθι» - μπορείς να χαίρεσαι για τα πάντα, μόνο να βρίσκεσαι μακρυά από την αμαρτία, θα αναφωνήσει ο Ιερός Χρυσόστομος.
Β. Ευθυμείτε!
Η εύθυμη διάθεση και η χαρά είναι έκφραση ευγνωμοσύνης προς τον Θεό για τον πλούτο των ευεργεσιών Του που καθημερινά μας χαρίζει. Γι’ αυτό και μέσα στην Αγία Αναφορά της Θείας Ευχαριστίας Τον ευχαριστούμε: «Υπέρ τούτων απάντων ευχαριστούμεν σοι και τω μονογενή σου Υιώ και το Πνεύματί σου τω Αγίω ων ίσμεν και ων ουκ ίσμεν»6. Ο χαρούμενος άνθρωπος προσφέρει ένα ευχαριστώ στο Θεό για όλα όσα του χάρισε. Ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ έλεγε ότι: «Αρέσει στο Θεό να έχει ο άνθρωπος μία χαρούμενη καρδιά».
Η ευθυμία της καρδιάς είναι το θυμίαμα, το οποίο φτάνει στο Θρόνο της Θείας Μεγαλοσύνης. Καί η ευχάριστη διάθεση ως αληθινή λατρεία ευγνωμοσύνης και αγάπης, υψώνεται στο Θεό για όσα Εκείνος μας προσέφερε και συνεχίζει να μας προσφέρει.
Η ευθυμία είναι συγχρόνως και πηγή δημιουργίας για τον εαυτό μας. Είναι το εύκρατο κλίμα μέσα στο οποίο ο αγώνας μας για μία συνεχή πνευματική ορειβασία γίνεται ευχάριστος. Η χαρούμενη διάθεση διπλασιάζει τη δυναμικότητά μας. Κάνει πιο εύκολη την άσκηση της αγάπης και της προσφοράς. Διευκολύνει την καλή επικοινωνία με τους συνανθρώπους μας.
Επιπλέον, η ευθυμία μας βοηθά και στην υγεία τούσώματος. Επιστήμονες μεγάλοι, καθώς και Γέροντες του αιώνος μας, όπως ο Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης, ο οποίος πρόσφατα συναριθμήθηκε στο Αγιολόγιο της Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά και ο Γέροντας Παίσιος ο Αγιορείτης τόνιζαν χαρακτηριστικά πως η ευθυμία, η παρουσία της χαράς, επηρεάζει ευνοικά και τη σωματική μας υγεία και ευεξία και μάλιστα θεραπεύει και πολλές ασθένειες. Γι’ αυτό και οι γιατροί συνιστούν ήρεμη ζωή και αισιοδοξία, ώστε να μη χάσουμε το μεγάλο αγαθό που είναι η υγεία.
Γ. Ευθυμείτε!
Η εύθυμη διάθεση είναι το πιο δυνατό κήρυγμα και η πιο μεγάλη απολογητική προς το περιβάλλον μας. Είναι μία ακτίνα φωτός, όπως την έχουν ονομάσει, και ταυτόχρονα μία μορφωτική και εποικοδομητική προσπάθεια για την ήρεμη ζωή της οικογενείας μας, του περιβάλλοντός μας και της κοινωνίας. Γι' αυτό και ένας σύγχρονος επιστήμονας έγραφε χαρακτηριστικά: «Εκείνο που τροφοδοτεί την απιστία είναι η έλλειψη χαρούμενων Χριστιανών». Και συμπλήρωνε: «Σκόρπιζε λίγο γέλιο στο περιβάλλον σου, είναι μία πράξη αγάπης και προσφοράς».
Την ευθυμία μακαρίζει και ο Μέγας Αθανάσιος και την ονομάζει «σκίρτημα ψυχής επαγαλλομένης». Γράφει δε για τη μεγάλη ασκητική μορφή του καθηγητού της ερήμου και πνευματικού του πατρός Μεγάλου Αντωνίου τα εξής χαρακτηριστικά: «από της χαράς της ψυχής, ιλαρόν είχε το πρόσωπον . .
Ουδέποτε γαρ εταράττετο γαληνιώσης αυτού της ψυχής· ουδέποτε σκυθρωπός εγίνετο, χαιρούσης αυτού της διανοίας»7.
Αυτή η χαρά στόλιζε τα πρόσωπα των αγωνιστών της πίστεως και των Αγίων Μαρτύρων της Εκκλησίας. Αυτή η χαρά ήταν μόνιμος σύντροφος των Οσίων πατέρων και μητέρων, των οικιστών της ερήμου. Αυτή η ευθυμία σαν μία ουράνια κλίμακα τους ανέβαζε από τη γη προς τον ουρανό.
Αυτή τη χαρά, αυτή την ευθυμία ζητάμε καθημερινά να μας χαρίζει ο Θεός και μάλιστα στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, όπου επαναλαμβάνουμε μαζί με τους Αγίους μας, μαζί με ολόκληρη την Εκκλησία: «Πλήρωσον χαράς και ευφροσύνης τας καρδίας ημών»8 κι ακόμη: «Πλήρωσον το στόμα μου αινέσεώς σου, Κύριε, και χαράς έμπλησον τα χείλη μου, όπως υμνήσω την δόξαν σου»9.
Αδελφοί μου, με ευθυμία, με χαρά θα πορευθούμε στην καινούργια χρονιά, το 2014. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η ζωή είναι στίβος, έχει αγώνες και ιδρώτες, έχει κόπους και παλαίσματα. Με ευθυμία θα τα αντιμετωπίσουμε όλα. Με χαρά θα πρέπει να στρέφουμε το βλέμμα μας προς την αιωνιότητα, ώστε αυτά τα οποία συμβαίνουν σ' αυτήν τη ζωή να αποκτήσουν τις σωστές διαστάσεις τους.
Την καινούργια χρονιά, ας χρησιμοποιήσουμε ως όπλο την προσευχή, για να επικοινωνούμε μυστικά με τον Ουρανό, για να γεμίζουμε από χαρά.
Ας χρησιμοποιήσουμε ως άγκυρα ασφαλή και βεβαία την ελπίδα, που θα μας παρέχει την ευθυμία.
Η συμμετοχή μας, ακόμη, στη ζωή της Εκκλησίας και στα θεοσύστατα Μυστήριά της θα μας δώσει τη δυνατότητα να διατηρούμε μία χαρούμενη διάθεση, παρά τις δύσκολες πνευματικές καιρικές συνθήκες και τους μεγάλους ανέμους και τις θύελλες που ξεσπούν γύρω μας. Ο κυβερνήτης του σκάφους της Εκκλησίας μας βεβαιώνει: «Ου μη σε ανώ, ουδ’ ου μη σε εγκαταλίπω»10.
«Μη φοβείσθε»11, λοιπόν, αλλά «θαρσείτε»12 και «ευθυμείτε»13.
Αυτήν τη μεγάλη ημέρα, σας ασπάζομαι όλους στο όνομα του «σαρκί περιτμηθέντος» Κυρίου μας Ιησού Χριστού και σας εύχομαι υγεία, δύναμη και κουράγιο στο καράβι της ζωής, καθώς και εκπλήρωση κάθε ευγενούς επιθυμίας σας.
Χαίρετε, αδελφοί μου αγαπητοί!
Ευθυμείτε!
Καταρτίζεσθε!
Παρακαλείσθε!
Καί ο Θεός της αγάπης και της ειρήνης έσται μεθ' ημών!
Καλή χρονιά και ευλογημένη!
Με θερμές πατρικές ευχές
Ο Ε Π Ι Σ Κ Ο Π Ο Σ Σ Α Σ
Ο ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΖΕΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΥ ΑΠΕΛΠΙΖΕΙ


 

Ο ΣΕΒ. ΒΕΛΓΙΟΥ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ ΣΚΥΒΕΙ ΚΑΙ ΦΙΛΑ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΙΕΡΕΑ ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑ ΠΟΥ ΤΟΝ ΚΟΙΝΩΝΗΣΕ ΣΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΓΙΝΕ Η ΕΝΘΡΟΝΙΣΗ ΤΟΥ.


Ο ΣΕΒ. ΒΕΛΓΙΟΥ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ ΣΚΥΒΕΙ ΚΑΙ ΦΙΛΑ ΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟΥ ΑΙΡΕΣΙΑΡΧΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ ΠΑΠΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ ΟΤΑΝ ΩΣ ΒΟΗΘΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΣΙΝΩΠΗΣ ΠΑΡΕΣΤΗ ΣΤΗΝ ΘΡΟΝΙΚΗ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ.

ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΑΠΡΕΠΕΙΑ ΕΙΧΕ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΠΑ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ.
 
ΑΠΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΕΛΕΒΑΝΤΟΣ

Φώτης Κόντογλου, Τὸ βλογημένο μαντρί

 

Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ μὲ καθαρὴ καρδιά. Μία χρονιὰ λοιπόν, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε. Ἤτανε σὰν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μὲ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μὲ χοντροπάπουτσα στὰ ποδάρια του καὶ μ᾿ ἕνα ταγάρι περασμένο στὸν ὦμο του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν παίρνανε γιὰ διακονιάρη καὶ δὲν τ᾿ ἀνοίγανε τὴν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατὶ ἔβλεπε τὴν ἀπονιὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ συλλογιζότανε τοὺς φτωχοὺς ποὺ διακονεύουνε, ἐπειδὴς ἔχουνε ἀνάγκη, μ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.


Ἀφοῦ βολόδειρε(1) ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, κι ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ χῶρες πολλὲς κι ἀπὸ χιλιάδες χωριὰ καὶ πολιτεῖες, ἔφταξε στὰ ἑλληνικὰ τὰ μέρη, πού ῾ναι φτωχὸς κόσμος. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χωριὰ πρόκρινε τὰ πιὸ φτωχά, καὶ τράβηξε κατὰ κεῖ, ἀνάμεσα στὰ ξερὰ βουνὰ ποὺ βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά(2).

Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιᾶς βογκοῦσε, ἡ πλάση ἤτανε πολὺ ἄγρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν ἀκουγότανε, ἐξὸν ἀπὸ κανένα τσακάλι ποὺ γάβγιζε.

Ἀφοῦ περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπάγκιο ποὺ ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ῾να μικρὸ βουνό, κι εἶδε ἕνα μαντρὶ κολλημένο στὰ βράχια. Ἄνοιξε τὴν αὐλόπορτα ποὺ ἤτανε κανωμένη ἀπὸ ἄγρια ρουπάκια(3) καὶ μπῆκε στὴ μάντρα. Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ πιάσανε καὶ γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νὰ τὸν σκίσουνε· μά, σὰν πήγανε κοντά του, σκύψανε τὰ κεφάλια τους καὶ σερνόντανε στὰ ποδάρια του, γλείφανε τὰ χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καὶ κουνούσανε παρακαλεστικὰ τὶς οὐρές τους.

Ὁ Ἅγιος σίμωσε στὸ καλύβι τοῦ τσομπάνου καὶ χτύπησε τὴν πόρτα μὲ τὸ ραβδί του καὶ φώναξε:

«Ἐλεῆστε με, χριστιανοί, γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστὸς μᾶς διακόνεψε σὰν ἦρθε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!».

Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μὲ μαῦρα γένια· καὶ δίχως νὰ δεῖ καλὰ καλὰ ποιὸς χτυποῦσε τὴν πόρτα, εἶπε στὸ γέροντα:

«Πέρασε μέσα στ᾿ ἀρχοντικό μας νὰ ζεσταθεῖς! Καλὴ μέρα καὶ καλὴ χρονιά!».

Αὐτὸς ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα ποὺ βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα.

Μέσα στὴν καλύβα ἔφεγγε μὲ λιγοστὸ φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σὰν εἶδε στὸ φῶς πὼς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνασπάστηκε καὶ τό ῾βαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε καὶ τὴ γυναίκα του, ὡς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, ποὺ κουνοῦσε τὸ μωρό τους μέσα στὴν κούνια. Κι ἐκείνη πῆγε ταπεινὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι τοῦ γέροντα, κι εἶπε:

«Κόπιασε, παπποῦ, νὰ ξεκουραστεῖς».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στὴν πόρτα καὶ βλόγησε τὸ καλύβι κι εἶπε:

«Βλογημένοι νά ῾σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο τὸ σπιτικό σας! Τὰ πρόβατά σας νὰ πληθαίνουν ὡς τοῦ Ἰὼβ μετὰ τὴν πληγὴν καὶ ὡς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζί σας!».

Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι καὶ ξελόχισε(4) ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σὲ μία γωνιὰ τὸ ταγάρι του, ὕστερα ἔβγαλε τὸ μπαλωμένο τὸ ράσο του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του. Τὸν βάλανε κι ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιά, κι ἡ γυναίκα τοῦ ῾βαλε καὶ μία μαξιλάρα ν᾿ ἀκουμπήσει.

Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κι εἶδε γύρω του καὶ ξανάπε μέσα στὸ στόμα του:

«Βλογημένο νά ῾ναι τοῦτο τὸ καλύβι!».

Ὁ Γιάννης μπαινόβγαινε, γιὰ νὰ φέρει τό ῾να καὶ τ᾿ ἄλλο. Ἡ γυναίκα του μαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάριξε ξύλα στὴ φωτιά.

Μονομιᾶς φεγγοβόλησε τὸ καλύβι μὲ μίαν ἀλλιώτικη λάμψη καὶ ἐφάνηκε σὰν παλάτι. Τὰ δοκάρια σὰν νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οἱ πυτιὲς(5) ποὺ ἤτανε κρεμασμένες σὰν νὰ γινήκανε χρυσὰ καντήλια, καὶ τὰ τυροβόλια κι οἱ καρδάρες καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, λὲς κι ἤτανε διαμαντοκολλημένα. Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὴ φωτιὰ εὐωδιάζανε σὰν μοσκολίβανο καὶ δὲν τρίζανε, ὅπως τρίζανε τὰ ξύλα τῆς φωτιᾶς, παρὰ ψέλνανε σὰν τοὺς ἀγγέλους πού ῾ναι στὸν Παράδεισο.

Ὁ Γιάννης ἤτανε καλὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν ἔφτιαξε ὁ Θεός.

Φτωχὸς ἤτανε, εἶχε λιγοστὰ πρόβατα, μὰ πλούσια καρδιά: «Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια!». Ἤτανε αὐτὸς καλός, μὰ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα. Κι ὅποιος τύχαινε νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα τους, ἔτρωγε κι ἔπινε καὶ κοιμότανε. Κι ἂν ἤτανε καὶ πικραμένος, ἔβρισκε παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονὴ τῆς χάρης του, κι ἔδωσε τὴν εὐλογία του.

Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς οἰκουμένης, ἀρχόντοι, δεσποτάδες κι ἐπίσημοι ἀνθρώποι, πλὴν ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν τέτοιον ἄνθρωπο, παρὰ πῆγε στὸ μαντρὶ τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.

Σὰν βολέψανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸ γέροντα:

«Γέροντα, μεγάλη χαρὰ ἔχω ἀπόψε ποὺ ἦρθες, ν᾿ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς κανένα γράμμα, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἐκκλησία κοντά μας, μήτε κἂν ῥημοκλήσι. Ἐγὼ ἀγαπῶ πολὺ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας, κι ἂς μὴν τὰ καταλαβαίνω, γιατὶ εἶμαι ξύλο ἀπελέκητο. Μία φορὰ μᾶς ἦρθε ἕνας γέροντας Ἁγιονορίτης καὶ μᾶς ἄφησε τούτη τὴν ἁγιωτικὴ φυλλάδα, κι ἂν λάχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιὰ φορά, τὸν βάζω καὶ τὴ διαβάζει. Ἐγὼ ὅλα ὅλα τὰ γράμματα ποὺ ξέρω εἶναι τρία λόγια ποὺ τά ῾λεγε ἕνας γραμματιζούμενος, ποὺ ἔβγαζε λόγο στὸ χωριό, δυὸ ὧρες ἀπὸ δῶ, κι ἀπὸ τὶς πολλὲς φορὲς ποὺ τά ῾λεγε, τυπωθήκανε στὴ θύμησή μου. Αὐτὸς ὁ γραμματικὸς ἔλεγε καὶ ξανάλεγε: ῾Σκώνιτι οὐ μήτηρ του κι τοὺν ἀνισπάζιτι κι τοῦ λέγ᾿: Τέκνου μου! Τέκνου μου!᾿. Αὐτὰ τὰ γράμματα ξέρω...».

Ἤτανε μεσάνυχτα. Ὁ ἀγέρας βογγοῦσε. Ὁ Ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε ἀπάνου καὶ στάθηκε γυρισμένος κατὰ τὴν ἀνατολὴ κι ἔκανε τὸ σταυρό του τρεῖς φορές. Ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε ἀπὸ τὸ ταγάρι του μία φυλλάδα κι εἶπε:

«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων!».

Ὁ Γιάννης πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του καὶ σταύρωσε τὰ χέρια του. Ἡ γυναίκα του βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε κι ἐκείνη καὶ στάθηκε κοντὰ στὸν ἄντρα της.

Κι ὁ γέροντας εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», χωρὶς νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τ᾿ ἀπολυτίκιο, ποὺ λέγει : «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἔψελνε γλυκὰ καὶ ταπεινά, κι ὁ Γιάννης κι ἡ Γιάνναινα τὸν ἀκούγανε μὲ κατάνυξη καὶ κάνανε τὸ σταυρό τους. Κι εἶπε ὁ Ἅγιος Βασίλης τὸν ὄρθρο καὶ τὸν κανόνα τῆς ἑορτῆς «Δεῦτε λαοί, ἄσωμεν», χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του κανόνα «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κι ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κι ἔκανε ἀπόλυση.

Καθίσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπάρμπα - Μάρκος ὁ Βουβός, ποὺ τὸν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καὶ τὸν βοηθοῦσε.

Καί, σὰν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπιτα κι εἶπε:

«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».

Κι ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κι εἶπε: «τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τὸ δεύτερο κι εἶπε: «τῆς Παναγίας», κι ὕστερα ἔκοψε τὸ τρίτο καὶ δὲν εἶπε: «τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλὰ εἶπε: «τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου!».

Πετάγεται ὁ Γιάννης καὶ τοῦ λέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τὸν Ἅη-Βασίλη!».

Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

«Ἀλήθεια, τὸν ξέχασα!».

Κι ἔκοψε ἕνα κομμάτι κι εἶπε:

«Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου!».

Ὕστερα ἔκοψε πολλὰ κομμάτια, καὶ σὲ κάθε ἕνα ποὺ ἔκοβε ἔλεγε: «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ μωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Μάρκου τοῦ μογιλάλου(6)», «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».

Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στὸν Ἅγιο:

«Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιοσύνη σου;».

Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:

«Ἔκοψα, εὐλογημένε!».

Μὰ ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ καλότυχος!

Ἔστρωσε ἡ γυναίκα, γιὰ νὰ κοιμηθοῦνε. Σηκωθήκανε νὰ κάνουνε τὴν προσευχή τους. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τὶς ἀπαλάμες του κι εἶπε τὴν δική του τὴν εὐχή, ποὺ τὴ λέγει ὁ παπᾶς στὴ λειτουργία:

«Κύριος ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὔκ εἰμι ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἴνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου...».

Σὰν τελείωσε τὴν εὐχὴ κι ἑτοιμαζόντανε νὰ πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης :

«Ἐσύ, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, πές μας σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἅη-Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστεν ἁμαρτωλοὶ καὶ κακορίζικοι, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε!».

Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τὶς ἀπαλάμες του καὶ ξαναεῖπε τὴν εὐχὴ ἀλλιώτικα:

«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς, ἄξιός ἐστιν καὶ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καὶ τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».

Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.

Λεξιλόγιο
1. Βολοδέρνω - βασανίζομαι γυρνώντας ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ

2. Λεμπεσουριὰ - φτωχολογιά

3. Ρουπάκι - ἀγριοβελανιδιά

4. Ξελοχίζω - ζωηρεύω τὴ φωτιά

5. Πυτιὰ (ἡ) - μαγιὰ ἀπ᾿ τὴν ὁποία γίνεται τὸ τυρί

6. Μογιλάλος - βουβός

Εκείνος όπου θα ιατρευθεί από τα πάθη του, έγινε και χριστιανός


true-life-of-a-monk2

ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

Δια τούτο ανάγκη είναι να ιατρευθή η ασθένειά μας από τον Χριστόν, όπου ήλθεν εις την γην μόνος ιατρός αληθινός, δια να ιατρεύση τας ασθενείας μας, δια τας οποίας αμαρτάνομεν. Ότι ούτος εστίν ο Αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου. Η οποία είναι η ασθένεια της φθαρτής φύσεως η­μών. Διατί, αφ’ ου παρέβη ο Αδάμ την εντολήν του Θεού, και εξωρίσθη από τον παράδεισον, κάθε άνθρωπος έγινεν άρρωστος, και ασθενής.
….Λοιπόν εκείνος όπου ιατρευθή από τας ασθενείας του, έγινε και χριστιανός. Ει δε και έχει ακόμι ασθενείας απ’ αυτάς όπου είπαμεν, είναι φανερόν, πως δεν ιατρεύθη ακόμι. Και τούτο το παθαίνει, ή από άγνοιαν, ή από αλογίαν, ωσάν όπου δεν εξεύρει τι λέγει προς τον Θεόν, όταν προσεύχεται, και ποίας ασθενείας παρακαλεί τον Θεόν να του ιατρεύση. Και ανίσως αποθάνη ανιάτρευτος, θέλει καίεται πάντοτε μέσα εις την κόλασιν, και να μην ελευθερώνε­ται ποτέ από την φλόγα εκείνην. Δια τούτο πρέπει να κλαίη τινάς πικρώς εις τέτοιαν ελεεινήν κατάστασιν όπου εκαταντήσαμεν.
Άνθρωποι χριστιανοί να φωνάζουν νύκτα, και ημέραν το Άγιε επίσκεψαι, και ίασαι τας ασθενείας η­μών, και ο Κύριος να μη δύναται να τους ιατρεύση, με το να μην έχουν αυτοί είδησιν, ποίαις είναι οι ασθένειαίς τους, δια τας οποίας παρακα­λούν, και με όλον όπου αύται είναι τόσαι πολλαί, και διάφοροι. Αυτή είναι η αφορμή της απωλείας όπου χάνονται τόσοι χριστιανοί, και πτωχοί, και πλούσιοι, και άρχοντες, και ιδιώται, και νέοι, και γέροντες, και μοναχοί, και ιερείς. Διότι μία ιατρεία είναι τούτων όλων κοινώς των ασθενειών, η κοινωνία θείας φύσεως, ήγουν το να λάβη τινάς την θείαν χάριν.
Διότι κάθε άνθρωπος, ή σοφός, ή άσοφος, ή γνωστικός, ή ανόητος, ή στοχαστικός, ή αστόχαστος, ή παιδευμένος, ή απαίδευτος, ή πλούσιος, ή πτωχός, όσα καλά και αν κάμνη εις την παρουσαν ζωήν, όσα και αν αγωνίζεται, και κοπιάζη, ανίσως δεν συμβάλλουν, εις το να υγιάνη η ψυχή του από τας ασθενείας της, όλα εί­ναι μάταια, και ανωφελή, και κάμνουν την ψυχήν να μείνη έξω από την βασιλείαν των ουρανών. Διατί η βασιλεία των ουρανών δέχεται μόνον τας ψυχάς εκείνας όπου είναι υγιείς, και δεν έχουν καμμίαν ασθένειαν. 
…. Λοιπόν κάθε άνθρωπος ας μη καταγίνεται, μήτε ας επιμελήται εις την παρούσαν ζωήν δια άλλο τίποτε, έξω μόνον δια τούτο, πως να ευρεθή η ψυχή του εις την υστερινήν ημέραν του θανάτου του υγιή, και ελευθερωμένη από κάθε πάθος κοσμικόν, και σαρκικόν. 
 αναγκαίον είναι να ευρεθή εν ημέρα κρίσεως υγιής από τα πάθη της, δια να μη τα δράξη το πυρ της γεέννης, και την κρατήση μέσα εις την άσβεστόν του κάμινον, και την κατακαίη αιωνίως. Ότι το πυρ της γεέννης, δεν ημπορεί να καίει άλλους, αλλά μόνον εκείνους όπου έμειναν εις την παρούσαν ζωήν ανιάτρευτοι κατά τας ψυχάς τους, και ετζί ανιάτρευτοι επήγαν και εις την άλλην ζωήν.

