Απόσπασμα από το διήγημα “Ο Εκδικητής”! του Ανδρέα Καρκαβίτσα
(Από τα λόγια της πλώρης)
Έλληνας!
σου λέει ο άλλος· δεν είναι παίξε γέλασε. Έχουμε τα κακά μας – δε λέω·
πήραμε δρόμο στραβό, σαν το κακοκυβερνημένο πλεούμενο· μα δεν είμαστε
και ντιπ! για πέταμα. Και να είμαστε για πέταμα, πάλι δε θα χαθούμε,
θέλουμε δε θέλουμε, θα ζήσουμε.
θα
ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξαστούμε, όπως και πρώτα. Το
σιδερόξυλο σιδερόξυλο είναι, όσο κι αν το κουτσουρέψεις· όσο κι αν του
μαδήσεις την κορφή, αν του ζεματίσεις τα φύλλα, αν του πριονίσεις τα
κλαδιά. Ο λέοντας, λέοντας λέγεται, όσο κι αν...
του ψαλιδίσεις τη χήτη, αν του κόψεις την ουρά, αν του βγάλεις τα
νύχια, αν του ξεριζώσεις τα δόντια. Φτάνει το βρούχημά του να σε πάει
ριπιτί. Το έχει το σκαρί μας, ναι· το θέλ’ η τύχη μας να είμαστε πάντα
μεγάλοι. Όπου κι αν γυρίσεις, σε στεριές και θάλασσες, σε νότο και
βοριά, σ’ ανατολή και δύση, θα το ιδείς γραμμένο. Και γραμμένο όχι με ανθρώπινο κοντύλι, αλλά με το ίδιο χέρι, το παντοδύναμο χέρι του Δημιουργού.
Είμαστε άντρες, σου λέω! Να, κοίταξε στην Ανατολή. Εκεί βγαίνει ο
ήλιος, ήλιος λαμπρός και αβασίλευτος – ο ήλιος του Γένους μας. Όποιος δεν έχει μάτια, εκείνος δε βλέπει τη χαραυγή· εθνική χαραυγή, πόθος και καημός αιώνων όλων – όχι κουραφέξαλα.
Κοίταξε
γύρω μας: θάλασσα φουρτουνιασμένη, ουρανός κατασκότεινος, στεριές
σκουντουφλιασμένες, φορτωμένες δάκρυα και φαρμάκι, θεριά τα κύματα
χτυπάνε το καράβι μας. Λύσσα και χολή μας πολεμά. Το νερό δέρνει τη
στεριά, την τρώει, την ξεσχίζει, την πετσοκόβει άπονα, όσο να κάμει τα
πάντα θάλασσα και ν’ απλωθεί αχόρταγος ρούφουλας στον παράνομο κόσμο.
Μα γύρισε κατά την Ηράκλεια. Καιρός διαμάντι· νερό τρισάγιο. Το μάτι του θεού εκεί έπεσε.
Έχεις αρρώστια; πήγαινε να γιατρευτείς. Έχεις πονόματο; άλειψε τα
ματόφυλλό σου ν’ αγναντέψεις κόσμους. Είσαι κουφός; θ’ ακούσεις
αρμονίες. Βερέμης είσαι; Διγενής έγινες. Η κολυμπήθρα του Σιλωάμ εκεί βρίσκεται για μας. Κολυμπήθρα
σωματική, κολυμπήθρα ψυχική, εθνική πρώτ’ απ’ όλα. Είναι η Άγια
Τράπεζα της Αγιασοφιάς, το προσκυνητάρι του Γένους μας.
Την
άπαρτη Πόλη μας ξένου πόδι την πάτησε – ποδάρι Βενετσάνου. O τυφλός
Δάνδολος με ξεμωραμένου πιθυμιά έκλεισε στην άσαρκη αγκαλιά την παρθένα
μας· μάρανε τα ρόδα του προσώπου της με το βρωμερό του χνώτο· ρούφηξε
το τρισάγιο αίμα της με τα σαλιαριστά φιλήματα του. Εννιακόσιων χρόνων
ένδοξη ζωή την έσβησε μ’ ένα του σφιχταγκάλιασμα. Ο Λάσκαρης,
φαρμακωμένης ώρας βασιλιάς, φεύγει μακριά συνεπαίρνοντας του Γένους την
ελπίδα, την αθάνατη σπορά, που θα γυρίσει πάλι μια μέρα θεριεμένος
εκδικητής.
Και
ο καταχτητής, Φράγκοι και Βενετσάνοι και Γερμανοί αδέσποτοι, σαν το αψύ
πουλάρι, που τσαλαπατεί με τα πέταλά του τ’ αβρά λούλουδα, χύνονται
απάνω της αχόρταγοι. Με το σταυρό τους συντρίβουν το σταυρό μας· με τη
θρησκεία τους πελεκούν τη θρησκεία μας.
Γκρεμίζουν
εκκλησίες, ποδοπατούν καλλιτεχνήματα, μολύνουν αγιάσματα, αποτεφρώνουν
πνευματικά αριστουργήματα. Και σφάζουν γέροντες, ατιμάζουν παρθένες,
πατούν αρχόντων μέγαρα, ξαπλώνονται σε βασιλικά κλινάρια· νεκρούς
γυμνώνουν ένδοξους, ποδοκυλούνε στέμματα θαυμαστά, στενάζει η
Βασιλεύουσα· μυρολογά η Σιών μας! Και ο Δάνδολος, γιος κουρσάρων, δε
λησμονεί την τέχνη των πατέρων του. Κουρσεύει και θέλει με ξένα και
αταίριαστα στολίδια να στολίσει τη λιμνογέννητη πατρίδα του.
Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται.
Παίρνουν
τον πλούτο μας τον αδαπάνητο, τη δόξα μας, την αβασίλευτη τη λάμψη,
τη σοφία, τα ιερά μας. Η Βενετία τα δέχεται περίχαρη, στολίζεται και
καμαρώνει σαν ξιπασμένη και άμυαλη τσιγγάνα.
Ζώνεται
το σπαθί του Κωνσταντίνου μας το βλογημένο, που έχει στο θηκάρι του τον
ουρανό με τ’ άστρα, τη θάλασσα με τα καράβια, τη γη με τα κάστρα της·
ιστορία χρυσόγλυπτη του απέραντου Κράτους μας.
Παίρνει
την κολυμπήθρα, που τόσοι βαφτίστηκαν πορφυρογέννητοι, και βαφτίζει
μέσα των εμπόρων τα παιδιά. Με τις χρυσόπορτες του ναού μας στολίζει τον
Άγιο Πέτρο της· στήνει στους πύργους της το Ρολόγι, θαύμα του κόσμου,
με τους Μάγους που χαιρετούν ταπεινοί του Χριστού μας τη Γέννηση· στήνει
στις πλατείες της τ’ άλογα τ’ ανεμοπόδαρα, ακράτητου λαού συμβολική
παράσταση.
Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται.
Παίρνουν
τα πλούτη μας, τη δόξα, τα ιερά μας. Αλλού τα πάνε, στη Δύση την
τρισβάρβαρη, να ημερέψουν και κείνης τους λαούς, να δοξάσουν και κείνης
τα χώματα.
Η Αγιατράπεζα όμως δεν ακολουθεί.
Η
πλάκα η πολύτιμη, που την έστησε ο Ιουστινιανός στη μέση του Ναού,
λαμπρό ζαφείρι στη χρυσή σφεντόνα του· η πλάκα που άκουσε τόσα Νικητήρια
και θυσίασε απάνω της ο Φώτιος, δεν πάει να κλειστεί σκλάβα στα δολερά
τείχη, στ’ αρπαχτικά χέρια του Ιννοκέντιου. Όχι, δεν πάει. Άνοιξε η
καρίνα στα δυο και γλίστρησε η Αγιατράπεζα στα νερά του Μαρμαρά.
Ο
βούρκος έφυγε από κοντά της, όπως φεύγει η αμαρτία στο Σταυρό, και ο
χρυσός άμμος στρώθηκε, κλίνη πάναγνη από κάτω της. Και του θεού το μάτι,
του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου, στάθηκε απάνω της άγρυπνο, όπως μάνας
μάτι στην κούνια του μονάκριβου παιδιού της.
πηγή
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου