Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός,
Δάσκαλος Κιλκὶς
Παράδοση: τροφὸς τοῦ μέλλοντος. Μέρος Α΄
Ἐν ἀρχῇ παραπομπὴ σ’ ἕναν μύθο τοῦ Αἰσώπου, ἂς ἔχουμε πάντοτε ὑπ’ ὄψιν ὅτι «μύθος ἐστὶ λόγος ψευδὴς εἰκονίζων τὴν ἀλήθειαν», ὁ μύθος ἐξεικονίζει, ὑποδηλώνει μία ἀληθινὴ κατάσταση. Πρῶτα τὸ ἀρχαῖο κείμενο, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἀειφεγγὴ προγονικὴ γλώσσα καὶ κατόπιν ἡ νεοελληνικὴ ἀπόδοση: «Ὄνος ἅλας γέμων ποταμὸν διέβαινεν. Ὀλισθήσας δὲ ὡς κατέπεσεν εἰς τὸ ὕδωρ, ἐκτακέντος τοῦ ἀλός, κουφότερος ἐξανέστη. Ἠσθεῖς δὲ ἐπὶ τούτω, ἐπειδὴ ὕστερον σπόγγους ἐμπεφορτισμένος, κατὰ τινὰ ποταμὸν ἐγένετο, ὠήθη ὅτι, ἐὰν πάλιν πέση, ἐλαφρότερος διεγερθήσεται. Καὶ δὴ ἐκῶν ὠλίσθησε. Συνέβη δὲ αὐτὸν τῶν σπόγγων ἀνασπασάντων τὸ ὕδωρ, μὴ δυνάμενον ἐξανίστασθαι, ἐν τούτω ἀποπνιγῆναι».
Δηλαδή: «Ἕνας γαίδαρος φορτωμένος ἁλάτι περνοῦσε ἕνα ποτάμι, ἀλλὰ γλίστρησε κι ἔπεσε στὸ νερό. Ἐπειδὴ ἔλιωσε τὸ ἁλάτι σηκώθηκε ἐλαφρότερος. Χάρηκε μ’ αὐτὸ κι ἔτσι μία ἄλλη φορᾶ ποὺ περνοῦσε φορτωμένος σφουγγάρια ἕνα ποτάμι, σκέφτηκε ὅτι, ἂν πέσει πάλι, θὰ σηκωθεῖ ἐλαφρότερος. Πράγματι γλίστρησε σκόπιμα. Τότε ὅμως τὰ σφουγγάρια ρούφηξαν τὸ νερό, βάρυναν καὶ ὁ γαίδαρος πνίγηκε».
Τὸ πάθημα τοῦ γαιδάρου, τὸ πάθαμε κι ἐμεῖς ὡς λαὸς καὶ....
Παράδοση: τροφὸς τοῦ μέλλοντος. Μέρος Α΄
Ἐν ἀρχῇ παραπομπὴ σ’ ἕναν μύθο τοῦ Αἰσώπου, ἂς ἔχουμε πάντοτε ὑπ’ ὄψιν ὅτι «μύθος ἐστὶ λόγος ψευδὴς εἰκονίζων τὴν ἀλήθειαν», ὁ μύθος ἐξεικονίζει, ὑποδηλώνει μία ἀληθινὴ κατάσταση. Πρῶτα τὸ ἀρχαῖο κείμενο, γιὰ νὰ ἀπολαύσουμε τὴν ἀειφεγγὴ προγονικὴ γλώσσα καὶ κατόπιν ἡ νεοελληνικὴ ἀπόδοση: «Ὄνος ἅλας γέμων ποταμὸν διέβαινεν. Ὀλισθήσας δὲ ὡς κατέπεσεν εἰς τὸ ὕδωρ, ἐκτακέντος τοῦ ἀλός, κουφότερος ἐξανέστη. Ἠσθεῖς δὲ ἐπὶ τούτω, ἐπειδὴ ὕστερον σπόγγους ἐμπεφορτισμένος, κατὰ τινὰ ποταμὸν ἐγένετο, ὠήθη ὅτι, ἐὰν πάλιν πέση, ἐλαφρότερος διεγερθήσεται. Καὶ δὴ ἐκῶν ὠλίσθησε. Συνέβη δὲ αὐτὸν τῶν σπόγγων ἀνασπασάντων τὸ ὕδωρ, μὴ δυνάμενον ἐξανίστασθαι, ἐν τούτω ἀποπνιγῆναι».