πηγή:ΑΓΙΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΣ. ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
 
ΑΠΟ ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ

π. Νεκτάριος Αγιορείτης: Κρατάτε την Ευχή, έρχονται συγκλονιστικά γεγονότα...


Κήρυγμα πατρός Νεκτάριου (Μέρος 1ο)


Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Σιγά, αλλά σταθερά συντελείται η Οικουμενιστικοποίηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας !







Πηγή: "Amen"
Κυριακή 15.12.13:  Όρθρος και Πανηγυρική Θεία Λειτουργία ετελέσθη εις το Παρεκκλήσιο «Παναγία η Επισκέπτρια» εις το Μονακό, Χοροστατούντος της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχου.

Παρευρέθησαν: Ο Εξοχ. Πρωθυπουργός του Μονακό, ο Υπουργός των Εσωτερικών, ο  Καθολικός Αρχιεπίσκοπος του Πριγκιπάτου Bernard BARSI, ...αρκετοί Άρχοντες του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ο Πρόεδρος και τα Μέλη του Δ. Σ. της Ορθόδοξης Ελληνικής Κοινότητας Νίκαιας Κ. Ακτής-Μονακό,  οι Εκπρόσωποι όλων των άλλων Χριστιανικών Δογμάτων του Πριγκιπάτου και πλήθος Ορθοδόξων πιστών όλων των δικαιοδοσιών του Πριγκιπάτου και πλήθος πιστών προσήλθαν, παρακολούθησαν την Θ. Λειτουργία και μετέλαβαν της θ. Κοινωνίας. 

Οἱ καρδινάλιοι ἔγιναν τὸ ἀξεσουάρ τοῦ πατρ. Βαρθολομαίου: πανταχοῦ παρόντες!


Στην αντιφώνησή του ο Ιερατικώς Προϊστάμενος, πρωτοπρεσβύτερος Μιχαήλ ΣΕΛΙΝΙΩΤΑΚΗΣ (ὁ ὁποῖος ἐτιμήθη ἀπὸ τὸν Πατριάρχη) ἀνταπέδωσε, καὶ μεταξύ άλλων είπε:

 




Παναγιώτατε,

Πέραν και πάνω από λαούς, κράτη και εποχές, πέραν από ανθρώπινες αδυναμίες και σύνορα, πέραν από νεκρούς κι άκαμπτους  τύπους και κανόνες, ο χριστιανισμός μόνον ενωμένος κι οικουμενικός μπορεί να διαπεράσει τον κόσμο με το μήνυμα της αγάπης. Μόνον ενωμένος μπορεί ν’ ανοίξει διάπλατα τις ανθρώπινες ψυχές και να συμβάλει αποφασιστικά σ’ έναν καλύτερο κόσμο. Κι αυτή την ενότητα, Παναγιώτατε, την συμβολίζετε Εσείς!

Οι επισκέψεις ενός Προτεστάντη πρώην Μάρτυρα τού Ιεχωβά σε δύο συγχρόνους αγίους


Ο Μιχάλης υπήρξε ένας από τούς πρώτους που εγκατέλειψαν τη Σκοπιά λόγω "αποστασίας" κατά το αποστατικό κίνημα τής δεκαετίας τού 1980 από τη Σκοπιά, και ένας από τούς πρώτους πρώην Μάρτυρες τού Ιεχωβά που εντάχθηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία τότε. Υπήρξε μάλιστα δάσκαλος πολλών Μαρτύρων τού Ιεχωβά, στο δρόμο τους προς την Ορθοδοξία από τότε ως σήμερα. Ο λόγος δημοσίευσης τού αποσπάσματος αυτού, είναι να καταδειχθεί ο καταλυτικός ρόλος συγχρόνων αγίων Πατέρων πίσω από τη μεταστροφή εκατοντάδων Μαρτύρων τού Ιεχωβά στην Εκκλησία, καθώς έλαμψαν σαν φωστήρες με την αγιότητά τους, εκπλήσσοντας έμπρακτα τούς αλλοδόξους και οδηγώντας τους σε μετάνοια και αποδοχή τής αληθινής πίστης. Με αφορμή την πρόσφατη αγιοκατάταξη τού αγίου Πορφυρίου, το παρακάτω απόσπασμα είναι μία μικρή συμβολή για το διακριτικό ρόλο τών συγχρόνων γερόντων τής Ορθοδοξίας πίσω από τη σωτηρία πλήθους ανθρώπων.
Συνάντηση με τον άγιο Πορφύριο στον Ωρωπό

Μιχάλης: ...

Λοιπόν, τότε κάποια στιγμή, ο πατέρας μου, μου λέει: «Κοίταξε, με τόσους πας, ας πούμε. Να φωνάξουμε κι έναν Ορθόδοξο, να κάνετε μία συζήτηση; Μια συζήτηση!» Εγώ, βλέποντας ότι αδίκως, είχα κατα-ταλαιπωρήσει τόσο πολύ τους γονείς μου, ε, λέω: Ξεφτίλα αυτό! «Κανόνισε μία συνάντηση!». Λέει: «Θα είναι και ο Μηνάς ο Αναστασάκης», για τον οποίον είχα πάρα πολύ καλή άποψη, ήταν ένας άνθρωπος ήπιος, με σεβασμό στον συνομιλητή του…

Κανονίζουμε λοιπόν μια συνάντηση στο πατρικό μου, κι έρχεται σαν προσκεκλημένος και ο Σωτηρόπουλος. Κάνουμε λοιπόν μια συνάντηση εκεί, η οποία κράτησε 3,5 περίπου ώρες, μιλήσαμε για διάφορα θέματα. Συγκράτησα κάποια χωρία, αλλά βέβαια ήταν ανταλλαγή εδαφίων, εν είδει πετροπολέμου, ας πούμε!

 

Νίκος: Ναι, ναι! Σκόρπια που δεν βγάζεις νόημα στο τέλος!

 

Μιχάλης: Βέβαια, εγώ πήγα κι έλεγξα στο τέλος τα χωρία αυτά, δεν πίστευα όπως αντιλαμβάνεσαι, τα περί «ειδικής ιεροσύνης». Κάποια όμως από τα χωρία αυτά… Και το περί Τριάδος θέμα έτσι;

 

Νίκος: Δεν τα δεχόσουν αυτά.

 

Μιχάλης: Με τίποτα! Δεν δεχόμουνα πάρα πολλά Νίκο μου! Δηλαδή, δεν είχα «αποτοξινωθεί» από τις ψευδο-διδασκαλίες των ΜτΙ, και βέβαια και πολλές από τις Προτεσταντικές διδασκαλίες. Είδες, σου λέω, αισθανόμουνα πιο οικείο τον χώρο των Προτεσταντών. Διάβαζα βιβλία τους, διάβαζα σχολιολόγια, εκεί ανάμεσα.

Στο τέλος λοιπόν της συζήτησης, (καλή του ώρα), ο Σωτηρόπουλος μου λέει: «Αν μη τι άλλο, εμείς στην Ορθοδοξία έχουμε και Αγίους». Εγώ βέβαια, πίστευα πως οι άγιοι, είναι μια νομική (να το πω έτσι), έννοια, ένας νομικός όρος, και ότι όσοι ανήκουν στην Καινή Διαθήκη, ονομάζονται άγιοι. Αλλά απ’ την άλλη τη μεριά, ήξερα, (λόγω της παιδείας μου), με ποια έννοια το έλεγε, ο Θεολόγος αυτός, ο κος Σωτηρόπουλος, και του λέω: «-Μπορώ να γνωρίσω κανέναν τέτοιον;» Μου λέει: «-Βέβαια! Ένας μάλιστα (μου λέει), είναι κι εδώ κοντά!» Του λέω: «-Μπορείτε να μου κλείσετε ένα ραντεβού;» (γέλια). «-Δεν χρειάζεται (μου λέει) ραντεβού». Μου είπε κάποια περιοχή.

Έψαχνα, όπως σου είπα. Παρ’ όλο που είχα τις απόψεις μου και τις αντιλήψεις μου, εν τούτοις ήμουν ανοιχτός στα πράγματα. Γιατί πίστευα ότι δεν είχα βρει την αλήθεια. Κι όπως επίσης, θεωρούσα ότι παντού υπάρχουνε άνθρωποι του Θεού. Βέβαια, δεν θεωρούσα ότι υπάρχουν στην Ορθοδοξία, έτσι; (γέλια). (Άγιοι με την αντίληψη των Ορθοδόξων, έτσι;)

Πήγα λοιπόν εκεί, με σκοπό να πάω να τσακωθώ μαζί του, να του πω ότι: «Δεν ντρέπεστε, που οδηγείτε, ως ταγοί, τον κόσμο εδώ και τόσους αιώνες, στο σκοταδισμό και στην ειδωλολατρεία…» και όλα αυτά τα γνωστά…

 

Νίκος: Αυτά που λένε οι Προτεστάντες.

 

Μιχάλης: Ναι, ναι, ακριβώς!

Πήγα λοιπόν εκεί πέρα, ένα πρωινό, περίμενα απ’ έξω μέχρι να με δεχθεί, και προβληματιζόμουνα και πώς να τον προσφωνήσω, γιατί ναι μεν είχα μάθει ότι ο άνθρωπος αυτός ήτανε μεγάλης ηλικίας, (82 ετών), αλλά να τον πω: «πάτερ», δεν μου πήγαινε με τίποτα. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τον προσφωνήσω έτσι. Απ’ την άλλη τη μεριά, με τ’ όνομά του, δεν είχαμε την ίδια ηλικία, ούτε γνωριζόμασταν από παλιά για να έχω τέτοια οικειότητα…

 

Νίκος: Ή δεν μπορούσες γιατί ήταν ασυνήθιστο, δεν τον έλεγε άλλος έτσι…

 

Μιχάλης: Ναι, θα ‘ταν σαν να τον προσέβαλλα ας πούμε.

Λέω: «Θα σας πω γέροντα». Δεν ήξερα ότι υπάρχει αυτή η ορολογία. Αλλά λέω: «Γέροντας είναι πρεσβύτερος. Πρεσβύτεροι ήταν οι 70 Πρεσβύτεροι που είχαν ανέβει επάνω στο όρος μαζί με τον Μωυσή στην αρχή. Εδώ είναι και απ’ τη μια μεριά προσδιοριστικό της ηλικίας, από την άλλη μεριά, δεν τον προσβάλλω, εν πάση περιπτώσει».

 

Νίκος: Μόνος σου πήγες;

 

Μιχάλης: Δεν θυμάμαι να σου πω.

Περιμένοντας απ’ έξω, έκανα αυτές τις σκέψεις. Κι όπως σας είπα και προηγουμένως, σκεφτόμουνα να του επιτεθώ.

 

Νίκος: Οι δικοί σου το ξέρανε ότι θα πας τη συγκεκριμένη μέρα; Ή μόνος σου έτσι μια μέρα σηκώθηκες και πήγες;

 

Μιχάλης: Νομίζω το ξέρανε.

Μπαίνω λοιπόν μέσα, μου λέει: «Καλώς τον! Πώς σε λένε;» «-Μιχάλη», του λέω. «-Τι ήρθες (μου λέει) Μιχάλη; Αφού δεν πιστεύουμε το ίδιο πράγμα».

Εγώ άλλαξα «τον δίσκο» που λένε, τον έβαλα απ’ την άλλη μεριά. Του λέω: «-Γιατί δεν πιστεύουμε το ίδιο πράγμα;» Δηλαδή ενώ πήγα να του πω ότι πράγματι δεν πιστεύουμε το ίδιο πράγμα, όταν μου είπε έτσι, λέω, «θ’ αλλάξω πολιτική», ας πούμε. Και μου λέει ότι «δεν πιστεύουμε στον Χριστό με τον ίδιο τρόπο».

Μία ατμόσφαιρα πάρα πολύ οικεία, ένας άνθρωπος πάρα πολύ γλυκός, από τον οποίο ξεχείλιζε αγάπη και ειρήνη. Εμένα μου έφυγε η διάθεση η πολεμική, η επιθετική. Μπήκα σε μια διαδικασία, κι ο άνθρωπος αυτός, άρχισε να μου λέει με μια παρά πολύ μεγάλη απλότητα, (έτσι όπως μιλάμε τώρα), πράγματα που τα ήξερα μόνο εγώ. Ούτε και οι γονείς μου. Δηλαδή που ήξεραν ότι θα πήγαινα, δεν ήξεραν αυτά τα πράγματα. Γιατί ήτανε πράγματα προσωπικά, δικά μου.

