Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

H μητέρα μου

Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε (†2011) 
Δικαίου Ρουμανικῆς Σκήτης
Τιμίου Προδρόμου
Ἁγίου Ὄρους
    .......Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της ζοῦσε μιά βαθειά πνευματική ζωή. Στίς ἑορτές συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια, ἀκόμη καί στίς μικρότερες. Βέβαια δέν γνώριζε ἀπό βιβλία, εἶχε διάκρισι καί διαίσθησι, δέν ἐγνώριζε ἀπό ἑορταστικούς κύκλους καί ὅμως συμμετεῖχε σ᾿ ὅλες τίς ἑορτές, στίς νηστεῖες καί στά ἐτήσια μνημόσυνα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλανθάστως.
    .......Ἡ ἐλεημοσύνη της ἦτο ἡ βασική της φροντίδα σχεδόν σέ καθημερινή βάσι. Τούς ξένους τούς καλοῦσε ἀπό τόν δρόμο, τούς φιλοξενοῦσε σπίτι μας καί τούς ἀνέπαυε. Ποτέ δέν ἀνεχώρησε ἔστω καί ἕνας πτωχός ἀπό τό σπίτι μας μέ ἀδειανά τά χέρια.
    .......Ὁ πατέρας μου τήν ὠνείδιζε ἐνίοτε, διότι εἶχε σέ μεγάλο βαθμό ἀνοικτά τά χέρια της.
    .......Στά μνημόσυνα τῶν νεκρῶν συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε Σάββατον πρωΐ ἔδινε ξεχωριστή ἐλεημοσύνη γιά τούς κοιμηθέντες: Μία λεκάνη γάλα ἤ φαγητό καί νερό πού μετέφερε ἡ ἴδια γιά τούς γείτονες. Κατόπιν ἀσχολεῖτο μέ τήν καθαριότητα τῶν ρούχων γιά τήν ἑπομένη ἡμέρα καί στήν συνέχεια ἐμαγείρευε τό φαγητό γιά τό τραπέζι τῆς Κυριακῆς, μετά τήν Θεία Λειτουργία, διότι τήν Κυριακή οὐδέποτε ἐμαγείρευε.
    .......Ὅταν κτυποῦσε ἡ καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅλες οἱ δουλειές γιά τήν αὐριανή ἡμέρα εἶχαν τελειώσει καί ἔτσι ἄρχισε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἐφορούσαμε ὅλοι τά καθαρά μας ροῦχα καί ἐσώρουχα καί ἐπηγαίναμε στήν ἐκκλησία.
    .......Ὁ πατέρας μας σηκωνόταν πολύ πρωΐ, ἀφοῦ ἔκανε τήν προσευχή του, μετά ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τό Ὠρολόγιο καί κατόπιν ἐδιάβαζε περικοπές ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Ὅταν ἀναχωρούσαμε γιά τήν ἐκκλησία, πρῶτα ἐζητούσαμε συγγνώμη οἱ μέν ἀπό τούς δέ: «Συγχωρέστε», καί «ὁ Θεός νά σέ συγχωρέση!» Αὐτό συνέβαινε ὄχι μόνο μεταξύ μας, μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀλλά καί μέ τούς γείτονες.
    .......Τίς νηστεῖες-τίς τρεῖς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, καθώς καί τίς μεγάλες νηστεῖες τίς κρατοῦσε μέ πολλή εὐλάβεια καί ἀκρίβεια, καθώς καί τά μικρά παιδιά, ἔστω καί νά ἦσαν ἄρρωστα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο ἕνα γεγονός σημαντικό στήν χριστιανική ζωή ὅλων μας. Εἴχαμε σκεύη διατηρημένα μόνο γι᾿ αὐτόν τόν καιρό: ὅπως λεκάνες, πιάτα καί κουτάλια. Τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα ἡ γιορτές στά χωριά μας διαρκοῦσαν πολλές ἡμέρες.
    .......Ἡ μητέρα μου ἦτο μία ἀνεπανάληπτη νοικοκυρά. Αὐτή ἔραβε, ὕφαινε στόν ἀργαλειό, ἔπλεκε. Μᾶς ἔκανε ἡ ἴδια ὅλα τά ἐνδύματά μας: Ὑποκάμισα, παλτά, γελέκια, ζακέτες, καθώς καί βελέντζες καί ἄλλα σκεπάσματα γιά τά κρεββάτια μας. Ἐμεγάλωσε ὀκτώ παιδιά, ἕξι κορίτσια καί δύο ἀγόρια καί μᾶς ἀνέθρεψε ὅλα μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, μέ σεβασμό ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους καί μέ τιμή. Δέν λυπόταν νά μᾶς δέρνη κιόλας, ὅταν χαλούσαμε τήν τάξι τοῦ «κοινοβίου» της.
    .......Εὐλάβεια, πίστις, ἐκπλήρωσις τῶν χριστιανικῶν μας παραδοσιακῶν καθηκόντων μᾶς εἶχαν γίνει φυσική  συνήθεια. Ἐπήγαζαν μέσα ἀπό τήν ὕπαρξί της. Ὁμοίως ἡ ἀγάπη της γιά τόν Θεό, ἡ καλωσύνη, ἡ μετριοφροσύνη της...
    .......Κάποτε, ὅταν εὑρέθηκα στό καταφύγιο τῆς πόλεως Μπροστένι, ἐπῆγα μία ἐπίσκεψι καί νά μείνω τό Ἅγιο Πάσχα στό σπίτι μας, καί θυμήθηκα τίς χριστιανικές μας συνήθειες τίς ὁποῖες δέν εἶδα πάλι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Ἠμπόρεσα νά συνομιλήσω μαζί της καί κατάλαβα τότε πόσο βαθειά ἦτο ἡ χριστιανική της ζωή.
    .......Τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀναχώρησε τό πρωΐ ἀπό τό σπίτι, καί ὅταν ἐπέστρεψε καί τήν ἐρώτησα, ἔμαθα μέ μεγάλη μου ἔκπληξι ὅτι εἶχε πάει σέ μιά ἀσθενῆ γειτόνισσα νά τῆς κάνη ἕνα δῶρο, νά τῆς πλύνη τά πόδια εἰς ἀνάμνησιν τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ μας πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. «Ὁ Κύριος νά πλύνη τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του κι ἐγώ νά μή κάνω τίποτε γι᾿ Αὐτόν; Μοῦ ἀπήντησε. Ἔκαμα κι ἐγώ κάτι παρόμοιο. Ἔπλυνα τά πόδια τῆς Μαρίας τοῦ Γαβριήλ, ἡ ὁποία εἶναι ἄρρωστη στό κρεββάτι καί τῆς ἐφόρεσα ἕνα ζευγάρι κάλτσες ἀπό τίς δικές μας καινούργιες».
    Τήν Μεγάλη Παρασκευή ἦτο ὅλη τήν ἡμέρα μέ τά μάτια της δακρυσμένα. «ὅταν σκέπτωμαι, μοῦ ἔλεγε, πόσα ὑπέφερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός γιά ἐμᾶς, μοῦ ἔρχεται νά κλαίω καί νά στενάζω ἀπό πόνο».
    .......Τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε τά τσουρέκια καί τά κουλούρια πού μᾶς παρεσκεύαζε γιά τό Πάσχα, αὐτή μᾶς  ἔλεγε: «Τά ἔκαμα τόσο ὡραῖα ὄχι γιά νά τά εὐχαριστηθῆτε τρώγοντάς τα, διότι δέν μοῦ ἔρχεται οὔτε νά ἀγγίξω, ἀλλά τά ἔκανα ἔτσι πρῶτα γιά τήν δόξα τοῦ Κυρίου μας, πού αὔριο ἀνασταίνεται».
Μετάφρασις – Ἐπιμέλεια
Ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἁγίου Ὅρους Ἄθω 2002