Δηλαδή: «Ἕνας γαίδαρος φορτωμένος ἁλάτι περνοῦσε ἕνα ποτάμι, ἀλλὰ γλίστρησε κι ἔπεσε στὸ νερό. Ἐπειδὴ ἔλιωσε τὸ ἁλάτι σηκώθηκε ἐλαφρότερος. Χάρηκε μ’ αὐτὸ κι ἔτσι μία ἄλλη φορᾶ ποὺ περνοῦσε φορτωμένος σφουγγάρια ἕνα ποτάμι, σκέφτηκε ὅτι, ἂν πέσει πάλι, θὰ σηκωθεῖ ἐλαφρότερος. Πράγματι γλίστρησε σκόπιμα. Τότε ὅμως τὰ σφουγγάρια ρούφηξαν τὸ νερό, βάρυναν καὶ ὁ γαίδαρος πνίγηκε».
Τὸ πάθημα τοῦ γαιδάρου, τὸ πάθαμε κι ἐμεῖς ὡς λαὸς καὶ....
δὲν ἐννοῶ
ὅτι ἔχουμε κάποια σχέση μὲ τὸ ἄκακο ζῶο. Ἂν καὶ ὁ Γ.Σουρῆς, ποιητὴς
κλαυσιγελώτων, ὅπως τοὺς ὀνόμαζαν οἱ ἀρχαῖοι λέει γιὰ τοὺς πολιτικούς: "Ὢ Ἑλλὰς
ἡρώων χώρα/τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα".
Κουβαλούσαμε, λοιπόν, ὡς λαὸς στοὺς ὤμους μᾶς ἁλάτι. Τὸ ἁλάτι ἦταν καὶ εἶναι πολύτιμο. Ὁ Ὅμηρος τὸ ἀποκαλεῖ «θεῖον» καὶ χαρακτηρίζει βάρβαρούς τους λαοὺς ποὺ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦν. «Οὐδὲ θ’ ἄλασσι μεμιγμένον εἶδαν ἔδουσι». (Ὄδ. Λ, 123) «καὶ οὔτε καν ἁλατισμένο φαγητὸ τρῶνε». «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἅλας τῆς γής», ἐσεῖς εἶστε τὸ ἁλάτι τῆς γής, λέει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του, ὅλων τῶν αἰώνων. Τὸ ἁλάτι, παλιότερα, τὸ χρησιμοποιοῦσαν ὅπως σήμερα τὸ ψυγεῖο. Μὲς στὸ ἁλάτι ἡ τροφὴ δὲν σαπίζει.
Ἔτσι εἶναι καὶ ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ, συντηρεῖ τὸν κόσμο, τὸν σώζει καὶ νοστιμίζει τὴν ζωή, τῆς δίνει νόημα. Ἁλάτι εἶναι ἡ παράδοσή μας. Τί εἶναι παράδοση; Σύμφωνα μὲ τὴν ἐτυμολογία της, παράδοση δὲν εἶναι ὅ,τι παραλαμβάνει κανεὶς (ἀλλιῶς θὰ λεγόταν παραλαβὴ) ἀλλὰ ὅ,τι θὰ παραδώσει. (Ἀπὸ τὸ ρῆμα παραδίδωμι).