Μου αποκάλυψε πάρα πολλά πράγματα. Και για μένα, και για τον αδελφό μου, που τότε υπηρετούσε στη Λήμνο.

 

Νίκος: Πράγματα που τα ‘ξερες;

 

Μιχάλης: Πράγματα που τα ‘ξερα και πράγματα που δεν τα ‘ξερα. Για την γυναίκα μου την Ελένη, τι χαρακτήρες είμαστε, εξέφρασε προβληματισμό και αναφέρθηκε στα παιδιά που θα κάνουμε, ενώ δεν είχα παιδιά ακόμα, και, να μην τα πολυλογώ, μου είπε πράγματα τα οποία ήτανε πολύ εντυπωσιακά, για μένα.

Εμένα τότε μου ήρθε στο μυαλό, να του αποσπάσω κάποια δήλωση, με ποιο τρόπο τα κάνει αυτά. Και μου ήρθε πάλι στο μυαλό, ότι «δεν δύναται κανείς να πει Κύριο τον Ιησού, ειμί εν Πνεύματι Αγίω» (Α΄ Κορινθίους 12/ιβ: 3).

 

Νίκος: Το σύστημα διάκρισης της Γραφής.

 

Μιχάλης: Ναι, ναι!

Του λέω λοιπόν: «Εσείς από πού τα ξέρετε αυτά;» και ενώ ήτανε πολύ ταπεινός άνθρωπος, σ’ αυτό το σημείο ήταν πάρα πολύ σαφής. Μου λέει: «-Με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος». Κι άρχισε να μου μιλάει και για την Ορθοδοξία, μ’ έναν πολύ απλό και γλυκό τρόπο, και εν πλήρη ελευθερία, σεβόμενος δηλαδή την θέση και την ελευθερία μου, χωρίς να με καταπιέσει καθόλου, και μου λέει: «Τόσα διαβάζεις. Διάβασε και πώς ερμηνεύουν την Αγία Γραφή και οι δικοί μας Πατέρες της Εκκλησίας». Κι επίσης, μου μίλησε για τα θαύματα που γίνονται στην Ορθοδοξία, και μ’ έναν πάρα πολύ απλό και γλυκό τρόπο, μου λέει: «Είναι ωραία η πίστη μας». Και μού ‘πε και ένα σωρό άλλα πράγματα, μετά.

Υπ’ όψιν δε, ότι εγώ δεν του είχα ασπαστεί το χέρι, όπως είναι φυσικό, έτσι δεν είναι; Εδώ σας λέω, ότι δεν μπορούσα καν να τον αποκαλέσω «Πάτερ». Όση ώρα ήμουν εκεί, ένιωθα υπέροχα, έτσι όπως δεν είχα νιώσει πουθενά αλλού, και φεύγοντας, αντί να του ασπαστώ εγώ το χέρι, μου το ασπάστηκε εκείνος. (γέλια). 82 ετών! Κι εγώ τότε 27!

Φεύγοντας από εκεί, κατ’ αρχήν ένιωθα λες και βρισκόμουνα σε άλλο κόσμο, μου συνέβησαν και κάποιοι πειρασμοί, που θα έπρεπε κάτω από άλλες συνθήκες να με κάνουνε να εκνευριστώ, αλλά εγώ λες κι ήμουνα αλλού. Δεν καταλάβαινα τίποτα απ’ αυτά. Και ταυτόχρονα, (κάτι το οποίο το είπα σ’ όλους τους γνωστούς μου τότε...), λέω: «ξέρετε πόσο πολύ κόσμο έχω γνωρίσει. Και ανθρώπους που ήταν από απλοί άνθρωποι, που δεν έχουν κανένα επάγγελμα, ανεπάγγελτοι ας πούμε, που δεν έχουν καμία μόρφωση, μέχρι καθηγητές Πανεπιστημίου, ανθρώπους δηλαδή όλων των βαθμίδων και των τάξεων. Δεν έχω γνωρίσει (λέω) άλλον τέτοιον άνθρωπο, και αισθανόμουνα, ότι έχω μ’ εκείνον τέτοια διαφορά, όσο διαφέρω εγώ από έναν σκύλο». Πραγματικά αυτή είναι η κουβέντα που έλεγα σε όλους.

Υπ’ όψιν δε, ο μακαριστός ο γέροντας ο Πορφύριος, ήταν όπως είναι γνωστό, άνθρωπος που είχε τελειώσει και τη Δευτέρα Δημοτικού. Και τους έλεγα: «Πάμε, θα σας πάω εγώ, να τον γνωρίσετε. Θα σας πάω και θα σας φέρω. Μόνο να τον γνωρίσετε».

 

Νίκος: Πήγανε;

 

Μιχάλης: Δεν πήγε κανένας! Ούτε ένας!

 

Νίκος: Η προκατάληψη που λέγαμε.

 

Μιχάλης: Ούτε ένας! Μιλάμε με ανθρώπους με τους οποίους κάναμε έρευνα (υποτίθεται). Και ενώ ήξεραν. Δεν είναι, να πεις, ότι είχαν έναν άνθρωπο μπροστά τους, ο οποίος είτε δεν είχε κρίση, είτε ήταν εύπιστος, είτε ήταν προκατειλημμένος υπέρ της Ορθοδοξίας. Σε καμία περίπτωση! Κι όταν έφυγα απ’ τον γέροντα, πάλι δεν πίστευα ότι η Ορθοδοξία ήταν η σωστή πίστη.

 

Νίκος: Με τον Αγάπιο πάλι μετά από χρόνια τα είπατε, ε;

 

Μιχάλης: Ναι, ναι.

 

Νίκος: Όταν ήτανε πλέον κι αυτός Ορθόδοξος, με άλλο τρόπο.

 

Μιχάλης: Ναι, ναι, ναι. Δόξα τω Θεώ!

Λοιπόν. Πέρασε αυτό το πράγμα, εγώ επέμενα όπως σας είπα, κανένας δεν ακολούθησε, ο καθένας με τη δικαιολογία του, εν πάση περιπτώσει…

 

Επίσκεψη στον γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη

Νίκος: Και το θέμα του δόγματος; Το Τριαδικό και λοιπά πώς…

 

Μιχάλης: Κοίταξε να δεις. Σ’ εμένα ήτανε σε εκκρεμότητα και το ζήτημα της Στράτευσης. Οπότε, μετά από καιρό, λέω: «θα πάω επάνω στο Άγιον Όρος, ναι μεν μπορεί να μην πιστεύω στην Ορθοδοξία, αλλά όπως βρήκα έναν άνθρωπο τέτοιο, θα πάω να βρω και κανέναν ακόμα», ας πούμε. Και πράγματι, με τη Χάρη του Θεού, όταν ανέβηκα (να φανταστείτε), πάλι δεν είχα ξεπεράσει όλα αυτά τα θέματα, δηλαδή δεν μπορούσα να μπω σε Εκκλησία.

 

Νίκος: Πόσο καιρό μετά τη συνάντηση με γέροντα;

 

Μιχάλης: Δεν θυμάμαι. Δεν πρέπει να ήταν και πολλά χρόνια. Να ‘τανε κάνας χρόνος; Να ήτανε μήνες; Δεν θυμάμαι. Δεν μπορούσα να μπω σε Εκκλησία. Δεν εκφραζόμουνα, ούτε έλεγα «Πάτερ» στους Ιερείς εκεί ή στους μοναχούς, καθόλου,  τίποτα. Αλλά λέω: «Θα πάω να γνωρίσω κάποιον ακόμα. Δεν μπορεί να είναι μόνο ένας, ας πούμε». Και τότε με αξίωσε ο Θεός και γνώρισα τον γέροντα τον Παϊσιο.

 

Νίκος: Αααα! Πήγες και σ’ αυτόν!

 

Μιχάλης: Ναι, ναι!

 

Νίκος: Για πες μας λίγα λόγια και για τον Παϊσιο τότε, μια και το είπαμε κι αυτό.

 

Μιχάλης: Είχα πάει με άλλους δύο συμμαθητές μου από το σχολείο, οι οποίοι ψάχνονταν έτσι κι εκείνοι. Πήγαμε στο γέροντα, και όταν φτάσαμε κατ’ αρχήν πάνω στις Καρυές, και μέχρι να φτάσουμε εκεί στο κελί του στην Παναγούδα, είχε πάει Απόγευμα. Ήτανε τέλος Οκτωβρίου, και ψιλόριχνε βροχή. Καθίσαμε απ’ έξω, βρήκαμε κλειστά το κελί, είχε απ’ έξω ένα κουτάκι με λουκούμια, με ένα χαρτάκι που έγραφε: «πάρτε, είναι ευλογία», πήραμε το λουκουμάκι μας, περιμέναμε μήπως βγει ο γέροντας, είχαμε αρχίσει να απελπιζόμαστε, ψιλόριχνε, όπως είπα και προηγουμένως βροχή…

Κάποια στιγμή βλέπουμε το γέροντα και βγαίνει έξω. Και μάλιστα κρατούσε και τέσσερα βουτήματα. Δεν άργησε να περάσει από το μυαλό μου η σκέψη, (γιατί είχα ακούσει ότι λέγανε έτσι και γι’ αυτόν, ότι έχει χαρίσματα κ.τ.λπ.), ότι: «Τι σόι χαρισματικός είναι, αφού είμαστε τρεις και έχει τέσσερα βουτήματα;»

 

Νίκος: Πήγατε επί τούτου δηλαδή στο Γέροντα, γνωρίζοντας ότι είναι χαρισματικός;

 

Μιχάλης: Ναι, είχαμε ακούσει.

Όπως σου είπα, ένας από τους προβληματισμούς μου, ήτανε και το θέμα της Στράτευσης. Αν πρέπει να υπηρετούμε Στρατιωτική Θητεία, ή αν είναι λογική αυτή η αντίρρηση συνειδήσεως.

Λέει: «Τι θέλετε βρε παιδιά και έρχεστε και μου χαλάτε και τον ασύρματο;» Εννοούσε την Πνευματική του Επικοινωνία με την προσευχή με τον Θεό. Παίρνω εγώ έτσι το λόγο, και του λέω: «Μπας και φτιάξουμε λίγο το δικό μας» (γέλια). Μας είπε έτσι δυο – τρία λογάκια, και αφού πέρασαν έτσι 3-4 λεπτά, έρχεται και κάποιος μόνος του. Και του δίνει και το τέταρτο λοιπόν το βούτημα. Λέει: «Αφήστε με τώρα, και ελάτε αύριο».

Πράγματι λοιπόν, σηκωθήκαμε, φύγαμε, πήγαμε αρκετή ώρα δρόμο, και διανυκτερεύσαμε στην Iβήρων, και την την επομένη το πρωί πάλι πίσω, για να δούμε το γέροντα.

Είδε κάποιους, τον έναν από εμάς μάλιστα του οποίου είχε πεθάνει ο πατέρας, και δε φαινόταν ότι θα μας έβλεπε. Ήτανε και κάποιοι άλλοι επισκέπτες ας πούμε, δεν φαινόταν ότι θα μας έβλεπε. Λέει, «οι υπόλοιποι γράψτε τα ονόματά σας, για προσευχή».

Ξαφνικά εμάς, κάποια στιγμή μας φώναξε. Και μαζευτήκαμε μια παρέα, θα ‘τανε οι δυο μας από την παρέα, (γιατί τον τρίτο τον είχε δει κατ’ ιδίαν), και άλλοι τρεις τέσσερις. Άσχετοι μεταξύ μας, Άρχισε ο γέροντας να λέει διάφορα πράγματα, για την εποχή μας, είχε πει κάποια πράγματα για τον Αντίχριστο, και από την Αποκάλυψη, και βρήκα εγώ την ευκαιρία και την αφορμή, και τον ρώτησα κάτι για την Αποκάλυψη, την οποία τη διάβαζα έντονα, και τότε γυρνάει ο γέροντας και μου λέει ότι: «για να καταλάβει κανένας την Αποκάλυψη, πρέπει να έχει και την καθαρότητα του Ιωάννου». Και έκτοτε, δεν έκανα ούτε ερώτηση ποτέ βέβαια, ούτε καταπιάστηκα έτσι πιο έντονα με το βιβλίο αυτό της Αποκαλύψεως.