πηγή

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Ο στρατηγός Μακρυγιάννης απαντάει στους "εκπαιδευτικούς" του ΠΑΜΕ


"Καί βγῆκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνῆτες, Ἕλληνες, σπορά τῆς ἐβραιουργιᾶς, πού εἶπαν νά μᾶς σβήσουν τήν Ἁγία Πίστη, τήν Ὀρθοδοξία, διότι ἡ Φραγκιά δέν μᾶς θέλει μέ τέτοιο ντύμα Ὀρθόδοξον. Καί ἐκάθησα καί ἔκλαιγα διά τά νέα παθήματα.
Καί ἐπῆγα πάλιν εἰς τούς φίλους μου τούς Ἁγίους. Ἄναψα τά καντήλια καί ἐλιβάνισα λιβάνιν καλόν ἁγιορείτικον. Καί σκουπίζοντας τά δάκρυά μου τούς εἶπα: "Δέν βλέπετε ποῦ θέλουν νά κάνουν τήν Ἑλλάδα παλιοψάθα; Βοηθεῖστε, διότι μᾶς παίρνουν, αὐτοί οἱ μισοέλληνες καί ἄθρησκοι, ὅ,τι πολύτιμον τζιβαϊρικόν ἔχομεν.
Φραγκεμένους μᾶς θέλουν τά τσογλάνια τοῦ τρισκατάρατού του Πάπα... Μην ἀφήσετε, Ἅγιοί μου αὐτά τά γκιντί πουλημένα κριγιάτατης τυραγνίας νά μασκαρέψουν καί νά ἀφανίσουν τούς Ἕλληνες, κάνοντας περισσότερο κακό ἀπό αὐτά πού καταδέχθηκεν ὁ Τοῦρκος ὡς τίμιος ἐχθρός μας".
 Καί εἶπαν οἱ ἄθρησκοι πού ἐβάλαμεν εἰς τόν σβέρκο μας νά μή μανθάνουν τά παιδιά μᾶς Χριστόν καί Παναγίαν, διότι θά μᾶς παρεξηγήσουν οἱ ἰσχυροί.

Καί βγῆκαν ἀκόμη νά 'ποτάξουν τήν Ἐκκλησίαν, διότι ἔχει πολλήν δύναμη και την φοβοῦνται. Καί εἶπαν λόγια ἄπρεπα διά τούς παπάδες. Ἐμεῖς, μέ σκιάν μας τόν Τίμιον Σταυρόν, ἐπολεμήσαμεν ὁλοῦθε, σέ κάστρα, σέ ντερβένια, σέ μπογάζια καί σέ ταμπούργια. Καί αὐτός ὁ Σταυρός μᾶς ἔσωσε.
Μᾶς ἔδωσε τήν νίκη καίἔχασε (ὁδήγησε σέ ἥττα) τόν ἄπιστον Τοῦρκον. Τόση μικρότητα στόν Σταυρό, τόν σωτήρα μας! 

Καί βρίζουν οἱ πουλημένοι εἰς τούς ξένους καί τούς παπάδες μας, τούς ζυγίζουν ἀναντρους καί ἀπόλεμους. Ἐμεῖς τούς παπάδες τούς εἴχαμε μαζί εἰς κάθε μετερίζι, εἰς κάθε πόνον καί δυστυχίαν. Ὄχι μόνον διά νά βλογᾶνε τά ὄπλα τά ἱερά, ἀλλά καί αὐτοί μέ ντουφέκι καί γιαταγάνι, πολεμώντας σάν λεοντάρια.
Ντροπή Ἕλληνες"!
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ (του Αντιπαρακμή) σχετικά με το κείμενο του ΠΑΜΕ Εκπαιδευτικών:
1) Δεν πρέπει να τεθεί θέμα, πως επιτρέπεται να διδάσκουν στα σχολεία, εκπαιδευτικοί που προσπαθούν να περάσουν  τέτοιες απόψεις; Και μάλιστα με γραπτό κείμενο που απευθύνετε στους ίδιους τους μαθητές (δείτε το στην επίσημη ιστοσελίδα τους εδώ);
2) Σίγουρα είναι ένα ακόμη ανθελληνικό "αμάρτημα" του ΚΚΕ. Φυσικά ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο είναι.
3) Ας κάνουν τον κόπο οι εκπαιδευτικοί του ΠΑΜΕ (ΚΚΕ), να αφήσουν για λίγο την προπαγάνδα του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών και να διαβάσουν τα απομνημονεύματα των αγωνιστών του 21. Δεν είναι τόσο κακό να βγάζεις για λίγο τις παρωπίδες.
4) Αν βαριούνται, ας κάνουν τουλάχιστον ένα κλικ εδώ: 
και ας διαβάσουν αυτό: 
«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε, «Πού πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα», αλλά, ως μια βροχή, έπεσε εις όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό, και εκάμαμε την επανάσταση».