Παράδοση εἶναι ἡ ζωντανὴ φωνὴ τῶν κεκοιμημένων. Δὲν εἶναι στροφὴ πρὸς τὸ παρελθόν, ἀλλὰ τροφὴ γιὰ τὸ μέλλον. "Ἑλλάδα εἶσαι γεννημένη ἀπὸ τοὺς πεθαμένους" λέει ὁ ποιητὴς Τ. Λειβαδίτης, Ποτάμι εἶναι οἱ σειρῆνες τῆς καλοπέρασης, τῆς ὑλοφροσύνης, τοῦ εὔκολου καὶ ἄκοπου πλουτισμοῦ, αὐτὸ ποὺ λέμε Νέα Ἐποχή, ποὺ θέλει τὴ ζωή μας νὰ μοιράζεται μεταξὺ δύο συσκευῶν: τῆς τηλεόρασης καὶ τοῦ ψυγείου. Νὰ βλέπουμε τί θὰ φᾶμε καὶ νὰ τρῶμε βλέποντας. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ὀνομάζουν καταναλωτὲς καὶ ὄχι πολίτες. Καταναλωτὲς εἶναι τὰ ζῶα. Λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Ἄνθρωπος γὰρ ἐστὶν οὐκ ὅστις χείρας καὶ πόδας ἔχει ἀνθρώπου, οὒδ’ ὅστις ἐστὶ λογικὸς μόνον, ἂλλ’ ὅστις εὐσέβειαν καὶ ἀρετὴν μετὰ παρρησίας ἀσκεῖ». (Ε.π. 49, 423).
Βουλιάξαμε σ’ αὐτὸ τὸ ὕπουλο ποτάμι, ἔλιωσε τὸ ἅλας, χάσαμε καὶ ξεχάσαμε τὴν παράδοσή μας καὶ νιώσαμε ἐλεύθεροι. Μὲ γλώσσα ἀνάπηρη - ἔλεγε σοφὸς Ρῶσος γλωσσολόγος, "ὅταν οἱ ἐχθροί σου θὰ ἔχουν ξεμάθει τὴν ὀρθογραφία τους, νὰ ξέρεις ὅτι ἡ νίκη πλησιάζει"- ἀφιλόπατροι καί, κυρίως, χωρὶς τὴν ἀμώμητο πίστη μας, χωρὶς Χριστὸ καὶ «χωρὶς Χριστό, ὅλα ἐπιτρέπονται», κατὰ τὴν ἀειθαλῆ ρήση τοῦ Ντοστογιέφσκι. Φορτωθήκαμε σφουγγάρια, εἴχαμε τζιβαϊρικὸν πολυτίμητο καὶ πήραμε ἀσκιὰ γιομάτ’ ἀγέρα καὶ κούφια καρύδια, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης.
Ὅμως, ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε. Ἕνας σύγχρονος γέροντας, ὁ πατὴρ Ἀνανίας Κουστένης, λέει: «Ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει, μόνο λίγο καιρὸ ξαποσταίνει. Τώρα εἴμαστε στὸ ξαπόσταμα». Ποιὰ εἶναι ἡ λύση. Νὰ γυρίσουμε πίσω: «Ὅλα τὰ ἔθνη γιὰ νὰ προοδεύσουν πρέπει νὰ βαδίσουν ἐμπρός, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ ποὺ πρέπει νὰ στραφεῖ πίσω», ἔλεγε ὁ σοφὸς ἀθηναιογράφος, Δημήτρης Καμπούρογλου. Σ’ αὐτὸ τὸ διαμαντένιο πέλαγος, τὴν παράδοσή μας θὰ βουτήξω καὶ θὰ ἀνασύρω λίγα τιμαλφῆ καὶ πολύτιμα γιὰ νὰ δοῦμε τί μᾶς πρέπει. Τώρα εἴμαστε σὰν τὸν ἄρρωστο, ὅμως δὲν εἴμαστε μόνοι μας. «Ἰδού, ὁ Χριστὸς ποὺ γέρνοντας / στοῦ πόνου τὸ κρεββάτι / σου σιάζει τὸ προσκέφαλο / καὶ σὲ παρηγορά», γράφει ὁ Σολωμὸς σ’ ἕνα ἐξαιρετικό του ποίημα.
Κατὰ ἐποχὲς κάποιες λέξεις, καταλαμβάνουν πρωτεύουσα θέση στὸ λεξιλόγιό μας. Τώρα ἡ ἐπίζηλη λέξη εἶναι ἡ κρίση. Κατ’ ἐμὲ ἡ κρίση, γιὰ μᾶς τοὺς Ρωμηοὺς τουλάχιστον, εἶναι ἕνα προσωπεῖο πίσω ἀπὸ τὸ ὁποῖο βρίσκεται ἕνα πρόσωπο, ὁ τωρινὸς Ἕλληνας, ἡ σημερινὴ Ἑλληνίδα, ποὺ νοσταλγοῦν. Ἡ κρίση γιὰ μᾶς εἶναι μία πολὺ ὀδυνηρὴ νοσταλγία. Ἡ λέξη νοσταλγία, δὲν εἶναι λέξη ἑλληνική, τὸ σωστότερο εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι μιλάει ἑλληνικά.