Εκεί που έκανε λοιπόν έναν μονόλογο ο γέροντας και έπιανε διάφορα θέματα, γυρνάει και προς εμένα, και με κοιτάζει, και άρχισε να αναπτύσσει το θέμα των Αντιρρησιών Συνειδήσεως. (γέλια). Χωρίς να έχω πει εγώ τίποτε. Έτσι!

Είπε διάφορα πράγματα, εν πάση περιπτώσει, τα οποία εμένα με εκάλυψαν πλήρως. Δηλαδή ήταν η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα που ήθελα να ακούσω. Και όπως την άρχισε την κουβέντα, χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα, έτσι την τελείωσε, πάλι πιάνοντας ένα άλλο θέμα, και ούτε να ρωτήσω, ούτε να απαντήσω. Έτσι, τίποτα. Έκανε έναν μονόλογο, και έπιανε διάφορα θέματα. Στο συγκεκριμένο θέμα, κατευθύνθηκε προς εμένα, χωρίς να το καταλάβουνε βέβαια οι υπόλοιποι, και απάντησε στο ζήτημα για το οποίο ήθελα να τον ρωτήσω.

Πήγαμε και σε άλλες μονές, πάλι κι εκεί, τρώγαμε, πίναμε, κοιμόμασταν, στην Εκκλησία δε μπαίναμε… τότε, τελευταία φτάσαμε στη Νέα Σκήτη, όπου τελικά γνώρισα τον νυν Ηγούμενο της Μονής Βατοπεδίου, ήταν από τη συνοδεία του γέροντα του Ιωσήφ, που τώρα (2008) είναι στη Μονή του Βατοπεδίου, όπου ήταν και ο τάφος, (έχει γίνει και παρεκκλήσιο), του γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστού, και ήταν ο πατέρας Ευφραίμ, που τώρα είναι και Ηγούμενος του Βατοπεδίου. Ήθελα να δω τον γέροντα Ιωσήφ. Δεν ήταν. Ήταν εκτός Όρους. Κάναμε κάποιες συζητήσεις εκεί με τον νυν Ηγούμενο της Μονής Βατοπεδίου, και εκεί, στον τάφο του μακαριστού, του αγιασμένου γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστού, ήταν που εξομολογήθηκα κιόλας για πρώτη φορά. Την επομένη μέρα, λειτουργηθήκαμε, (ήταν των Αγίων Αναργύρων, 1η Νοεμβρίου), και αμέσως μετά από τη Θεία Λειτουργία, φύγαμε, και επιστρέψαμε από το Άγιον Όρος.

Από τότε, με τη Χάρη του Θεού, σιγά – σιγά, αργότερα, (αρκετά αργότερα), έγινε το Χρίσμα, ο Γάμος, η Βάπτιση των παιδιών, (του Χάρη δηλαδή, δεν είχαμε τη Δήμητρα), και είχαμε πάει και στο γέροντα τον μακαριστό τον Πορφύριο, (είχα πάει και μ’ άλλους φίλους στο γέροντα τον Πορφύριο), όπου ήταν εντυπωσιακό να βλέπεις να τους αποκαλύπτει μπροστά στα μάτια σου (ας πούμε), τη ζωή τους, πολλά απ’ αυτά τα πράγματα τα ήξερα εγώ, γιατί ήμασταν από μικροί μαζί, και ταυτόχρονα Νίκο μου, (και λέω έτσι και συγκλονίζομαι), να αισθάνεται κανένας, τη χαρά του Παραδείσου. Μια απόκοσμη κατάσταση. Μια χαρά και μια ειρήνη απέραντη και απερίγραπτη...

Η Δύναμη της Αγιότητας στα Γεγονότα που Έρχονται


Ι. Μ. Πειραιώς: «Είναι αιρετικές οι θέσεις του Δημητριάδος Ιγνατίου στην Ημερίδα των Παπικών….»


Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: ΑΙΡΕΤΙΚΑΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΗΝ Β´ ΒΑΤΙΚΑΝΗΝ ΣΥΝΟΔΟΝ
σεραφείμ-πειραιώς-ιγνατιοσ-δημητριάδος
Ἀπάντησις εἰς ὅλας τὰς κακοδόξους θέσεις, τὰς ὁποίας διετύπωσεν εἰς τὴν ἡμερίδα. Ἀνεφέρθη εἰς τοὺς θεολογικοὺς διαλόγους, ἀλλὰ οὐδὲν εἶπε διὰ τὰς δογματικὰς διαφοράς, τὸ πρωτεῖον κ.λπ. Ἡ «ἀγαπολογία» καὶ τὰ ἀμείλικτα ἐρωτήματα πρὸς τὸν Σεβ. Δημητριάδος. Αἱ θεωρίαι περὶ διηρημένης ἐκκλησίας καὶ ἡ περιθωριοποίησις τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Αἱ… ἀδελφαὶ «Ἐκκλησίαι».
Η Ἱ. Μητρόπολις Πειραιῶς (Γραφεῖον Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν)μὲ πολυσέλιδον ἀνακοίνωσίν της ὑποστηρίζει ὅτι αἱ θέσεις καὶ αἱ ἀπόψεις, τὰς ὁποίας διετύπωσεν ὁ Σεβ. Δημητριάδος εἰς τὴν πρόσφατον παπικὴν ἡμερίδα (Λεόντειος Σχολὴ) διὰ τὴν Β´ Βατικανὴν Σύνοδον εἶναι κακόδοξοι, αἱρετικαὶ καὶ ἀντιπατερικαί. Παραθέτομεν ὁλόκληρον τὴν ἀνακοίνωσιν, μὲ τὴν ὁποίαν ἀνατρέπονται ὅλαι αἱ «κακόδοξοι καὶ αἱρετικαὶ θέσεις καὶ ἀπόψεις» τοῦ Σεβ. Δημητριάδος.