πηγή:αντιπαρακμή


Μέρος του λόγου που εκφώνησε στην Πνύκα o Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

"Εἴμαστε ἀπόγονοι μονάχα τῆς μάνας μας, ποὺ μᾶς μίλησε ἑλληνικά, ποὺ προσευχήθηκε ἑλληνικά, ποὺ μᾶς νανούρισε μὲ παραμύθια γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Ἡρακλῆ, τὸν μαρμαρωμένο βασιλιὰ καὶ τὸν Παπαφλέσσα"


Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός,  Δάσκαλος Κιλκὶς 
Παράδοση: τροφὸς τοῦ μέλλοντος. Μέρος Α΄ 
Ἐν ἀρχῇ παραπομπὴ σ’ ἕναν μύθο τοῦ Αἰσώπου, ἂς ἔχουμε πάντοτε ὑπ’ ὄψιν ὅτι «μύθος ἐστὶ λόγος ψευδὴς εἰκονίζων τὴν ἀλήθειαν», ὁ μύθος ἐξεικονίζει, ὑποδηλώνει μία ἀληθινὴ κατάσταση.  Πρῶτα τὸ ἀρχαῖο κείμενο, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἀειφεγγὴ προγονικὴ γλώσσα καὶ κατόπιν ἡ νεοελληνικὴ ἀπόδοση:  «Ὄνος ἅλας γέμων ποταμὸν διέβαινεν. Ὀλισθήσας δὲ ὡς κατέπεσεν εἰς τὸ ὕδωρ, ἐκτακέντος τοῦ ἀλός, κουφότερος ἐξανέστη. Ἠσθεῖς δὲ ἐπὶ τούτω, ἐπειδὴ ὕστερον σπόγγους ἐμπεφορτισμένος, κατὰ τινὰ ποταμὸν ἐγένετο, ὠήθη ὅτι, ἐὰν πάλιν πέση, ἐλαφρότερος διεγερθήσεται. Καὶ δὴ ἐκῶν ὠλίσθησε. Συνέβη δὲ αὐτὸν τῶν σπόγγων ἀνασπασάντων τὸ ὕδωρ, μὴ δυνάμενον ἐξανίστασθαι, ἐν τούτω ἀποπνιγῆναι».
Δηλαδή: «Ἕνας γαίδαρος φορτωμένος ἁλάτι περνοῦσε ἕνα ποτάμι, ἀλλὰ γλίστρησε κι ἔπεσε στὸ νερό. Ἐπειδὴ ἔλιωσε τὸ ἁλάτι σηκώθηκε ἐλαφρότερος. Χάρηκε μ’ αὐτὸ κι ἔτσι μία ἄλλη φορᾶ ποὺ περνοῦσε φορτωμένος σφουγγάρια ἕνα ποτάμι, σκέφτηκε ὅτι, ἂν πέσει πάλι, θὰ σηκωθεῖ ἐλαφρότερος. Πράγματι γλίστρησε σκόπιμα. Τότε ὅμως τὰ σφουγγάρια ρούφηξαν τὸ νερό, βάρυναν καὶ ὁ γαίδαρος πνίγηκε».
Τὸ πάθημα τοῦ γαιδάρου, τὸ πάθαμε κι ἐμεῖς ὡς λαὸς καὶ....
δὲν ἐννοῶ ὅτι ἔχουμε κάποια σχέση μὲ τὸ ἄκακο ζῶο. Ἂν καὶ ὁ Γ.Σουρῆς, ποιητὴς κλαυσιγελώτων, ὅπως τοὺς ὀνόμαζαν οἱ ἀρχαῖοι λέει γιὰ τοὺς πολιτικούς: "Ὢ Ἑλλὰς ἡρώων χώρα/τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα".
Κουβαλούσαμε, λοιπόν, ὡς λαὸς στοὺς ὤμους μᾶς ἁλάτι. Τὸ ἁλάτι ἦταν καὶ εἶναι πολύτιμο. Ὁ Ὅμηρος τὸ ἀποκαλεῖ «θεῖον» καὶ χαρακτηρίζει βάρβαρούς τους λαοὺς ποὺ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦν. «Οὐδὲ θ’ ἄλασσι μεμιγμένον εἶδαν ἔδουσι». (Ὄδ. Λ, 123) «καὶ οὔτε καν ἁλατισμένο φαγητὸ τρῶνε». «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἅλας τῆς γής», ἐσεῖς εἶστε τὸ ἁλάτι τῆς γής, λέει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του, ὅλων τῶν αἰώνων. Τὸ ἁλάτι, παλιότερα, τὸ χρησιμοποιοῦσαν ὅπως σήμερα τὸ ψυγεῖο. Μὲς στὸ ἁλάτι ἡ τροφὴ δὲν σαπίζει.
Ἔτσι εἶναι καὶ ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ, συντηρεῖ τὸν κόσμο, τὸν σώζει καὶ νοστιμίζει τὴν ζωή, τῆς δίνει νόημα. Ἁλάτι εἶναι ἡ παράδοσή μας. Τί εἶναι παράδοση; Σύμφωνα μὲ τὴν ἐτυμολογία της, παράδοση δὲν εἶναι ὅ,τι παραλαμβάνει κανεὶς (ἀλλιῶς θὰ λεγόταν παραλαβὴ) ἀλλὰ ὅ,τι θὰ παραδώσει. (Ἀπὸ τὸ ρῆμα παραδίδωμι).
Παράδοση εἶναι ἡ ζωντανὴ φωνὴ τῶν κεκοιμημένων. Δὲν εἶναι στροφὴ πρὸς τὸ παρελθόν, ἀλλὰ τροφὴ γιὰ τὸ μέλλον. "Ἑλλάδα εἶσαι γεννημένη ἀπὸ τοὺς πεθαμένους" λέει ὁ ποιητὴς Τ. Λειβαδίτης, Ποτάμι εἶναι οἱ σειρῆνες τῆς καλοπέρασης, τῆς ὑλοφροσύνης, τοῦ εὔκολου καὶ ἄκοπου πλουτισμοῦ, αὐτὸ ποὺ λέμε Νέα Ἐποχή, ποὺ θέλει τὴ ζωή μας νὰ μοιράζεται μεταξὺ δύο συσκευῶν: τῆς τηλεόρασης καὶ τοῦ ψυγείου. Νὰ βλέπουμε τί θὰ φᾶμε καὶ νὰ τρῶμε βλέποντας. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ὀνομάζουν καταναλωτὲς καὶ ὄχι πολίτες. Καταναλωτὲς εἶναι τὰ ζῶα. Λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Ἄνθρωπος γὰρ ἐστὶν οὐκ ὅστις χείρας καὶ πόδας ἔχει ἀνθρώπου, οὒδ’ ὅστις ἐστὶ λογικὸς μόνον, ἂλλ’ ὅστις εὐσέβειαν καὶ ἀρετὴν μετὰ παρρησίας ἀσκεῖ». (Ε.π. 49, 423). 
Βουλιάξαμε σ’ αὐτὸ τὸ ὕπουλο ποτάμι, ἔλιωσε τὸ ἅλας, χάσαμε καὶ ξεχάσαμε τὴν παράδοσή μας καὶ νιώσαμε ἐλεύθεροι. Μὲ γλώσσα ἀνάπηρη - ἔλεγε σοφὸς Ρῶσος γλωσσολόγος, "ὅταν οἱ ἐχθροί σου θὰ ἔχουν ξεμάθει τὴν ὀρθογραφία τους, νὰ ξέρεις ὅτι ἡ νίκη πλησιάζει"- ἀφιλόπατροι καί, κυρίως, χωρὶς τὴν ἀμώμητο πίστη μας, χωρὶς Χριστὸ καὶ «χωρὶς Χριστό, ὅλα ἐπιτρέπονται», κατὰ τὴν ἀειθαλῆ ρήση τοῦ Ντοστογιέφσκι. Φορτωθήκαμε σφουγγάρια, εἴχαμε τζιβαϊρικὸν πολυτίμητο καὶ πήραμε ἀσκιὰ γιομάτ’ ἀγέρα καὶ κούφια καρύδια, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης.