Ὅπως, ἔλεγε ὁ μεγάλο Εὐρωπαῖος φιλόσοφος, Χάιντεγγερ, «αὐτὸ ποὺ χωρίζει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη γλώσσα, εἶναι ὅτι οἱ λέξεις δὲν παραπέμπουν στὰ πράγματα, ἀλλὰ εἰκονίζουν τὰ πράγματα. Ἀπαντᾶ ἡ κάθε λέξη στὸ ἐρώτημα «τί ἐστίν». Νόστος εἶναι ἡ ἐπάνοδος, ἡ ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα, ἡ παλιννόστηση. Ἄλγος εἶναι ὁ πόνος. Τὶς «παντρεύει» ὡραιότατα αὐτὲς τὶς δύο λέξεις ἡ γλώσσα μας, καί... τί τίκτεται; Ἡ νοσταλγία, ὁ πόνος, ὁ πόθος τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα.
Παραπέμπω σ’ ἕνα ἔξοχο κείμενο τοῦ τροπαιούχου νομπελίστα μᾶς ποιητῆ Γιώργου Σεφέρη. «Ὅσο προχωρεῖ ὁ καιρός», ἔλεγε τὸ 1936, «καὶ τὰ γεγονότα, ζῶ ὁλοένα μὲ τὸ ἐντονότερο συναίσθημα πὼς δὲν εἴμαστε στὴν Ἑλλάδα• πῶς αὐτὸ τὸ κατασκεύασμα ποὺ τόσο σπουδαῖοι καὶ ποικίλοι ἀπεικονίζουν καθημερινά, δὲν εἶναι ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἕνας ἐφιάλτης μὲ ἐλάχιστα φωτεινὰ διαλείμματα, γεμάτα μὲ μία πολὺ βαριὰ νοσταλγία. Νὰ νοσταλγεῖς τὸν τόπο σου, ζώντας στὸν τόπο σου, τίποτε δὲν εἶναι πιὸ πικρό...».
Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, οἱ Ρωμηοί, οἱ Γραικοί, καὶ τὰ τρία δικά μας εἶναι-ἕνα μοιρολόι τῆς Ἅλωσης τῆς Πόλης, τοῦ Ματθαίου, Μυρέων, ἔγραφε: «Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον στὸ γένος τῶν Ρωμαίων / Ὤ! Πῶς ἐκαταστάθηκε τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων / Σ’ ἐμᾶς εἰς ὅλους τους Γραικοὺς / νὰ ἔλθη τούτ’ ἡ ὥρα» - τὴν πίκρα, τὴν ὀδύνη αὐτή, τὴν καταργοῦμε μὲ δύο δυνάμεις: τὴν πίστη καὶ τὴν μνήμη.
Τὸ ἁγιασμένο πετραχήλι τοῦ Πατροκοσμᾶ δίδασκε ψυχὴ καὶ Χριστό. Τὸ ἴδιο πράγμα εἶναι. Πρέπει νὰ βροῦμε τὴν ψυχή μας – ἂν καὶ δὲν μοῦ ἀρέσουν τὰ «πρέπει», «νὰ γδάρω τὸ πρέπει ἀπὸ τὸ γιώτα καὶ νὰ τὸ φτάσω μέχρι τὸ πῖ» ἔλεγε ὁ Ἐλύτης – ἔχουμε χρέος νὰ ἀνακαλύψουμε πάλι τὸ χρυσοφόρο κοίτασμα τῆς Παράδοσής μας. Κυρίως οἱ νέοι.