Ἀντιπατερικαὶ θέσεις
Τὸ πλῆρες κείμενον τῆς ἀνακοινώσεως ὑπὸ ἡμερομηνίαν 10ην Δεκεμβρίου, ἔχει ὡς ἀκολούθως:
«Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος καὶ Ἁλμυροῦ κ. Ἰγνατίου καὶ μάλιστα μὲ εἰσήγησή του σὲ Ἡμερίδα, ποὺ ὀργάνωσε ἡ ἱεραρχία τῆς “Καθολικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος” στὸ Λεόντειο Λύκειο Πατησίων στὶς 9 Νοεμβρίου μὲ θέμα: “Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος Βατικανοῦ, 50 χρόνια Πίστης καὶ Ἐλπίδας”, ἀλλὰ καὶ τὰ ὅσα διετύπωσε στὴν εἰσήγησή του αὐτή, δημιουργοῦν θλίψη καὶ ὀδύνη στὸν κλῆρο καὶ στὸν πιστὸ λαὸ τῆς Ἐκκλησίας.Μὲ δεδομένη τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ πρόσωπό του καὶ τὴν ὀφειλομένη τιμὴ πρὸς τὸ ἀρχιερατικό του ἀξίωμα, ὅπως ἐπίσης μὲ τὴν ἐξ᾽ ἴσου δεδομένη ἄπειρη ὀφειλόμενη ἀγάπη πρὸς τὴν Ἀλήθεια−Χριστὸς καὶ τὴν φιλτάτη μας Ὀρθοδοξία, προχωροῦμε στὶς γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν, πρὸς ἀνασκευὴ καὶ ἀνατροπὴ κακοδόξων θέσεων καὶ θεωριῶν, τὶς ὁποῖες διετύπωσε.
Μία πρώτη γενικὴ παρατήρησή μας εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ὁμιλία του ὁ ἐν λόγῳ Ἱεράρχης ἐκφράζει στοχασμούς, προσωπικές του θέσεις καὶ ἀπόψεις, τὶς ὁποῖες ἀδυνατεῖ νὰ θεμελιώσει πάνω στοὺς Ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴν εἰσήγησή του δὲν ὑπάρχουν πουθενὰ Πατερικὲς παραπομπές. Καὶ αὐτὸ βέβαια ἦταν φυσικὸ καὶ ἀναμενόμενο, διότι ὡς ἐκφραστὴς τῆς Μεταπατερικῆς “θεολογίας” περιθωριοποιεῖ καὶ παραμερίζει τὴν αὐθεντία τῶν Πατέρων καὶ θέτει ἑαυτὸν ὑπεράνω αὐτῶν, γιὰ νὰ προβάλει τὶς ἰδικές του θέσεις.
Αἱ κακοδοξίαι τους
Μία πρώτη κακόδοξη θέση του, ποὺ διατυπώνεται ἤδη στὴν πρώτη φράση τῆς εἰσηγήσεώς του εἶναι ὅτι ἀποκαλεῖ τὴν παπικὴ παρασυναγωγὴ ὡς Ἐκκλησία: “Ἡ Β΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἀποτελεῖ μεγάλο ἱστορικὸ γεγονὸς ὄχι μόνο γιὰ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸν χριστιανικὸ κόσμο”. Τὸ ὅτι ὁ Παπισμὸς εἶναι αἵρεση στὴ διαχρονικὴ συνείδηση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα μιὰ ἀπὸ τὶς φοβερότερες αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς μας μὲ πλῆθος αἱρετικῶν θεωριῶν, ἀποδεικνύεται ἀπὸ ἕνα πλῆθος Ὀρθοδόξων Συνόδων [1], στὶς ὁποῖες ἔχει χαρακτηριστῆ καὶ καταδικαστῆ ὡς τοιαύτη, μὲ πρώτη αὐτὴν τῆς Κωνσταντινουπόλεωςτοῦ 879−880 ἐπὶ Μεγάλου Φωτίου, ἡ ὁποία ἀσχολήθηκε μὲ τὴν αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Filioque. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ θεωρεῖται στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἡ Η΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἐπειδὴ σ’αὐτὴ συμμετεῖχαν ἐκπρόσωποι ὅλων τῶν Πατριαρχείων καὶ τοῦ τότε Ὀρθοδόξου Πάπα τῆς Ρώμης Ἰωάννου τοῦ Η΄ καὶ οἱ ἀποφάσεις της ἔγιναν ὁμόφωνα ἀποδεκτές. Δεύτερη δὲ μεγάλη σὲ σπουδαιότητα Σύνοδο, ποὺ θεωρεῖται στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἡ Θ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, ἀναφέρουμε αὐτή τῆς Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1341 ἐπὶ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Πέραν αὐτοῦ ὅλοι οἱ μετὰ τὸ σχίσμα τοῦ 1054 Ἅγιοι Πατέρες καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ὁ Ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς κ.ἄ. χαρακτηρίζουν ἀπερίφραστα τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση.[2]
Ἡ ψευδοσύνοδος τῶν αἱρετικῶν
Ἐπίσης ὁ Σεβασμιώτατος θεωρεῖ τὴν Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ ὡς “μεγάλο ἱστορικὸ γεγονὸς ὄχι μόνο γιὰ τὴ Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ γιὰ ὁλόκληρο τὸ χριστιανικὸ κόσμο… ἐλπίζουμε γιὰ τὸ μέλλον τῶν σχέσεων τῶν δύο μεγάλων παραδόσεων τοῦ Χριστιανισμοῦ μὲ βάση τὶς ἀρχές, ποὺ ἔθεσε ἡ Β΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ”. Πότε ὅμως στὸ παρελθὸν ὑπῆρξε γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς Πατέρες μεγάλο ἱστορικὸ γεγονὸς ψευδοσύνοδος τῶν αἱρετικῶν; Μπορεῖ νὰ μᾶς ἀναφέρει ἔστω ἕνα παράδειγμα; Καὶ τί μποροῦμε ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι νὰ ἐλπίζουμε ἀπὸ μία ψευδοσύνοδο, ἡ ὁποία καμιὰ ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες, ποὺ ἐπεσώρευσε ὁ Παπισμὸς ἐπὶ μία χιλιετία ὁλόκληρη, μπόρεσε νὰ καταδικάσει; Ἀπὸ μία ψευδοσύνοδο ἡ ὁποία, παρὰ τὸ πλῆθος τῶν Συνέδρων της (2500 μέλη), δὲν ἠδυνήθη δυστυχῶς νὰ συνειδητοποιήσει τὴν μεγίστη εὐθύνη τοῦ Παπισμοῦ γιὰ τὴν ἀπόσχισή του ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία; Ἀπὸ μία ψευδοσύνοδο, ἡ ὁποία ἀντὶ νὰ καταδικάσει, ἀντιθέτως ἰσχυροποίησε τὰ δύο βασικὰ δόγματα, πάνω στὰ ὁποῖα στηρίζεται ὅλο τὸ οἰκοδόμημα τοῦ Παπισμοῦ, τὸ Πρωτεῖο καὶ τὸ Ἀλάθητο, τὰ ὁποῖα καθιέρωσε γιὰ πρώτη φορὰ ὡς δόγματα πίστεως ἡ Α΄ Βατικάνεια Σύνοδος;Ὅπως σημειώνει σχετικὰ ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς κ. Ἰωάννης Καρμίρης: “Ἡ Β΄ Βατικάνειος ‘Σύνοδος’… δὲν παρέλειψε νὰ ἐξάρει καὶ ἐνισχύσει ἀκόμη περισσότερον καὶ τὸ παπικὸν ἀξίωμα, μέχρι τοῦ σημείου μάλιστα ὥστε ὑπὸ τινων ὑμνητῶν αὐτοῦ ἐν τῇ ‘Συνόδῳ’ ἐδημιουργήθη ἡ ὑπόνοια ὅτι κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι πλέον ὁ Χριστός, ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος καὶ μέσῳ αὐτοῦ ὁ Πάπας”.[3] Ἐπίσης ὁμιλεῖ περὶ “τῶν δύο μεγάλων παραδόσεων τοῦ Χριστιανισμοῦ”, χαρακτηρίζοντας ἔτσι τὸν Παπισμὸ καὶ τὴν Ὀρθοδόξη Ἐκκλησία, ἀποφεύγοντας (σκοπίμως) νὰ χαρακτηρίσει αὐτὴν ὡς τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία καὶ τοποθετώντας αὐτὴν στὴν ἴδια εὐθεῖα καὶ στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὴν αἵρεση, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο μαρτυρεῖ βαθειὰ ἐκκλησιολογικὴ σύγχυση. Στὴ συνέχεια ἀναφέρεται σὲ ὁρισμένες ἀλλαγὲς καὶ ποιὸ συγκεκριμένα στὸ ἄνοιγμα τοῦ Βατικανοῦ ἀπέναντι στὶς ἄλλες Ἐκκλησίες καὶ ὁμολογίες, οἱ ὁποῖες πραγματοποιήθηκαν χάρις στὴ σύγκληση τῆς Β΄ Βατικανῆς. Ὡστόσο οἱ ἐπιφανειακοῦ τύπου καὶ γιὰ λόγους παπικῆς διπλωματίας γενόμενες αὐτὲς ἀλλαγὲς δὲν πρέπει νὰ μᾶς ἐνθουσιάζουν, διότι αὐτὲς δὲν προχωροῦν εἰς βάθος, στὴν ἐκ θεμελίων ἀναίρεση καὶ ἀνατροπὴ καμιᾶς ἀπὸ τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες τοῦ Παπισμοῦ. Κριτήριο ἀξιολογήσεως τῆς ὁποίας ἀλλαγῆς στοὺς κόλπους τοῦ Παπισμοῦ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κανένα ἄλλο, παρὰ μόνο ἡ καταδίκη καὶ ἀναίρεσις τῶν αἱρετικῶν της διδασκαλιῶν. Τὰ ἀνοίγματα αὐτὰ μποροῦν ἄριστα νὰ ἐξηγηθοῦν στὴν προσπάθεια τοῦ Βατικανοῦ νὰ ἀνταγωνιστεῖ τὸν Προτεσταντισμό, ὁ ὁποῖος ἤδη ἀπὸ τὸ 1948 εἶχε ἱδρύσει (μὲ τὴν συμμετοχὴ δυστυχῶς τότε ὡς ἱδρυτικῶν μελῶν καὶ τριῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τοῦ Οἰκου μενικοῦ Πατριαρχείου, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου), τὸ Π.Σ.Ε. καὶ νὰ παίξει ἡγετικὸ καὶ πρωταγωνιστικὸ ρόλο στοὺς οἰκουμενικοὺς διαλόγους, ἱδρύοντας τὸν ἰδικό του Παπικὸ Οἰκουμενισμό.Ἐὰν λάβουμε ὑπ᾽ ὄψιν μας ὅτι ὁ Παπισμός, ἀκολουθώντας μὲ συνέπεια τὴν ἐκκλησιολογική του αὐτοσυνειδησία καὶ θεωρώντας ὅτι αὐτὸς μόνος ἀποτελεῖ τὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, δὲν μετέχει μέχρι σήμερα ὡς μέλος τοῦ Π.Σ.Ε. παρὰ μόνον ἀπὸ θέσεως
παρατηρητοῦ, δὲν μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε γιὰ οὐσιαστικὸ ἄνοιγμα τοῦ Βατικανοῦ ἀπέναντι στὸν προτεσταντικὸ κόσμο, παρὰ μόνον πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Δὲν εἶχον ἀγάπην οἱ Πατέρες καὶ ὁ Χριστός;
Στὴ συνέχεια προχωρεῖ στὸ ἑξῆς ἀνεπίτρεπτο γιὰ Ὀρθόδοξο πιστὸ καὶ δὴ Ἐπίσκοπο: “εἶναι γνωστὸ ὅτι
ἡ δεύτερη χιλιετία τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας περιέχει μελανὲς σελίδες, γιὰ τὶς ὁποῖες πρέπει νὰ λυπούμεθα”. Οἱ “δύο μεγάλες παραδόσεις” μετὰ τὸ σχίσμα, “ἀποξενώθηκαν ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀκολουθώντας ἀνεξάρτητους δρόμους καὶ τὸ χειρότερο, ἀνέπτυξαν ἐ χθρότητα καὶ πολεμικὴ στάση μεταξύ τους. Ἔτσι ἐψύγη ἡ ἀγάπη, ποὺ πρέπει νὰ συνδέει ὅσους πιστεύουν στὸν Διδάσκαλο τῆς ἀγάπης…”. Κατ᾽ ἀρχὴν ἐδῶ δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ “δύο μεγάλες παραδόσεις”, ἀλλὰ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ τὴν αἵρεση τοῦ Παπισμοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἀνέπτυξε μέσα στοὺς κόλπους του αἱρετικὲς διδασκαλίες, ὡς ἦτο φυσικὸ καὶ ἑπόμενο ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἀκολούθησε ἰδικό του ἀνεξάρτητο δρόμο, τὸν δρόμο τῆς πλάνης καὶ τοῦ σκότους, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια. Γι᾽ αὐτὴν τὴν ἀποξένωση βέβαια δὲν εὐθύνεται καθόλου ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλὰ φέρει ἀκεραία τὴν εὐθύνη ὁ Παπισμός. Οὔτε βέβαια εὐθύνονται οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίστηκαν καὶ συνοδικῶς ἀπέκοψαν τὸν παπισμὸ ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νὰ διαφυλάξουν ἀνόθευτη καὶ ἀπαραχάρακτη ἀπὸ κάθε πλάνη τὴν.
Ὀρθόδοξη πίστη.