Ὅμως, ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε. Ἕνας σύγχρονος γέροντας, ὁ πατὴρ Ἀνανίας Κουστένης, λέει: «Ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει, μόνο λίγο καιρὸ ξαποσταίνει. Τώρα εἴμαστε στὸ ξαπόσταμα». Ποιὰ εἶναι ἡ λύση. Νὰ γυρίσουμε πίσω: «Ὅλα τὰ ἔθνη γιὰ νὰ προοδεύσουν πρέπει νὰ βαδίσουν ἐμπρός, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ ποὺ πρέπει νὰ στραφεῖ πίσω», ἔλεγε ὁ σοφὸς ἀθηναιογράφος, Δημήτρης Καμπούρογλου. Σ’ αὐτὸ τὸ διαμαντένιο πέλαγος, τὴν παράδοσή μας θὰ βουτήξω καὶ θὰ ἀνασύρω λίγα τιμαλφῆ καὶ πολύτιμα γιὰ νὰ δοῦμε τί μᾶς πρέπει. Τώρα εἴμαστε σὰν τὸν ἄρρωστο, ὅμως δὲν εἴμαστε μόνοι μας. «Ἰδού, ὁ Χριστὸς ποὺ γέρνοντας / στοῦ πόνου τὸ κρεββάτι / σου σιάζει τὸ προσκέφαλο / καὶ σὲ παρηγορά», γράφει ὁ Σολωμὸς σ’ ἕνα ἐξαιρετικό του ποίημα. 
Κατὰ ἐποχὲς κάποιες λέξεις, καταλαμβάνουν πρωτεύουσα θέση στὸ λεξιλόγιό μας. Τώρα ἡ ἐπίζηλη λέξη εἶναι ἡ κρίση. Κατ’ ἐμὲ ἡ κρίση, γιὰ μᾶς τοὺς Ρωμηοὺς τουλάχιστον, εἶναι ἕνα προσωπεῖο πίσω ἀπὸ τὸ ὁποῖο βρίσκεται ἕνα πρόσωπο, ὁ τωρινὸς Ἕλληνας, ἡ σημερινὴ Ἑλληνίδα, ποὺ νοσταλγοῦν. Ἡ κρίση γιὰ μᾶς εἶναι μία πολὺ ὀδυνηρὴ νοσταλγία. Ἡ λέξη νοσταλγία, δὲν εἶναι λέξη ἑλληνική, τὸ σωστότερο εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι μιλάει ἑλληνικά.
Ὅπως, ἔλεγε ὁ μεγάλο Εὐρωπαῖος φιλόσοφος, Χάιντεγγερ, «αὐτὸ ποὺ χωρίζει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη γλώσσα, εἶναι ὅτι οἱ λέξεις δὲν παραπέμπουν στὰ πράγματα, ἀλλὰ εἰκονίζουν τὰ πράγματα. Ἀπαντᾶ ἡ κάθε λέξη στὸ ἐρώτημα «τί ἐστίν». Νόστος εἶναι ἡ ἐπάνοδος, ἡ ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα, ἡ παλιννόστηση. Ἄλγος εἶναι ὁ πόνος. Τὶς «παντρεύει» ὡραιότατα αὐτὲς τὶς δύο λέξεις ἡ γλώσσα μας, καί... τί τίκτεται; Ἡ νοσταλγία, ὁ πόνος, ὁ πόθος τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα. 
Παραπέμπω σ’ ἕνα ἔξοχο κείμενο τοῦ τροπαιούχου νομπελίστα μᾶς ποιητῆ Γιώργου Σεφέρη. «Ὅσο προχωρεῖ ὁ καιρός», ἔλεγε τὸ 1936, «καὶ τὰ γεγονότα, ζῶ ὁλοένα μὲ τὸ ἐντονότερο συναίσθημα πὼς δὲν εἴμαστε στὴν Ἑλλάδα• πῶς αὐτὸ τὸ κατασκεύασμα ποὺ τόσο σπουδαῖοι καὶ ποικίλοι ἀπεικονίζουν καθημερινά, δὲν εἶναι ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἕνας ἐφιάλτης μὲ ἐλάχιστα φωτεινὰ διαλείμματα, γεμάτα μὲ μία πολὺ βαριὰ νοσταλγία. Νὰ νοσταλγεῖς τὸν τόπο σου, ζώντας στὸν τόπο σου, τίποτε δὲν εἶναι πιὸ πικρό...».
Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, οἱ Ρωμηοί, οἱ Γραικοί, καὶ τὰ τρία δικά μας εἶναι-ἕνα μοιρολόι τῆς Ἅλωσης τῆς Πόλης, τοῦ Ματθαίου, Μυρέων, ἔγραφε: «Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον στὸ γένος τῶν Ρωμαίων / Ὤ! Πῶς ἐκαταστάθηκε τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων / Σ’ ἐμᾶς εἰς ὅλους τους Γραικοὺς / νὰ ἔλθη τούτ’ ἡ ὥρα» - τὴν πίκρα, τὴν ὀδύνη αὐτή, τὴν καταργοῦμε μὲ δύο δυνάμεις: τὴν πίστη καὶ τὴν μνήμη.
Τὸ ἁγιασμένο πετραχήλι τοῦ Πατροκοσμᾶ δίδασκε ψυχὴ καὶ Χριστό. Τὸ ἴδιο πράγμα εἶναι. Πρέπει νὰ βροῦμε τὴν ψυχή μας – ἂν καὶ δὲν μοῦ ἀρέσουν τὰ «πρέπει», «νὰ γδάρω τὸ πρέπει ἀπὸ τὸ γιώτα καὶ νὰ τὸ φτάσω μέχρι τὸ πῖ» ἔλεγε ὁ Ἐλύτης – ἔχουμε χρέος νὰ ἀνακαλύψουμε πάλι τὸ χρυσοφόρο κοίτασμα τῆς Παράδοσής μας. Κυρίως οἱ νέοι. 
«Νὰ μὴν βαριέστε τὸ ψάξιμο / καὶ νὰ μὴν κουράζεστε στὸ σκάψιμο». Ἔτσι ἀποκρίθηκε ὁ Παλαμᾶς σὲ φοιτητικὴ συντροφιὰ ποὺ τὸν ἐπισκέφτηκε τὴν μεγάλη ἡμέρα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940. Καὶ μέθυσαν ἐκεῖνα τὰ παιδιὰ μὲ τὸ «ἀθάνατο κρασὶ τοῦ ‘21». Καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ διαμαντοφόρητο πέλαγος τῆς παράδοσής μας, ποὺ φιλοξενεῖ τὰ προσανάμματα ποὺ ἐφώτισαν ὅλη τὴν Οἰκουμένη θὰ βγάλω λίγα κοσμήματα ἀπὸ μία περίοδο τῆς ἱστορίας μας, ποὺ δὲν τὴν πολυτιμοῦμε. Τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τότε ποὺ ἔλαμπε τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας, ἡ Πονεμένη Ρωμηοσύνη. Σήμερα δὲν ζοῦμε μία νέα Τουρκοκρατία, ὕπουλη καὶ δολερή, ὅπως ἔλεγε ὁ Μάνος Χατζηδάκις; Ὅπως καὶ τότε ἔτσι καὶ τώρα οἱ φίλοι μας οἱ Εὐρωπαῖοι μᾶς μέμφονται ὅτι δὲν εἴμαστε ἀπόγονοι Ἑλλήνων.
Ὅταν κάποτε ἕνας Φράγκος ρώτησε τὸν Σεφέρη «μὰ πιστεύετε σοβαρὰ ὅτι εἶστε πραγματικὰ ἀπόγονοί του Λεωνίδα καὶ τοῦ Θεμιστοκλῆ» ἀπάντησε:

 - «Ὄχι, εἴμαστε ἀπόγονοι μονάχα τῆς μάνας μας, ποὺ μᾶς μίλησε ἑλληνικά, ποὺ προσευχήθηκε ἑλληνικά, ποὺ μᾶς νανούρισε μὲ παραμύθια γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Ἡρακλῆ, τὸν μαρμαρωμένο βασιλιὰ καὶ τὸν Παπαφλέσσα καὶ ἐνίωθε τὴν ψυχή της νὰ βουρκώνει τὴν Μεγάλη Παρασκευή, μπροστὰ στὸ ξόδι τοῦ Θεανθρώπου». 
Καὶ νὰ ‘τᾶν μονάχα οἱ ξένοι; Ἔχουμε καὶ τοὺς δικούς μας Γραικύλους τῆς σήμερον, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης. Ἕνας παλιὸς θυμόσοφος ἐπίσκοπος ἔλεγε γιὰ κάποιους μεταμοντέρνους ἐκκλησιομάχους «ἂν δώσεις μία ὀδοντογλυφίδα σὲ ἕναν Νεοέλληνα, ἰδίως ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ξεκινᾶ τὸ ἐπίθετό του μὲ τὸ "παπᾶ", τότε στὰ δόντια του θὰ ἀνακαλύψεις ψίχουλα ἀπὸ τὰ πρόσφορα, ποὺ ἔφαγε καὶ μεγάλωσε ἡ οἰκογένειά του»…

Οι δάσκαλοι στα σχολεία να διδάσκετε στα παιδιά την προσευχή


Μεταφέρουμε παρακάτω κείμενο «Περί προσευχής» του μακαριστού Αρχιμανδρίτη π. Σεραφείμ Δημόπουλου:
Προσευχή είναι, η επικοινωνία του ανθρώπου μετά του Θεού. Η συνομιλία του αδυνάτου, του καταρυπωμένου ανθρώπου μετά του παντοδυνάμου και αγίου Θεού. Σήμερα οι άνθρωποι έχουν πολλούς τρόπους να επικοινωνούν μεταξύ τους. Τελευταία με τους δορυφόρους και τα κινητά τηλέφωνα. Η προσευχή είναι το κινητό τηλέφωνο διά του οποίου οιαδήποτε στιγμή δυνάμεθα να συνομιλήσωμεν, όσο χρόνο θέλουμε, μετά του Θεού. Ο Θεός ως άκρα αγάπη, ως άκρως φιλάνθρωπος, ευχαρίστως ακούει τη φωνή του δημιουργήματος Του. Την ακούει μετά πολλής προσοχής και ανταποκρίνεται εις τα αιτήματά μας, μας δίδει πλουσιοπαρόχως ό,τι συμφέρει για τη σωτηρία της ψυχής μας, ό,τι είναι ωφέλιμον.
Προσευχή σημαίνει να εκδιπλώσωμε την ψυχή μας ενώπιον του Θεού. Να εναποθέτωμε στις ρίζες του Σταυρού όλες μας τις θλίψεις, όλες μας τις ανάγκες, όλες μας τις αρρώστιες, όλα μας τα πάθη, τις ρυπαρές μας επιθυμίες, τις αδυναμίες μας, πού μας δεσμεύουν τη βούληση και μας μειώνουν την ελευθερία, τη φτώχεια μας και τους κακούς μας λογισμούς. Και να ζητάμε από τον Κύριο να μας λυτρώση, να μας απαλλάξη απ’ όλα αυτά…

Η προσευχή είναι η λεπτότερα, η ευγενεστέρα και η ανωτέρα λειτουργία της ψυχής. Γι’ αυτό και ο προσευχόμενος είναι λεπτότερος, ευγενέστερος και ανώτερος άνθρωπος.
Δεν υπάρχει καλυτέρα αξιοποίησις του χρόνου από την προσευχή. Έλεγε ένας από τους πλουσιωτέρους ανθρώπους: «Μη με απασχολείτε. Κάθε λεπτό μου κοστίζει τόσα δολάρια. Διότι θα σκεφθώ πώς θα κερδίσω χρήματα». Για μας τους πιστούς κάθε λεπτό φροντίζουμε να το εμβαπτίζωμε στην προσευχή; Για μας αξία έχει ο χρόνος μόνον, όταν διατίθεται στην προσευχή. Έχουμε ζήσει τόσα χρόνια, όσα προσευχόμεθα. Ο υπόλοιπος χρόνος πήγε χαμένος!
Η προσευχή είναι η μυστική πηγή, από την οποία ο πιστός αντλεί θάρρος, δύναμη και ανδρεία, διότι η δύναμή της είναι πολύ μεγάλη.
Η προσευχή εκδιώκει, απομακρύνει, εξορκίζει τα ακάθαρτα πνεύματα, όσα και αν είναι, όσον χρόνον και εάν κατατυρρανούν το θύμα τους. Εάν ένας θεοσεβής προσεύχεται διαπύρως, ο δαίμων εις το τέλος αναχωρεί. «Τούτο το γένος (των δαιμόνων) εν ουδενί δύναται εξελθείν, ει μη εν προσευχή και νηστεία», μας διαβεβαιώνει ο Κύριος μας (Μαρκ. 9,29). Διά της συντόνου, επιμόνου και πυρίνου προσευχής κατανικάς οιοδήποτε πάθος, όσονιίσχυρόν και εάν είναι, όσον βαθειές ρίζες και εάν έχει στη ζωή σου.
Ο μεγάλος Ρώσσος άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ παραγγέλλει να προσευχώμεθα διά τους άλλους, χωρίς να υπολογίζωμε την αμαρτωλότητά μας, και ο Θεός εισακούει τις προσευχές μας. Πρέπει, λοιπόν, μας το υπαγορεύει η αγάπη, να προσευχώμεθα διά τους άλλους, τους φίλους μας και τους εχθρούς μας, και έτσι θα ομοιάζουμε ως προς την αγαθότητα με τον ουράνιο Πατέρα μας, ο οποίος ανατέλλει τον ήλιό του επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους (Ματθ. 5,45).
Ο ελληνικός λαός δεν είναι λαός προσευχής. Η θρησκευτικότητά του εξαντλεϊται στη διαφύλαξη παραδόσεων και εθίμων, και αγνοεί το μεγάλο θησαυρό της προσευχής, από τον οποίο μπορεί να αντλήσει δύναμη και πλούτο, ώστε να φαίνεται ο πιο ευτυχισμένος και αυτάρκης λαός του κόσμου.
Πάντοτε και σε κάθε τόπο μπορούμε να προσευχώμεθα. Όταν εργαζώμεθα στα χωράφια, στο μαγαζί όταν εμπορευώμαστε, στη θάλασσα όταν ψαρεύωμε, στους δρόμους όταν ταξιδεύωμε, στην κλίνη μας όταν αναπαυώμαστε, πάντοτε μπορούμε να ψιθυρίσουμε δυο λόγια προσευχής. Και τα λόγια αυτά δεν πάνε χαμένα. Ελκύουν τη χάρη του Θεού, την ευλογία του ουρανού στη ζωή μας, και όλη η ημέρα, όλος ο χρόνος μας είναι μια χαρά και επιτυχία, διότι μας παρακολουθεί και μας χαριτώνει ο Κύριος Ιησούς Χριστός.
Λέγε, αδελφέ μου, πάντοτε την Ευχή. Όταν εργάζεσαι και όταν αναπαύεσαι, όταν οδηγείς το αυτοκίνητο σου και κατά την ώρα του ύπνου σου, του φαγητού. Λέγε την ευχή, η οποία όταν καλλιεργηθεί γίνεται λειτουργία της ψυχής. Μόνη της έρχεται και παραμένει ισοβίως. Μαστίγωνε τους δαίμονες, όπως λέγουν οι Πατέρες, με το όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.
Η συνεχής επανάληψις της Ευχής ολίγον κατ’ ολίγον καθαρίζει την ψυχή από κάθε πάθος και επιθυμία επιβλαβή και η ψυχή, αφού καθαρθή, κατακοσμείται με κάθε αρετή. Εις την Ορθόδοξη Εκκλησία μας έχει καθιερωθεί η Ευχή και οι Πατέρες συνιστούν και προτρέπουν όχι μόνον οι μοναχοί αλλά και οι εν τω κόσμω διαβιούντες να λέγουν την Ευχή πάντοτε.
Λέγε, αδελφέ μου, το «Κύριε, ελέησον», «Κύριε, ελέησον», «Κύριε, ελέησον». «Υπεραγία Θεοτόκε, πρέσβευε υπέρ ημών», «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς». Λέγε χωρίς να σε αντιλαμβάνεται κανείς. Μέσα σου, στη δουλειά, στο δρόμο, στο τραπέζι, στο κρεβάτι, όταν ξεκουράζεσαι, σε κάθε εκδήλωση και στιγμή της ζωής σου. Οι μεγάλοι ερημίτες δε γνώριζαν Πάσχα, γιορτές, καθημερινές. Δεν είχαν ακολουθίες, είχαν μόνο προσευχή. Μόνο με την προσευχή θα προκαλέσουμε το έλεος του Θεού. Οι δάσκαλοι στα σχολεία να διδάσκετε στα παιδιά την προσευχή. Δεν χρειάζονται τόσο οι αποδείξεις περί του Θεού, όσο το να μάθουν οι άνθρωποι να προσεύχωνται. Η προσευχή αγιάζει τον άνθρωπο. Γι’ αυτό έχει συκοφαντηθεί και την πολεμάει τόσο πολύ ο διάβολος. Πολεμάει ό,τι είναι ωφέλιμο για τον άνθρωπο.
Η προσευχή είναι ανώτερη από όλες τις αρετές. Να μην αποκάμης ποτέ στην προσευχή. Να προσεύχεσαι όπως ο τελώνης, όπως ο ληστής, όπως η πόρνη, όπως η Χαναναία. Να προσεύχεσαι με συντριβή, με ταπείνωση, με αίσθημα αναξιότητος μπροστά στο Θεό. Να αγαπήσης το σπίτι και να προσεύχεσαι. Το πολύ έξω δε βγάζει πουθενά.
Περισσότερο βοηθάει ο πιστός τον κόσμο με την προσευχή, παρά με τα χρήματα. Προσευχή, προσευχή, προσευχή. Η προσευχή εξευμενίζει το Θεό. Ελκύει τη χάρι και το ελεός Του.
Από το βιβλίο «π. Σεραφείμ Δημόπουλος (1937-2008), Ένας ασκητής μέσα στο σύγχρονο κόσμο», Έκδοση Ορθοδόξου Χριστιανικού Συλλόγου «Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος», Λάρισα 2011
http://thriskeftika.blogspot.com

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

ΕΠΙΚΑΙΡΟ ΟΣΟ ΠΟΤΕ! Ο ΘΡΥΛΙΚΟΣ «ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ» ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΟΥΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ ΠΟΥ ΤΡΩΓΟΠΙΝΟΥΝ ΣΕ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ!


Ένας ενδεικτικός διάλογος του Νικηταρά με τον Κολοκοτρώνη, που θα πρέπει να διαβάσουμε όλοι και κυρίως ΑΥΤΟΙ στους οποίους αναφέρονται οι μεγάλοι Αγωνιστές του 1821, που μετά την Επανάσταση έζησαν μέσα στη φτώχεια τους, αρνούμενοι προνόμια και παχυλούς μισθούς ενώ γύρω τους ο κοσμάκης υπέφερε και η Ελλάδα ήταν συντρίμμια:
Είχε τελειώσει ο Αγώνας κι οι δοξασμένοι αρχηγοί του είχαν αποτραβηχτεί από τις πολεμικές τους ασχολίες και ξεκουράζονταν στα σπίτια τους. Έτσι κι ο θρυλικός Τουρκοφάγος Νικηταράς, φτωχότερος απ’ ότι ήταν πριν αρχίσει η επανάσταση, στο φτωχικό του στον Πειραιά.
Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς όταν τον επισκέφτηκε ο δοξασμένος θείος του, ο Γέρος του Μοριά. Καθισμένοι στην αυλή του σπιτιού οι δυο Στρατηγοί συζητούσαν για τα περιστατικά του αγώνα, όταν ένα τσούρμο από παιδιά της γειτονιάς, μπήκαν στον αυλόγυρο κι άρχισαν να τραγουδούν τα κάλαντα για τον ερχομό του καινούργιου χρόνου.
Όταν τελείωσαν τα παιδιά, ο Νικηταράς ζήτησε από τον Κολοκοτρώνη μερικούς παράδες να τους δώσει, όπως ήταν το έθιμο, γιατί εκείνος δεν είχε.
Ο Γέρος του έδωσε πρόθυμα, αλλά του είπε για να τον πειράξει:
- Δεν ντρέπεσαι να διακονεύεις, κοτζάμ καπετάνιος εσύ, με τόσες δόξες; Τι σόι Στρατηγός είσαι τότενες.
Ο Νικηταράς κοίταξε ήρεμα το θείο του και του απάντησε σεμνά:
- Πραματευτής δεν ήμουνα. Η μοίρα μου το θέλησε να γίνω καπετάνιος. Μα δε θα ήτανε σωστό να κάνω πραμάτεια το καπετανλίκι μου για να καζαντίσω*!!!
*να καζαντίσω = να κερδίσω, να οικονομήσω.

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2013

Ο κοντεμένος άγιος...

gerontewΤου Αρχιμ. Πορφυρίου, Ηγουμένου της Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Βέροιας | Romfea.gr
Μπορεί ο Φλεβάρης να είναι κουτσός και δίσεκτος, αλλά και στις εικοσιενιά του, όταν τις έχει, έχει και άγιο.
Όταν είναι κοντεμένος, η μνήμη της 29ης, αν είσαι φιλόσιος βέβαια, μεταφέρεις την μνήμη του σήμερα, στις 28. Έτσι κάναμε και εμείς. Γιορτάσαμε τον Όσιο Κασσιανό τον Ρωμαίο σήμερα.
Είχα την ευλογία να υπηρετήσω έναν υπερήλικα γέροντα μοναχό, ναυτικό στα νειάτα του, και να μάθω μία πολύ ωραία ιστορία, σαν παραμυθάκι, γιά αυτόν τον Άγιο.
Ο άγιος Κασσιανός, ή Ιωάννης ο Κασσιανός ήταν μαθητής του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου και μετέφερε τον ανατολικό μοναχισμό στην Δύση.
Έγραψε πραγματείες γιά την μοναχική πολιτεία. Αναδείχτηκε φωστήρας της Εκκλησίας.
Ο γερο Γελάσιος λοιπόν είχε αγάπη στους περιφρονημένους αγίους.
Αυτοί είναι οι άγιοι οι δεύτεροι και τρίτοι της κάθε μέρας, που συνήθως καταλιμπάνεται η μνήμη τους ή «αναγινώσκεται εν τοις Αποδείπνοις, ή εν τοις κελλίοις».
Τέτοιον θεωρούσε και τον Άγιο Κασσιανό. Και έτσι, αντί να εορτάζει τον άγιό του, στις 23 Δεκεμβρίου, κερνούσε στις 28 ή 29 γιά τον περιφρονημένο άγιο, τον άγιο Κασσιανό.
Ήταν Επιστάτης στην Ιερά Επιστασία και γιά τα Χριστούγεννα γυρνούσε στο Μοναστήρι.
Έτσι δεν μπορούσε να εορτάσει τον Άγιο Γελάσιο, από τους Δέκα Μάρτυρες της Κρήτης.
Αν όμως παρέμενε και γιά το επόμενο έτος Επιστάτης ή Αντιπρόσωπος, άνετα κερνούσε γιά τον Άγιο Κασσιανό.
Τα χρόνια πέρασαν και οι πόνοι των ποδιών έκαμναν το γεροντάκι πλέον να επικαλείται όλους τους φίλους του αγίους.
Είδε τον Άγιο Ιάκωβο τον Αδελφόθεο να λειτουργάει Μεγάλη Πέμπτη.
Η Αγία Αναστασία η Ρωμαία, η Γρηγοριάτισσα, όπως την αποκαλούσε, φανέρωσε την επίσκεψή της με μία μοσχοβολιά στο κελλί του και στα διπλανά. Πήγε και ο Άγιος Βησσαρίων των Μεγάλων Πυλών. Όμως οι πόνοι των ποδιών φαίνεται πως ήθελαν άλλον άγιο.
Έτσι, ένα πρωϊνό, μας λέει, μέσα στα δάκρυα, που συνεχώς έρρεαν πλέον από τα μικροκαμωμένα ματάκια του: «Φέρε με πρώτα λίγον ασβέστη, λιωμένον, και μετά θα σε πω».
Άντε να τον αφήσεις σε ησυχία μετά από αυτό. Κάτι θα είδε πάλι ο παπούς. Ποιός περιμένει; Δεν χρειάστηκε να επιμείνουμε πολύ. Φέραμε και τον ασβέστη: «Νά, ήρθε ο Κασσιανός και με είπε να αλείψω με ασβέστη τα πόδια».
Και πώς ήταν, γέροντα, ο φίλος σου; «Δυτικός ήταν, η φορεσιά του δεν ήταν σαν τη δικιά μας. Με είπε είμαι ο Κασσιανός. Με φώναξες και ήρθα». Και άρχισε πάλι, γιά μυριοστή φορά, να ξαναλέει πόσο τιμούσε αυτόν τον «περιφρονεμένο» άγιο.
Άλειψε με τον ασβέστη τα πόδια του και γιά αρκετόν καιρό αισθανόταν ανακούφιση.
Φώναξε όλους τους αγίους, αλλά φώναξε και τον Κασσιανό, με μεγαλύτερο παράπονο. –Και σύ με ξέχασες, Κασσιανέ; Είπε, και ο Άγιος έτρεξε να τον συμπαρασταθεί στους πόνους του, να ανταποδώσει κάπως τα κεράσματα στο Πρωτάτο.
Όλη την ημέρα προσπαθούσα να τελειώσω αυτό το κείμενο. Αλλά τώρα τα κατάφερα που η μέρα άλλαξε. Έστω και αργά, θυμηθήκαμε το γεγονός αυτό το θαυμαστό με τον τελευταίο άγιο του Φλεβάρη.
Καλόν μήνα, γιά τον Μάρτιο που άρχισε.