«Νὰ μὴν βαριέστε τὸ ψάξιμο / καὶ νὰ μὴν κουράζεστε στὸ σκάψιμο». Ἔτσι ἀποκρίθηκε ὁ Παλαμᾶς σὲ φοιτητικὴ συντροφιὰ ποὺ τὸν ἐπισκέφτηκε τὴν μεγάλη ἡμέρα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940. Καὶ μέθυσαν ἐκεῖνα τὰ παιδιὰ μὲ τὸ «ἀθάνατο κρασὶ τοῦ ‘21». Καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ διαμαντοφόρητο πέλαγος τῆς παράδοσής μας, ποὺ φιλοξενεῖ τὰ προσανάμματα ποὺ ἐφώτισαν ὅλη τὴν Οἰκουμένη θὰ βγάλω λίγα κοσμήματα ἀπὸ μία περίοδο τῆς ἱστορίας μας, ποὺ δὲν τὴν πολυτιμοῦμε. Τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τότε ποὺ ἔλαμπε τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας, ἡ Πονεμένη Ρωμηοσύνη. Σήμερα δὲν ζοῦμε μία νέα Τουρκοκρατία, ὕπουλη καὶ δολερή, ὅπως ἔλεγε ὁ Μάνος Χατζηδάκις; Ὅπως καὶ τότε ἔτσι καὶ τώρα οἱ φίλοι μας οἱ Εὐρωπαῖοι μᾶς μέμφονται ὅτι δὲν εἴμαστε ἀπόγονοι Ἑλλήνων.
Ὅταν κάποτε ἕνας Φράγκος ρώτησε τὸν Σεφέρη «μὰ πιστεύετε σοβαρὰ ὅτι εἶστε πραγματικὰ ἀπόγονοί του Λεωνίδα καὶ τοῦ Θεμιστοκλῆ» ἀπάντησε:
Κουβαλούσαμε, λοιπόν, ὡς λαὸς στοὺς ὤμους μᾶς ἁλάτι. Τὸ ἁλάτι ἦταν καὶ εἶναι πολύτιμο. Ὁ Ὅμηρος τὸ ἀποκαλεῖ «θεῖον» καὶ χαρακτηρίζει βάρβαρούς τους λαοὺς ποὺ δὲν τὸ χρησιμοποιοῦν. «Οὐδὲ θ’ ἄλασσι μεμιγμένον εἶδαν ἔδουσι». (Ὄδ. Λ, 123) «καὶ οὔτε καν ἁλατισμένο φαγητὸ τρῶνε». «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ ἅλας τῆς γής», ἐσεῖς εἶστε τὸ ἁλάτι τῆς γής, λέει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του, ὅλων τῶν αἰώνων. Τὸ ἁλάτι, παλιότερα, τὸ χρησιμοποιοῦσαν ὅπως σήμερα τὸ ψυγεῖο. Μὲς στὸ ἁλάτι ἡ τροφὴ δὲν σαπίζει.
Ἔτσι εἶναι καὶ ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ, συντηρεῖ τὸν κόσμο, τὸν σώζει καὶ νοστιμίζει τὴν ζωή, τῆς δίνει νόημα. Ἁλάτι εἶναι ἡ παράδοσή μας. Τί εἶναι παράδοση; Σύμφωνα μὲ τὴν ἐτυμολογία της, παράδοση δὲν εἶναι ὅ,τι παραλαμβάνει κανεὶς (ἀλλιῶς θὰ λεγόταν παραλαβὴ) ἀλλὰ ὅ,τι θὰ παραδώσει. (Ἀπὸ τὸ ρῆμα παραδίδωμι).
Παράδοση εἶναι ἡ ζωντανὴ φωνὴ τῶν κεκοιμημένων. Δὲν εἶναι στροφὴ πρὸς τὸ παρελθόν, ἀλλὰ τροφὴ γιὰ τὸ μέλλον. "Ἑλλάδα εἶσαι γεννημένη ἀπὸ τοὺς πεθαμένους" λέει ὁ ποιητὴς Τ. Λειβαδίτης, Ποτάμι εἶναι οἱ σειρῆνες τῆς καλοπέρασης, τῆς ὑλοφροσύνης, τοῦ εὔκολου καὶ ἄκοπου πλουτισμοῦ, αὐτὸ ποὺ λέμε Νέα Ἐποχή, ποὺ θέλει τὴ ζωή μας νὰ μοιράζεται μεταξὺ δύο συσκευῶν: τῆς τηλεόρασης καὶ τοῦ ψυγείου. Νὰ βλέπουμε τί θὰ φᾶμε καὶ νὰ τρῶμε βλέποντας. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς ὀνομάζουν καταναλωτὲς καὶ ὄχι πολίτες. Καταναλωτὲς εἶναι τὰ ζῶα. Λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος: «Ἄνθρωπος γὰρ ἐστὶν οὐκ ὅστις χείρας καὶ πόδας ἔχει ἀνθρώπου, οὒδ’ ὅστις ἐστὶ λογικὸς μόνον, ἂλλ’ ὅστις εὐσέβειαν καὶ ἀρετὴν μετὰ παρρησίας ἀσκεῖ». (Ε.π. 49, 423).
Βουλιάξαμε σ’ αὐτὸ τὸ ὕπουλο ποτάμι, ἔλιωσε τὸ ἅλας, χάσαμε καὶ ξεχάσαμε τὴν παράδοσή μας καὶ νιώσαμε ἐλεύθεροι. Μὲ γλώσσα ἀνάπηρη - ἔλεγε σοφὸς Ρῶσος γλωσσολόγος, "ὅταν οἱ ἐχθροί σου θὰ ἔχουν ξεμάθει τὴν ὀρθογραφία τους, νὰ ξέρεις ὅτι ἡ νίκη πλησιάζει"- ἀφιλόπατροι καί, κυρίως, χωρὶς τὴν ἀμώμητο πίστη μας, χωρὶς Χριστὸ καὶ «χωρὶς Χριστό, ὅλα ἐπιτρέπονται», κατὰ τὴν ἀειθαλῆ ρήση τοῦ Ντοστογιέφσκι. Φορτωθήκαμε σφουγγάρια, εἴχαμε τζιβαϊρικὸν πολυτίμητο καὶ πήραμε ἀσκιὰ γιομάτ’ ἀγέρα καὶ κούφια καρύδια, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Μακρυγιάννης.
Ὅμως, ἂς μὴν ἀπελπιζόμαστε. Ἕνας σύγχρονος γέροντας, ὁ πατὴρ Ἀνανίας Κουστένης, λέει: «Ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν πεθαίνει, μόνο λίγο καιρὸ ξαποσταίνει. Τώρα εἴμαστε στὸ ξαπόσταμα». Ποιὰ εἶναι ἡ λύση. Νὰ γυρίσουμε πίσω: «Ὅλα τὰ ἔθνη γιὰ νὰ προοδεύσουν πρέπει νὰ βαδίσουν ἐμπρός, πλὴν τοῦ ἑλληνικοῦ ποὺ πρέπει νὰ στραφεῖ πίσω», ἔλεγε ὁ σοφὸς ἀθηναιογράφος, Δημήτρης Καμπούρογλου. Σ’ αὐτὸ τὸ διαμαντένιο πέλαγος, τὴν παράδοσή μας θὰ βουτήξω καὶ θὰ ἀνασύρω λίγα τιμαλφῆ καὶ πολύτιμα γιὰ νὰ δοῦμε τί μᾶς πρέπει. Τώρα εἴμαστε σὰν τὸν ἄρρωστο, ὅμως δὲν εἴμαστε μόνοι μας. «Ἰδού, ὁ Χριστὸς ποὺ γέρνοντας / στοῦ πόνου τὸ κρεββάτι / σου σιάζει τὸ προσκέφαλο / καὶ σὲ παρηγορά», γράφει ὁ Σολωμὸς σ’ ἕνα ἐξαιρετικό του ποίημα.
Κατὰ ἐποχὲς κάποιες λέξεις, καταλαμβάνουν πρωτεύουσα θέση στὸ λεξιλόγιό μας. Τώρα ἡ ἐπίζηλη λέξη εἶναι ἡ κρίση. Κατ’ ἐμὲ ἡ κρίση, γιὰ μᾶς τοὺς Ρωμηοὺς τουλάχιστον, εἶναι ἕνα προσωπεῖο πίσω ἀπὸ τὸ ὁποῖο βρίσκεται ἕνα πρόσωπο, ὁ τωρινὸς Ἕλληνας, ἡ σημερινὴ Ἑλληνίδα, ποὺ νοσταλγοῦν. Ἡ κρίση γιὰ μᾶς εἶναι μία πολὺ ὀδυνηρὴ νοσταλγία. Ἡ λέξη νοσταλγία, δὲν εἶναι λέξη ἑλληνική, τὸ σωστότερο εἶναι νὰ ποῦμε ὅτι μιλάει ἑλληνικά.
Ὅπως, ἔλεγε ὁ μεγάλο Εὐρωπαῖος φιλόσοφος, Χάιντεγγερ, «αὐτὸ ποὺ χωρίζει τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα ἀπὸ κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη γλώσσα, εἶναι ὅτι οἱ λέξεις δὲν παραπέμπουν στὰ πράγματα, ἀλλὰ εἰκονίζουν τὰ πράγματα. Ἀπαντᾶ ἡ κάθε λέξη στὸ ἐρώτημα «τί ἐστίν». Νόστος εἶναι ἡ ἐπάνοδος, ἡ ἐπιστροφὴ στὴν πατρίδα, ἡ παλιννόστηση. Ἄλγος εἶναι ὁ πόνος. Τὶς «παντρεύει» ὡραιότατα αὐτὲς τὶς δύο λέξεις ἡ γλώσσα μας, καί... τί τίκτεται; Ἡ νοσταλγία, ὁ πόνος, ὁ πόθος τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πατρίδα.
Παραπέμπω σ’ ἕνα ἔξοχο κείμενο τοῦ τροπαιούχου νομπελίστα μᾶς ποιητῆ Γιώργου Σεφέρη. «Ὅσο προχωρεῖ ὁ καιρός», ἔλεγε τὸ 1936, «καὶ τὰ γεγονότα, ζῶ ὁλοένα μὲ τὸ ἐντονότερο συναίσθημα πὼς δὲν εἴμαστε στὴν Ἑλλάδα• πῶς αὐτὸ τὸ κατασκεύασμα ποὺ τόσο σπουδαῖοι καὶ ποικίλοι ἀπεικονίζουν καθημερινά, δὲν εἶναι ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἕνας ἐφιάλτης μὲ ἐλάχιστα φωτεινὰ διαλείμματα, γεμάτα μὲ μία πολὺ βαριὰ νοσταλγία. Νὰ νοσταλγεῖς τὸν τόπο σου, ζώντας στὸν τόπο σου, τίποτε δὲν εἶναι πιὸ πικρό...».
Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, οἱ Ρωμηοί, οἱ Γραικοί, καὶ τὰ τρία δικά μας εἶναι-ἕνα μοιρολόι τῆς Ἅλωσης τῆς Πόλης, τοῦ Ματθαίου, Μυρέων, ἔγραφε: «Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον στὸ γένος τῶν Ρωμαίων / Ὤ! Πῶς ἐκαταστάθηκε τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων / Σ’ ἐμᾶς εἰς ὅλους τους Γραικοὺς / νὰ ἔλθη τούτ’ ἡ ὥρα» - τὴν πίκρα, τὴν ὀδύνη αὐτή, τὴν καταργοῦμε μὲ δύο δυνάμεις: τὴν πίστη καὶ τὴν μνήμη.
Τὸ ἁγιασμένο πετραχήλι τοῦ Πατροκοσμᾶ δίδασκε ψυχὴ καὶ Χριστό. Τὸ ἴδιο πράγμα εἶναι. Πρέπει νὰ βροῦμε τὴν ψυχή μας – ἂν καὶ δὲν μοῦ ἀρέσουν τὰ «πρέπει», «νὰ γδάρω τὸ πρέπει ἀπὸ τὸ γιώτα καὶ νὰ τὸ φτάσω μέχρι τὸ πῖ» ἔλεγε ὁ Ἐλύτης – ἔχουμε χρέος νὰ ἀνακαλύψουμε πάλι τὸ χρυσοφόρο κοίτασμα τῆς Παράδοσής μας. Κυρίως οἱ νέοι.