Ἀντίθετα μάλιστα οἱ ἀντιπαπικοὶ αὐτοὶ Πατέρες τιμῶνται ὡς Ἅγιοι ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας καὶ προβάλλονται ὡς παραδείγματα πρὸς μίμησιν σὲ ὅλους μας. Οὔτε ἐπίσης μποροῦμε νὰ καταλογίσουμε στοὺς Πατέρες ἐχθρότητα καὶ ἔλ λειψη ἀγάπης, ὅπως ἀφήνει νὰ ἐν νοηθεῖ ὁ Σεβασμιώτατος, ἐπειδὴ καταπολέμησαν καὶ ἀπέκοψαν συνοδικῶς τὴν αἵρεση. Ἂν καταλογίσουμε στοὺς Πατέρες ἔλλειψη ἀγάπης, τότε θὰ πρέπει νὰ καταλογίσουμε καὶ στὸν ἴδιο τὸν Κύριο ἔλλειψη ἀγάπης, ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας τὸν λόγον του: “πᾶν κλῆ μα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπὸν αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον…” (Ἰω.15,2). Ὁ ἀμπελουργός–Πατὴρ ἀποκόπτει ἀπὸ τὴν ἄμπελο–Χριστόν κάθε κλῆμα−μέλος τῆς Ἐκ κλησίας, τὸ ὁποῖο δὲν παράγει καρποὺς ἀρετῆς. Τί λοιπὸν συμβαίνει; Μήπως καὶ ὁ
Χριστὸς δὲν ἔχει ἀγάπη, ἐπειδὴ “αἴρει” τὰ ἄκαρπα κλήματα; Ἂν λοιπὸν ὁ Θεὸς ἀποκόπτει τὰ μέλη ἐκεῖνα, ποὺ ἁπλῶς δὲν καρποφοροῦν, πολὺ περισσότερο ἀποκόπτει τὰ μέλη ἐκεῖνα, ποὺ παράγουν τοὺς δηλητηριώδεις καρποὺς τῆς αἱρέσεως. Σίγουρα ἂν ζοῦσε σήμερα ὁ Χριστός, δὲν θὰ δίσταζαν οἱ σημερινοὶ Οἰκουμενιστὲς νὰ Τὸν κατηγορήσουν γιὰ ἔλλειψη ἀγάπης, ἐπειδὴ “αἴρει” τὰ ἄκαρπα κλήματα − μέλη τῆς Ἐκκλησίας Του. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἑπομένως δὲν ἔκαναν τίποτε ἄλλο παρὰ ἐφάρμοσαν στὴν πράξη καὶ συνοδικῶς αὐτὸ τὸ “αἴρει” τοῦ Κυρίου.Τὴν ἔλλειψη ἀγάπης ἂς ψάξει νὰ τὴν βρῆ ὁ Σεβασμιώτατος ὄχι στοὺς Ἁγίους Πατέρες μας ἀλλὰ
στὸν Παπισμό, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τοῦ σχίσματος καὶ ἐντεῦθεν δὲν παύει, (φορώντας μάλιστα τὸ προσωπεῖο μιᾶς ψευτοαγάπης), νὰ ἐκμεταλ-
λεύεται κάθε εὐκαιρία, γιὰ νὰ πλήξη τὴν Ὀρθοδοξία, ὅπως ἀποδεικνύουν τὰ γεγονότα, παλαιότερα καὶ πρόσφατα. Ἂς τὴν ἀναζητήσει
στὶς Σταυροφορίες, στὴν ἱερὰ Ἐξέταση, στὴν ἐπάρατη Οὐνία, ἡ ὁποία μέχρι σήμερα ἐξακολουθεῖ νὰ δρᾶ
διαβρωτικῶς εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὴν Γενοκτονία τῶν Σέρβων τὸ 1941, στὸν ἐ νεργὸ
ρόλο, ποὺ ἔπαιξε τὸ Βατικανὸ παρασκηνιακὰ στοὺς βομβαρ δισμοὺς ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων Σέρβων ἀδελφῶν μας τὸ 1999 κ.λπ. Ποιὰ
εἶναι λοιπὸν “ἡ ἐπαναφορὰ τῆς ἀγάπης”, ποὺ ἔφερε ἡ Β΄ Βατικανή; Μήπως ὁ Σεβασμιώτατος ζῆ ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου;
Κατάντημα
Ἀναφέρει παρὰ κάτω πὼς “ἡ Β΄ Βατικανὴ Σύνοδος… ἄνοιξε καὶ τοὺς ἐκκλησιολογικοὺς ὁρίζοντες τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας
μὲ θεολογικὲς ἰδέες, ποὺ βοηθοῦν καὶ διευκολύνουν τὴν προσέγγισή της μὲ ὅσους βρίσκονται ἐκτὸς τῆς
Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας”. Μὲ ὅσα δὲ στὴ συνέχεια παραθέτει, προσπαθεῖ νὰ ἀποδείξει, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ Σύνοδος μὲ συγκεκριμένα
διατάγματά της ἔχει κάνει σημαντικὰ βήματα προόδου, μὲ τὰ ὁποῖα ἔχει προσεγγίσει τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία. Ἔτσι κάνει λόγο
γιὰ τὴν Διάταξη Lumengentium, μὲ τὴν ὁποία εἰσάγει τὴν ἰδέα τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο ἡ Δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως γνωρίζουμε, δὲν περιέχει ἰδέες καὶ ἰδεολογίες, ἀνθρώπινα κατασκευάσματα, ἀλλὰ αἰώνιες διαχρονικὲς ἀλήθειες. Ἡ εἰσαγωγὴ νέων δογμάτων−ἰδεῶν στὸν Παπισμό, τί ἄλλο μπορεῖ νὰ μαρτυρεῖ παρὰ τὸ ὅτι ὁ Παπισμὸς μόλις τὸν 20ο αἰώνα ἀνακαλύπτει νέες δογματικὲς “ἀλήθειες” καὶ ἄρα μέχρι τώρα δὲν κατεῖχε “πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν”. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ὅμως ἤδη ἀπὸ τὴν
ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ὁδηγεῖ τὴν Ἐκκλησία “εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν” (Ἰω. 16, 13). Κάνει λόγο ἐπίσης γιὰ τὸ Διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ τὸ ὁποῖο “ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζεται ὡς ‘Ἐκ κλησία’ μὲ πλήρη ἐκκλησιολογικὴ ἔννοια”. Καὶ πανηγυρίζει τρόπον τινὰ ὁ Σεβασμιώτατος, διότι οἱ Παπικοὶ μᾶς ἔκαναν ἐπὶ τέλους τὴν Χά ρι, νὰ μᾶς ἀναγνωρίσουν ὡς πλήρη Ἐκκλησία. Ἀλοίμονο σὲ πιὸ κατάντημα φθάσαμε! Νὰ περιμένουμε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, νὰ μᾶς δώσουν πιστοποιητικὰ ἐκκλησιαστικότητος! Ἂς γνωρίζει λοιπὸν ὁ Ἅγιος Δημητριάδος ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἔχει καμιὰ ἀνάγκη ἀπὸ τοὺς παπικοὺς νὰ τῆς δοθοῦν εὔσημα
ἐκκλησιαστικότητος οὔτε ἔχει ἀνάγκη νὰ δοθῆ σ᾽αὐτὴν ἡ ἀναγνώριση ὅτι “οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἔχουν πλῆ ρες τὸ δικαίωμα τῆς αὐτοδιοικήσεώς των σύμφωνα μὲ τὸ δικό τους Κανονικὸ Δίκαιο”, ὅπως ἀναφέρει παρὰ κάτω. Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἔχει “σὺν πᾶσι τοῖς
ἁγίοις” πλήρη καὶ βεβαία τὴν ἐσωτερικὴ πληροφορία καὶ πεποίθηση ὅτι αὐτὴ καὶ μόνη ἀποτελεῖ τὴν Μία,
Ἁγία, Καθολική, καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία.
Περὶ διηρημένης Ἐκκλησίας
Πέραν αὐτῶν, ἐὰν τόσον ὁ Παπισμός, ὅσον καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησίες “μὲ πλήρη ἐκκλησιολογικὴ ἔννοια”, τότε ἡ Ἐκκλησία εἶναι συγχρόνως μία καὶ διηρημένη καὶ ἐπὶ πλέον περιέχει στοὺς κόλπους της ἀληθῆ καὶ ψευδῆ δόγματα, ἀφοῦ ὅπως γνωρίζουμε ὑπάρχουν οὐσιώδεις δογματικὲς διαφορὲς μεταξὺ αὐτῶν. Τοῦτο ὅμως εἶναι ἀδύνατον, διότι ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος ἡ Ἐκκλησία εἶναι “στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας” (Α΄ Τιμ. 3,15). Τὶς παραπάνω κακόδοξες θέσεις περὶ διηρημένων Ἐκκλησιῶν συντρίβει κυριολεκτικὰ καὶ κονιορτοποιεῖ ὁ μεγάλος σύγχρονος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Πόποβιτς στὸ μνημειῶδες ἔργο του “Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καὶ ὁ Οἰκουμενισμός”: “Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἀπορρέει ἀναγκαίως ἐκ τῆς ἑνότητος τοῦ προσώπου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία οὖσα καθολικῶς εἷς καὶ μοναδικὸς θεανθρώπινος ὀργανισμὸς εἰς ὅλους τοὺς κόσμους, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διαιρεθῆ. Κάθε διαίρεσις θὰ ἐσήμαινε τὸν θάνατόν της… Κατὰ τὴν ἑνιαίαν στάσιν τῶν Πατέρων καὶ τῶν Συνόδων ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὄχι μόνον μία, ἀλλὰ καὶ μοναδική, διότι ὁ εἷς καὶ μοναδικὸς Θεάνθρωπος, ἡ κεφαλή της δὲν δύναται νὰ ἔχει πολλὰ σώματα.Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καὶ μοναδική, διότι εἶναι τὸ σῶμα τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὀντολογικῶς ἀδύνατος ὁ χωρισμὸς τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τοῦτο ποτὲ δὲν ὑπῆρχε διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ μόνον χωρισμὸς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία”.[4]
Παρὰ κάτω ὁ Ἅγιος Δημητριάδος κάνει λόγον γιὰ τὸν “Θεολογικὸ Διάλογο Ὀρθοδόξου καὶ Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας” καὶ τὸν παρουσιάζει ὡς “τὸν σπουδαιότερο ἴσως καρπὸ τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου”, ὡς “τὸν πιὸ σημαντικό, ἀλ λὰ συγχρόνως καὶ τὸν πιὸ δύσκολο θεολογικὸ διάλογο”, διεξαγόμενο “στὴ βάση τῆς κοινῆς πίστεως τῆς πρώτης χιλιετίας”. Κάνει λόγον γιὰ “τὰ κοινὰ κείμενα, ποὺ παρήγαγεν ἡ Διμερὴς Ἐπιτροπὴ τοῦ Διαλόγου μέχρι σήμερα”, τὰ ὁποῖ α θεωρεῖ “σημαντικά”. Ἀναφέρεται στὸ “πρόβλημα τῆς Οὐνίας, τὸ ὁποῖο ὀξύνθηκε μετὰ τὴν πτώση τῶν κομμουνιστικῶν καθεστώτων”.Ἐπίσης ἀναφέρεται στὴν παροῦσα φάση τοῦ διαλόγου, κατὰ τὴν ὁποία συζητεῖται “τὸ ἀκανθῶ δες ζήτημα τοῦ πρωτείου στὴν Ἐκ κλησία,μὲ ἰδιαίτερη ἀναφορὰ στὸ πρωτεῖο τοῦ ἐπισκόπου Ρώμης”. Ὡστόσο ἡ εἰκόνα, ποὺ μᾶς δίδει σχετικὰ μὲ τοὺς διαλόγους καὶ τὴν μέχρι τώρα πορεία τους εἶναι πλασματικὴ καὶ παραπλανητική. Δὲν λέγει τίποτε γιὰ τὶς μέχρι τώρα παραμένουσες δογματικὲς διαφορές, παρὰ τὸν ἐπὶ 33 χρόνια συνεχιζόμενο διάλογο. Καὶ φυσικὰ τί θὰ μποροῦσε νὰ πῆ, ἀφοῦ οἱ διαφορὲς αὐτὲς ἁπλούστατα δὲν συζητήθηκαν, ἀλλὰ παρεκάμφθησαν μέσῳ τοῦ κειμένου τοῦ Balamand. Δὲν κάνει ἐπίσης καμία ἀναφορὰ στὸ ἐπαίσχυντο καὶ προδοτικὸ αὐτὸ κείμενο, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει ὅτι τὸ θεωρεῖ καὶ αὐτὸ
“σημαντικό”, ὅπως καὶ τὰ ἄλλα κείμενα τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς καὶ ἄρα ἀποδέχεται τὸ περιεχόμενό του. Ἔτσι ἀφήνει νὰ ἐννοηθῆ ὅτι ὁ Διάλογος ἔχει λύσει τὶς ὑπάρχουσες δογματικὲς διαφορές, (προφανῶς μὲ τὰ “κοινὰ κείμενα” καὶ ἰδιαιτέρως μὲ τὸ κείμενο τοῦ Balamand)καὶ ὅτι οἱ δύο πλευρές, ἀφοῦ ἐπέτυχαν ἐπὶ τέλους δογματικὴ συμφωνία ἐπὶ Ὀρθοδόξου βάσεως, ἔφθασαν τώρα πλέον στὸ σημεῖο νὰ συζητοῦν γιὰ “τὸ ἀκανθῶδες ζήτημα τοῦ πρωτείου”.
Ὁ Ἀθηναγόρας καὶ τὸ Σχίσμα
Κατ’ ἀρχὴν, γιὰ νὰ ἔχουμε μία σαφῆ εἰκόνα τῶν διαλόγων καὶ τῆς μέχρι τώρα πορείας τους, εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀνατρέξουμε στοὺς πρώ-
τους ἀρχιτέκτονες καὶ θεμελιωτές του, τὸν πρώην Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κυρὸ Ἀθηναγόρα καὶ τὸν πρώην Πάπα Παῦλο τὸν ΣΤ΄. Ἐὰν
λάβουμε ὑπ’ ὄψη μας τὰ ὅσα ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀπεκάλυψε τὸν Αὔγουστο τοῦ 1971: “τὸ ’65 ἐσηκώσαμεν τὸ σχίσμα, εἰς τὴν Ρώ-
μην καὶ ἐδῶ, μὲ ἀντιπροσώπους μας ἐκεῖ καὶ ἀντιπροσώπους ἐκεῖ θεν ἐδῶ…”[5], ἀλλὰ καὶ τὴν πλήρη εὐθυ γράμμιση τῶν διαδόχων του, Δημητρίου καὶ Βαρθολομαίου, μὲ τὴν γραμμή, ποὺ αὐτὸς ἐχάραξε, συμπεραίνουμε ὅτι τουλάχιστον γιὰ τὸ Φανάρι, σχίσμα πλέον δὲν ὑ φίσταται καὶ ἡ ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν ἤδη ἔγινε, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκόμη ‘τελεία’”. Τελεία ἕνωση θὰ γίνει ὅταν θὰ φθάσουμε πλέον στὸ κοι νὸ Ποτήριο. Πρῶτο βῆμα πρὸς τὴν ἕνωση αὐτὴ ὑπῆρξε ἡ ἀντικανονικὴ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων μεταξὺ Ρώμης καὶ Φαναρίου τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1965. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ ἐξεπονήθη ἕνα καλὰ μελετημένο σχέδιο ἑνώσεως ἀπὸ τὸ Βατικανό, τὸ ὁποῖο σταδιακὰ ἐφαρμόζεται σὲ στενὴ συν εργασία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές, μέχρις ὅτου πραγματοποιηθεῖ ἡ τελεία ἕνωση Ὀρθοδοξίας καὶ Παπισμοῦ, ἡ ὁποία θὰ εἶναι κατὰ τὰ πρότυπα τῶν Οὐνιτικῶν Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης. Τὸ σχέδιο αὐτὸ ἀποκαλύπτουν ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες, ποὺ ἔλαβαν μέρος σὲ Διαχριστιανικοὺς Διαλόγους καὶ ἀσχολήθηκαν εἰς βάθος μὲ αὐτούς. Ἕνας ἐξ αὐτῶν ὁ μακαρι στὸς καθηγητὴς κ. Ἰωάννης Καρμίρης παρατηρεῖ: “Ὁ Πάπας Παῦλος ὁ ΣΤ΄ καὶ οἱ περὶ αὐ τὸν Ρωμαιοκαθολικοὶ θεολόγοι ἐξεπόνησαν ἕν καλῶς μελετηθὲν εὐρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, σύμφωνον πρὸς τὴν Λατινικήν Ἐκ κλησιολογίαν».[6]
Ὁ διάλογος τῆς… ἀγάπης
Σύμφωνα μὲ τὸ παραπάνω σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ, ἐπινοήθηκε καὶ ἐφαρμόσθηκε ὁ λεγόμενος “Διάλογος τῆς Ἀγάπης”, σὰν ἕνα προ-
καταρκτικὸ στάδιο πρὶν ἀπὸ τὸν Θεολογικὸ διάλογο, ὁ ὁποῖος ἀποσκοποῦσε στὴν κατάλληλη ψυχολογικὴ προετοιμασία, μὲ τὴν δημι-
ουργία κλίματος καλῶν σχέσεων καὶ φιλίας, μὲ παροχὴ οἰκονομικῶν ἐνισχύσεων πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, μὲ ὑπερτονισμὸ τῆς ἀγάπης καὶ παραμερισμὸ τῆς σημασίας τῶν δογματικῶν ἀληθειῶν τῆς πίστεως, ὥστε νὰ ἀμβλυνθεῖ καὶ ἀποδυναμωθεῖ κάθε διάθεση μαρτυρίας καὶ ὁμολογίας, μὲ ἀνταλλαγὲς ἐπισκέψεων τῶν προκαθημένων ἑκατέρωθεν, μὲ ἐπιστροφὲς Ἁγίων Λειψάνων ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Βατικανοῦ ὡς ἔνδειξη φιλίας πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους, μὲ συμπροσευχὲς καὶ κοινὲς διακηρύξεις περὶ “ἀδελφῶν ἐκκλησιῶν” γιὰ τὴν δημιουργία ψεύτικων ἐντυπώσεων καὶ τετελεσμένων γεγονότων. Ὅπως δὲ εὔστοχα παρατηρήθηκε “ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἡ Ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία παραχωροῦν τὴ θέση τους στὴν διπλωματία καὶ τὴν πολιτική. Ἡ τήρηση τῶν ἰσορροπιῶν, ἡ προσχώρηση στὴ λογικὴ τῶν συσχετισμῶν, ἡ ὑπαγωγὴ στὰ κοινωνικὰ καὶ πολιτικὰ δεδομένα καὶ ἀπαιτήσεις, ἀποτελοῦν τὴ νέα κυρίαρχη ἀντίληψη στὴ σύγχρονη οἰκουμενιστικὴ θεολογία».[7]
Προδοσία τῆς Πίστεως Μεθοδεύεται ἡ ἔναρξη τοῦ θεολογικοῦ διαλόγου, ὄχι ἀπὸ τὰ διαιροῦντα, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ ἑνοῦντα, κάτι ξένο πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἐνῶ παράλληλα καλλιεργεῖται τὸ πνεῦμα τῆς “ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως” γιὰ τὴν δημιουργία ψευδαισθήσεων ἑνότητος καὶ ταυτότητος πίστεως. Τὸ πνεῦμα αὐτὸ μόλις διακρίνεται στὰ πρῶτα κείμενα τῆς Μικτῆς Ἐπιτροπῆς, γιὰ νὰ φανεῖ πλέον ξεκάθαρα καὶ μὲ κάθε ἐπισημότητα στὸ κοινὸ κείμενο τῆς Ζ΄ Συνελεύσεως τοῦ Balamand. Μὲ τὸ κείμενο αὐτὸ Παπικοὶ καὶ “Ὀρθόδοξοι” Οἰκουμενιστές, κάνοντας ἕνα θεαματικὸ ἅλμα καὶ παρακάμπτοντας πλῆθος αἱρετικῶν διδασκαλιῶν τοῦ Παπισμοῦ, φθάνουν ξαφνικὰ στὸ σημεῖο νὰ ἀναγνωρίσουν ἀλλήλους ὡς πλήρεις καὶ ἀληθεῖς “ἀδελφὲς Ἐκκλησίες”, μὲ ἔγκυρα μυστήρια, μὲ ταυτότητα πίστεως, μὲ ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ διὰ τοῦτο“ἀπὸ κοινοῦ ὑπευθύνους διὰ τὴν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρὸς τὴν θείαν οἰκονομίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρὸς τὴν ἑνότητα” (παράγρ. 13 καὶ 14), πρᾶγμα ποὺ συνιστᾶ πραγματικὴ προδοσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Πέραν τούτου ἡ ἐπιτευχθεῖσα καταδίκη τῆς Οὐνίας στὸ Freising τὸ 1990, ἀνατρέπεται μὲ νέες ἀποφάσεις στὸ
Balamand, ὅπου πανηγυρικὰ ἀθωώνεται καὶ ἐπὶ πλέον οἱ Οὐνίτες ἀποκτοῦν τὸ δικαίωμα νὰ συμμετέχουν στὸ διάλογο μὲ ἐκ προσώπους της.
Περιέσωσε τὴν Οὐνίαν
Στὴ συνέχεια οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἐπιμένουν γιὰ μιὰ ἐπανεξέταση τοῦ θέματος τῆς Οὐνίας. Μὲ “Μήνυμα” τῶν Προκαθημένων τῶν
Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (1992), στὸ ὁποῖον καταδικάζουν ρητὰ τὴν Οὐνία καὶ τὸν προσηλυτισμό, ἀποφασίζουν “ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ προχωρήσει ὁ Θεολογικὸς Διάλογος μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία, ἂν δὲν ἐπέλθει συμφωνία ἐπὶ τοῦ ζητήματος τῆς Οὐνίας”. Ὡστόσο γιὰ τὸ Βατικανὸ τὸ θέμα τῆς Οὐνίας ἔχει λήξει μὲ ὅσα συνεφωνήθησαν καὶ ὑπεγράφησαν στὸ Balamand. Νέα συζήτησις ἐπὶ τοῦ θέματος τῆς Οὐνίας στὴ Βαλτιμόρη τὸ 2000 καταλήγει σὲ ναυάγιο, χάρη στὴν πεισματώδη ἐπιμονὴ τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Τὸ Βατικανὸ ἔκανε τὸ πᾶν, γιὰ νὰ περισώσει τὴν Οὐνία. Καὶ τοῦτο εἶναι εὔλογο, ἀφοῦ ἡ σχεδιαζομένη ἕνωση πρόκειται νὰ εἶναι οὐνιτικοῦ τύπου. Ἔτσι ὁ πολυδιαφημισθεὶς “Διάλογος τῆς Ἀγάπης”, ἀποδεικνύεται μία ἀπάτη καὶ ἕνα θέατρο ἐντυπώσεων. Τὸ Βατικανό, μετὰ τὸ ναυάγιο τῆς Βαλτιμόρης, ἐπιτυγχάνει νέα ἐπανέναρξη τοῦ διαλόγου τὸ 2006, μὲ ἄλλη θεματολογία, χωρὶς βέβαια νὰ ἔχει λυθεῖ τὸ πρόβλημα τῆς Οὐνίας.
Τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο καὶ οἱ ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκ κλησίες σύρονται κυριολεκτικὰ καὶ πάλι στὸ διάλογο, ἀθετοῦντες τὴν ἀπόφαση τῆς Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως, ὅτι: “Οὐνία καὶ Διάλογος εἶναι ἀσυμβίβαστα ταυτοχρόνως”[8]καὶ διαψευδόμενοι μὲ ὅσα ἐδήλωσαν στὸ παρὰ πάνω “Μήνυμά” τους τὸ 1992. Ἡ διπλωματία τοῦ Βατικανοῦ θριαμβεύει, ἀφοῦ πλέον κατώρθωσε νὰ προχωρήσει καὶ νὰ ἐφαρμόσει τὸ
καλὰ μελετημένο σχέδιό της, τὸ ὁποῖον προέβλεπε τὴν παράκαμψη τοῦ θέματος τῆς Οὐνίας, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴν παράκαμψη τῆς συζητήσεως τῶν δογματικῶν διαφορῶν. Οἱ πολλὲς δογματικές μας διαφορὲς μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς (Filioque,Κτιστὴ Χάρις, ἄζυμα, καθαρ τήριον πῦρ, ἄσπιλη σύλληψη τῆς Θεοτόκου, κ.λπ.) οὐσιαστικὰ παραμερίστηκαν καὶ δὲν πρόκειται νὰ συζητηθοῦν. Ἁπλῶς θὰ θεωρηθοῦν ὡς ποικίλες παραδόσεις, ἢ θεολογούμενα, μὴ δυνάμενα νὰ ἀποτελέσουν ἐμπόδιο στὴν ἕνωση τῶν Ἐκ κλησιῶν. Διότι τί νόημα ἔχει ἡ συζήτησή τους μετὰ τὶς ἀμοιβαῖες ἀναγνωρίσεις τοῦ Balamand; Ἐφ᾽ ὅσον τὸ σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ προβλέπει οὐνιτικοῦ τύπου ἕνωση, γιὰ τὴ Ρώμη δὲν ὑφίστανται ἄλλες ἀναγκαῖες προϋποθέσεις ἐκ κλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τὶς Ὀρ θόδοξες Ἐκκλησίες. Ἐκεῖνο, ποὺ τὴν ἐνδιαφέρει οὐσιαστικά, εἶναι ἡ ἀναγνώριση τοῦ Πρωτείου τοῦ Πάπα, ποὺ εἶναι γι᾽ αὐτὴν ἡ μόνη ἀναγκαία προϋπόθεση, γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ πλή ρης ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία. Ἔτσι ἐξηγεῖται πῶς στὴν πορεία τοῦ διαλόγου φθάσαμε ἀπὸ τὰ “ἑ νοῦν τα” κατ᾽ εὐθεῖαν στὸ πρωτεῖο, σὰν νὰ ἦταν αὐτὴ ἡ μόνη δογματικὴ διαφορά μας μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς, ἂν ἐξαιρέσουμε βέβαια τὸ θέμα τῆς Οὐνίας, τὸ ὁποῖο οὕτως ἢ ἄλλως δὲν ἦταν προγραμματισμένο στὸ σχέδιο τοῦ Βατικανοῦ, ἀλλὰ προσετέθη ἐκτάκτως μετὰ τὴν πτώση τῶν ἀθεϊστι κῶν καθεστώτων τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης.
Αἱρετικαὶ καὶ κακόδοξοι
Περαίνοντες τὴν μικρὴ αὐτὴ ἀναφορά μας, ἐκφράζουμε καὶ πάλι τὴν λύπη μας καὶ τὴν ἀπογοήτευσή μας τόσο γιὰ τὴν συμμετοχὴ
τοῦ Σεβασμιωτάτου στὴν ἐν λόγῳ Ἡμερίδα, ὅσον ἐπίσης καὶ γιὰ τὶς κακόδοξες καὶ αἱρετικὲς θέσεις καὶ ἀπόψεις, τὶς ὁποῖες διετύπωσε μὲ τὴν εἰσήγησή του.
Ἐκ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν
Ὁ ὑπεύθυνος
Ἀρχ. Παῦλος Δημητρακόπουλος
Σημειώσεις:
[1] Ὅπως οἱ ἐν Κωνσταντινουπόλει
Σύνοδοι τοῦ 1170, 1341, 1450, 1722, 1838,
1895, σαφέστατα καταδικάζουν τὸν πα-
πισμὸ ὡς αἵρεση. Βλ. Πρεσβ. Ἀναστά-
σιος Γκοτσόπουλος, Ἡ συμπροσευχὴ με
αἱρετικούς. Προσεγγίζοντας τὴν κανο-
νικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἐκδ. Θεο-
δρομία, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 40-42.
[2] Ὅ.π. σελ. 33-36. [3] Ἰωάννης Καρμί-
ρης, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθολικι-
σμός, τόμ.1, Ἀθῆναι 1964, σελ. 25. [4]
Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, καθ. Πανε-
πιστημίου Βελιγραδίου, Ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία καὶ ὁ Οἰκουμενισμός, ἐκδ.
Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βά-
λιεβο, Σερβία, σελ. 80-82. [5] Πρωτ. Γε-
ωργίου Μεταλληνοῦ, “Οἱ διάλογοι χω -
ρὶς προσωπεῖον”, Διαδικτυακὸς Τόπος:
Ὀρθόδοξος Λόγος www.Orthodox.net. gr
σελ. 2. [6] Ἰω. Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καὶ
Ρωμαιοκαθολικισμός, τόμ. ΙΙ, Ἀθῆναι
1965, σ. 170 [7] Ἀρχ. Ἀθανασίου Ἀνα-
στασίου, καθ. Ἱ. Μονῆς Μεγ. Μετεώ-
ρου, Ἡ πορεία τοῦ οἰκουμενικοῦ διαλό-
γου μὲ βάση τὴν ὀρθόδοξη πατερικὴ δι-
δασκαλία καὶ τὴν δογματικὴ ἐκκλησιο-
λογικὴ συνείδηση, στὸ περιοδ. “Ἐν
Συν ειδήσει”, Ἐκδ. Ἱ. Μονῆς Μεγ. Με-
τεώρου, Ἰούνιος 2009, σ. 9. [8] Βλ. Ἰω.
Καρμίρη, Ὀρθοδοξία καὶ Ρωμαιοκαθο-
λικισμός, τόμ. ΙΙ, Ἀθῆναι 1965, σ. 38.

πηγή:ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ  ΤΥΠΟΣ  – 27 ΔΕΚ 2013