«Νὰ μὴν βαριέστε τὸ ψάξιμο / καὶ νὰ μὴν κουράζεστε στὸ σκάψιμο». Ἔτσι ἀποκρίθηκε ὁ Παλαμᾶς σὲ φοιτητικὴ συντροφιὰ ποὺ τὸν ἐπισκέφτηκε τὴν μεγάλη ἡμέρα τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940. Καὶ μέθυσαν ἐκεῖνα τὰ παιδιὰ μὲ τὸ «ἀθάνατο κρασὶ τοῦ ‘21». Καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ διαμαντοφόρητο πέλαγος τῆς παράδοσής μας, ποὺ φιλοξενεῖ τὰ προσανάμματα ποὺ ἐφώτισαν ὅλη τὴν Οἰκουμένη θὰ βγάλω λίγα κοσμήματα ἀπὸ μία περίοδο τῆς ἱστορίας μας, ποὺ δὲν τὴν πολυτιμοῦμε. Τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, τότε ποὺ ἔλαμπε τὸ μυστήριον τῆς εὐσεβείας, ἡ Πονεμένη Ρωμηοσύνη. Σήμερα δὲν ζοῦμε μία νέα Τουρκοκρατία, ὕπουλη καὶ δολερή, ὅπως ἔλεγε ὁ Μάνος Χατζηδάκις; Ὅπως καὶ τότε ἔτσι καὶ τώρα οἱ φίλοι μας οἱ Εὐρωπαῖοι μᾶς μέμφονται ὅτι δὲν εἴμαστε ἀπόγονοι Ἑλλήνων.
Ὅταν κάποτε ἕνας Φράγκος ρώτησε τὸν Σεφέρη «μὰ πιστεύετε σοβαρὰ ὅτι εἶστε πραγματικὰ ἀπόγονοί του Λεωνίδα καὶ τοῦ Θεμιστοκλῆ» ἀπάντησε:
- «Ὄχι, εἴμαστε ἀπόγονοι
μονάχα τῆς μάνας μας, ποὺ μᾶς μίλησε ἑλληνικά, ποὺ προσευχήθηκε ἑλληνικά, ποὺ μᾶς
νανούρισε μὲ παραμύθια γιὰ τὸν Ὀδυσσέα, τὸν Ἡρακλῆ, τὸν μαρμαρωμένο βασιλιὰ καὶ
τὸν Παπαφλέσσα καὶ ἐνίωθε τὴν ψυχή της νὰ βουρκώνει τὴν Μεγάλη Παρασκευή,
μπροστὰ στὸ ξόδι τοῦ Θεανθρώπου».
Καὶ νὰ ‘τᾶν μονάχα οἱ ξένοι; Ἔχουμε καὶ τοὺς δικούς μας Γραικύλους τῆς σήμερον, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης. Ἕνας παλιὸς θυμόσοφος ἐπίσκοπος ἔλεγε γιὰ κάποιους μεταμοντέρνους ἐκκλησιομάχους «ἂν δώσεις μία ὀδοντογλυφίδα σὲ ἕναν Νεοέλληνα, ἰδίως ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ξεκινᾶ τὸ ἐπίθετό του μὲ τὸ "παπᾶ", τότε στὰ δόντια του θὰ ἀνακαλύψεις ψίχουλα ἀπὸ τὰ πρόσφορα, ποὺ ἔφαγε καὶ μεγάλωσε ἡ οἰκογένειά του»…
Καὶ νὰ ‘τᾶν μονάχα οἱ ξένοι; Ἔχουμε καὶ τοὺς δικούς μας Γραικύλους τῆς σήμερον, ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης. Ἕνας παλιὸς θυμόσοφος ἐπίσκοπος ἔλεγε γιὰ κάποιους μεταμοντέρνους ἐκκλησιομάχους «ἂν δώσεις μία ὀδοντογλυφίδα σὲ ἕναν Νεοέλληνα, ἰδίως ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ ξεκινᾶ τὸ ἐπίθετό του μὲ τὸ "παπᾶ", τότε στὰ δόντια του θὰ ἀνακαλύψεις ψίχουλα ἀπὸ τὰ πρόσφορα, ποὺ ἔφαγε καὶ μεγάλωσε ἡ οἰκογένειά του»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου