Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Κωστή Μπαστιά: Παπουλάκος


τού Κώστα Παπαδημητρίου, επ. Σχολικού Συμβούλου
Θά ήταν ασυγχώρητο λάθος, άν θεωρούσαμε τόν «Παπουλάκο» τού Κωστή Μπαστιά σάν ένα λογοτεχνικό είδος, ένα μυθιστόρημα π.χ. ή ένα άλλο είδος αφηγήματος. Είναι κάτι πολύ περισσότερο. Είναι η ανάγκη έκφρασης τής πίστεως ενός Ορθόδοξου Χριστιανού. Είναι ένα έργο ειλικρίνειας, μιά στάση ζωής, πού ο συγγραφέας αντλεί τήν δύναμη από τίς κατασταλαγμένες ιδέες του καί τόν στέρεο μεταφυσικό του προσανατολισμό.
Σέ όλο αυτό τό έργο είναι φανερή η αγωνία τού Μπαστιά γιά τήν μοίρα τής Ορθοδοξίας καί τού Ελληνικού Έθνους. Καί είναι σταθερή η άποψή του ότι τό νεοελληνικό κράτος θά ξαναβρή τόν σωστό δρόμο, άν στραφή καί κτίση τό μέλλον του πάνω στίς στέρεες παραδόσεις τής νεοελληνικής Ορθοδοξίας.
Κόπηκε τό ρεύμα τών έργων τής ελληνικής λογοτεχνίας, πού στηριζόταν στήν παράδοση τού Βυζαντίου μέ τούς ανακαινιστές τού είδους καί κορυφαίο τόν Κοραή, καί ειδικά στά εκκλησιαστικά θέματα τόν Θεόκλητο Φαρμακίδη. Θιασώτης τού Ουμανισμού ο τελευταίος, μέχρι τό 1837, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στά εκκλησιαστικά προβλήματα. Στίς απόψεις τού Φαρμακίδη στηρίχθηκε ο Μάουερ καί μέ διάταγμα τού 1833 καθιέρωσε τήν ανεξαρτησία καί τό αυτοκέφαλο τής Ελληνικής Εκκλησίας, τήν υπαγωγή της στό κράτος καί τήν διάλυση εκατοντάδων ορθοδόξων μοναστηριών, όσων είχαν λιγότερους από πέντε μοναχούς.
Όπως ήταν φυσικό, αναπτύχθηκε γρήγορα καί η αντίδραση σ’ αυτόν τόν κατήφορο τής Ορθοδοξίας. Κάπως δειλά στήν αρχή καί ύστερα δυναμικά κάποιοι κορυφαίοι τών Γραμμάτων μας, όπως ο Ίων Δραγούμης, ο Γιάννης Βλαχογιάννης, ο Φώτος Πολίτης, ο Φώτης Κόντογλου καί προπαντός ο μεγάλος Παπαδιαμάντης, επεσήμαναν τίς αντινομίες καί τήν ανθελληνικότητα καί ανορθοδοξία τού νόμου τού Μάουερ καί επέκριναν τίς πολιτικές καί πνευματικές κατευθύνσεις του. Ο Μπαστιάς μέ τόν «Παπουλάκο» καί τά άλλα βιβλία του επάξια θεωρείται άξιος συνεχιστής τού έργου εκείνων.
Στό έργο αυτό προβάλλεται η νεοελληνική Ορθοδοξία. Τήν εκπροσωπεί ένας μοναχός, ο Παπουλάκος, πού κατά τόν Μπαστιά παίρνει επάνω του ολόκληρη τήν πνευματική, θρησκευτική καί πολιτική ζωή τής νεώτερης Ελλάδας. Γι’ αυτό λέμε πώς τό βιβλίο τούτο τού Μπαστιά δέν είναι μόνο λογοτεχνικό αφήγημα, αλλά καί ένα θεμελιακό δοκίμιο κριτικής τού νεώτερου ελληνικού πολιτισμού, πού κανείς δέν μπορεί νά τό αγνοήση ή νά τό προσπεράση αδιάφορος, όσο καί άν φαίνεται ξεπερασμένο. Είναι ένα έργο πού απλώνεται σέ πλήθος θεμάτων καί τά κρίνει από τήν σκοπιά τής νεοελληνικής Ορθοδοξίας καί αποδεικνύει τήν αντινομία ανάμεσα στήν παράδοση καί τήν σημερινή πραγματικότητα πού βιώνει τό Έθνος μας.
Ο Παπουλάκος -τό πραγματικό του όνομα Χριστόφορος Παναγιωτόπουλος- γεννήθηκε τό 1790 μέ 1795 στό χωριό Άρμπουνα τών Καλαβρύτων. Νέος εξασκούσε τό επάγγελμα τού χασάπη. Σέ ώριμη ηλικία εγκατέλειψε τά εγκόσμια καί ασκήτεψε σέ ένα μοναστήρι πού έκτισε ο ίδιος. Έμαθε μόνος του γραφή καί ανάγνωση καί διάβασε πολλά εκκλησιαστικά βιβλία. Ύστερα άρχισε νά περιοδεύη στά χωριά τής Αχαΐας πρώτα καί μετά καί σέ άλλους νομούς. Δίδασκε τό Ευαγγέλιο, συγκέντρωνε τρόφιμα καί τά μοίραζε στούς φτωχούς. Διέθετε γλωσσική ευχέρεια καί σπάνια πειστικότητα. Ενθουσίαζε τούς ακροατές του καί τόν περίμεναν μέ θερμές υποδοχές. Τού απέδιδαν θαύματα καί έτρεχαν από παντού νά τόν συναντήσουν.

«Γιατί σιγά-σιγά απ’ όλον τό Μοριά, μπουλούκια-μπουλούκια οι Χριστιανοί μπαίνανε σέ σκούνες καί θαλασσοδερνόταν γιά νά φτάσουνε στήν Άντρο, ν’ ανεβούνε στό μοναστήρι καί νά προσκυνήσουν τό γέροντα. Τό ίδιο, καραβάνια προσκυνητές ξεμπαρκάριζαν από τή Σύρα, τήν Τήνο, τήν Κύμη, τήν Κάρυστο καί τίς Σποράδες. Φέρνανε μαζί τους τρόφιμα γιά τό γέροντα, αλλά καί τάματα γιά τήν εκκλησιά καί χαρίσματα στόν ηγούμενο». («Παπουλάκος» σελ. 244)

Καταφερόταν μέ πάθος κατά τής προόδου καί τού μοντερνισμού καί συνιστούσε τήν απλή παραδοσιακή ζωή.

«Γιά μαζέψτε τό νού σας καί συλλογιστήτε σάν μυαλωμένοι άνθρωποι κι όχι σάν ξιπασμένα όρνια τί είναι τάχα τά μεγάλα τούτα κατορθώματα τ’ ανθρώπου, πού τόσο διαλαλούνε οι σοφοί κι οι κυβερνήτες τού κόσμου; Αντίς νά κινιέται τό πλεούμενο μέ τή βοήθεια τ’ αγέρα αρμενίζει μέ τή φωτιά. Κι έπειτα;
Η φαρμακερή περηφάνεια τ’ ανθρώπου νά παραστήσει τό Θεό, είναι ρίζα σ’ όλα τά καμώματα. Αντίς όμως νά παραστήσει τό μικρό Θεό μέ τήν περηφάνεια του ο άνθρωπος παρασταίνει τό μικρό διάβολο. Γιατί τά έργα τής περηφάνειας δέν είναι έργα τού Θεού, αλλά παγίδες τού σατανά. Πασχίζει νά μικρύνει τόν καιρό καί νά κοντύνει τόν τόπο μόνο γιά ν’ αποχτήσει περισσότερο πλούτος καί βασανίζεται από τή λαχτάρα τού χρυσαφιού, γιατί θέλει μέ τή βοήθειά του νά ζεί άνομα κι ανώφελα. Κοροϊδεύει καί κοροϊδεύεται πώς τάχα μ’ όλα τούτα θά καλυτερέψει τ’ ανθρώπινο γένος, ενώ στό βάθος έγνοια είναι πώς νά ξεσπάσουν ατιμώρητα τά πάθια. Νά μπορεί ακίντυνα νά χορταίνει τή λαιμαργία του καί νά μπορεί χωρίς φόβο νά ζεί μέ κανόνα τήν πορνεία. Ο άνθρωπος πώχει γιά κανόνα τό λόγο τού Χριστού δέν έχει χρεία από τέτοια γιατρικά τού σατανά, γιατί ούτε λαίμαργος είναι, ούτε πόρνος, ούτε μοιχός, ούτε κλέφτης, ούτε ψεύτης, κοντολογίς δέν είναι περήφανος καί γιά τούτο δέ νοιάζεται νά μικρύνει τόν καιρό καί νά κοντύνει τόν τόπο. Όλα τούτα είναι τερτίπια τού σατανά, πού αδιάκοπα ποτίζει τό δέντρο τής περηφάνειας καί ξεγελά τόν άνθρωπο. Τά βαπόρια κι οι πιό τρανές ακόμα μηχανές πού θά σκαρφιστεί ο πλαταγμένος νούς τ’ ανθρώπου, δέν είναι δρόμοι πού θά τού χαρίσουν τή χαρά τής καρδιάς καί τής ψυχής τή γαλήνη. Κι όσα περσότερα βρεί, τόσο κοντήτερα θά νιώσει τήν κρυάδα τού θανάτου» (σελ. 169-171)

Αυστηρή θέση έπαιρνε καί στό είδος τών Γραμμάτων πού πρέπει νά μαθαίνουν οι άνθρωποι καί ποιά βιβλία νά διαβάζουν:

«Τ’ άθεα γράμματα παραμέρισαν τούς άγιους καί τούς αγωνιστές καί βάλανε στό κεφάλι τού έθνους ξένους κι άπιστους γραμματισμένους, πού πάνε νά νοθέψουνε τή ζωή μας. Τ’ άθεα γράμματα κόψανε τό δρόμο τού έθνους και τ’ αμποδάνε νά χαρεί τή λευτεριά του. Είναι ντροπή μας, ένα γένος πού μέ τό αίμα του πύργωσε τή λευτεριά του, πού πορπάτησε τή δύσκολη ανηφοριά, νά παραδεχτεί πώς δέν μπορεί νά πορπατήσει στόν ίσιο δρόμο άμα ειρήνεψε κι ότι δέν ξέρουμε μείς νά συγυρίσουμε τό σπίτι, πού μέ τό αίμα μας λευτερώσαμε, αλλά ξέρουν νά τό συγυρίσουν εκείνοι πού δέν πολέμησαν, εκείνοι πού δέν πίστεψαν στόν αγώνα, εκείνοι πού πάνε νά μάς αποκόψουνε από τό Χριστό, καί πασχίζουνε νά μάς ρίξουνε στή σκλαβιά άλλων αφεντάδων, πούναι πιό δαιμονισμένοι από τούς Τούρκους. Γιατί καί κείνα πού σεβάστηκεν ο Τούρκος, τ’ άθεα γράμματα τά πατάνε καί πάνε νά τά ξερριζώσουνε. Αφανίζουνε μοναστήρια, πομπεύουνε τούς καλογέρους καί τίς καλόγριες, κλέβουνε τ’ άγια δισκοπότηρα καί τά πουλάνε γι’ ασήμι πού θά στολίσει τίς βρωμογυναίκες. Αρπάζουνε τ’ άγια τών αγίων καί τά βάζουνε κάτω από τά πόδια τής εξουσίας τους, πού τά ορίζει κατά τά νιτερέσα της. Τ’ άθεα γράμματα υφαίνουνε τό σάβανο τού γένους. Αυτά λοιπόν τά γράμματα θά μάθουμε στά παιδιά μας;» (σελ. 171)
«Γιά τούτο ένας δρόμος μάς μένει πρός σωτηρία: Ο λόγος τού Χριστού. Τά Βαγγέλια, οι Ψαλμοί, τό Χτοήχι. Σέ τούτα τά βιβλία είναι μαζωμένη όλη η σοφία τού κόσμου, όλη η αλάθευτη γνώση, κι αυτά μονάχα μπορούν ν’ ανταποκριθούν στόν άνθρωπο, πού ρωτά καί πού διψά νά μάθει. Όξω απ’ αυτά γνώση καί αλήθεια δέν υπάρχουν. Νά τά μάθετε λοιπόν γράμματα τά παιδιά σας, αλλά νά τά μάθετε γράμματα τού Θεού κι όχι γράμματα τού διαβόλου. Υπάρχουνε δυό λογιώ γράμματα, αδέρφια μου, συνέχισε ο Παπουλάκος. Τά θεοτικά γράμματα καί τ’ άθεα γράμματα. Ο πατέρας τού Έθνους, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός μάς ορμήνεψε νά μαθαίνουμε γράμματα, αλλά μάς δίδαξε ν’ ακονίζουμε τό μυαλό μας στό ακόνι τού Χριστού.
Τ’ άθεα γράμματα είναι η ρίζα κάθε συμφοράς, Χριστιανοί μου. Σ’ αυτά έχουνε θεμελιωθεί όλου τού κόσμου οι συμφορές. Αυτά πασχίζουν νά σβύσουν από τά μάτια μας τήν άγια όψη τού Χριστού μας κι αυτά μάς μαθαίνουνε πώς χρεία μας είναι τό μίσος κι ο φτόνος κι όχι η αγάπη κι η ελεημοσύνη. Μιλλιούνια ανθρώποι πλανήθηκαν απ’ αυτή τήν ξεγελάστρα μάθηση, κι ακουμπήσαν απάνω της, γιά νά κοιμηθούν ξέγνοιαστοι. Δέν τά κατάφεραν όμως. Τούς ξύπνησαν τά ουρλιάσματα τού πολέμου καί τού αφανισμού. Τό τέλος καί τό δικό τους καί τών παιδιών τους καί τών παιδιών τών παιδιών τους, στάθηκε πιό φοβερό. Τέτοια γνώση είναι καρπός τής περηφάνειας, πού είναι τό πιό θανάσιμο κρίμα, είναι τό ψήλωμα τού νού, είναι κατάρα Θεού, πού στέλνει ολόϊσα στήν κόλαση» (σελ. 115-116).

Συχνά ομιλεί γιά τήν κλεψιά καί τήν πλεονεξία τών ανθρώπων. Σέ μιά ομιλία του στό χωριό Τρόπαια είπε καί τούτα:

«Σάς έκραξα, είπε, γιά νά σάς μιλήσω. Ο Θεός έχει γυρίσει τό πρόσωπό του απ’ τά Τρόπαια καί γι’ αυτό έπεσε τόσο θανατικό καί τόση φτώχεια. Κι άμα ο Θεός σηκώσει τό μάτι του από έναν τόπο, εκεί στήνει τό βασίλειό του ο σατανάς. Καί μάθετε πώς ο διάβολος έχει κυκλώσει απ’ ολούθε τά Τρόπαια κι ούτε χαΐρι, ούτε προκοπή θά δήτε, άν δέν πέσετε σέ βαρειά νηστεία καί προσευχή καί ταξίματα. Κι η προκοπή πού έχω εγώ στό νού μου, δέν είναι κείνη πού βάζετε ελόγου σας μέ τό χαλασμένο μυαλό σας, αλλά προκοπή σέ πράματα αγιοτικά, προκοπή στό θέλημα τού Χριστού μας. Μή διψάτε χρυσάφι, γιατί είναι πράμα τού διαβόλου κι όχι τού Χριστού μας. Μέσα δώ, στά Τρόπαια ζούνε ανάμεσά μας άνθρωποι καταραμένοι, όργανα τού διαβόλου, πού μαζώξανε τό χρυσάφι μέ τό ψέμα, μέ τό δόλο, ρουφώντας τό αίμα σας, επειδή τάχα σάς ευκολύνανε ν’ αγοράσετε τό χωράφι σας ή νά πάρετε τό ζωντανό σας. Αυτοί είναι πιό καταραμένοι κι από τό φονιά, είναι οι πιό κριματισμένοι άνθρωποι καί μέσα τους αντί γιά ψυχή, φωλιάζει ο σατανάς. Ένας απ’ αυτούς, τούτη τή νύχτα κιόλας, θά πλερώσει στό δαίμονα όλα του τά χρέγια, δίνοντάς του τή μαύρη καί κολασμένη ψυχή του. Τούτη κιόλας τή νύχτα...» (σελ. 109)

Καί όταν σέ άλλο χωριό κάποιος άπληστος προύχοντας, Αντρέας τό όνομά του, πήγε νά τού δώση φιλοδωρήματα γιά νά ξεφορτωθή τόν έλεγχό του πήρε τήν απάντηση:

«-Εγώ δέν έχω χρεία από χαρίσματα. Ένα κομμάτι ψωμί, ένας καρπός από δέντρο, λίγο χόρτο καί λίγο τρεχάμενο νερό θά βρίσκουνται πάντοτε γιά νά θραφώ. Δέ χρειάζουμαι περισσότερα. Κείνο πού λείπει είναι η θροφή τής ψυχής. Γιατί τό κορμί μας θά λυώσει σ’ ένα μνημούρι, Αντρέα, η ψυχή μας όμως δέ θά λυώσει, αλλά θά ζήσει κατά τά έργα μας. Αυτή μόνη θά γνωρίσει παράδεισο ή κόλαση. Για τή ζωή τής ψυχής σου μπήκα στό σπίτι σου ξέροντας πώς θά μέ κακοδεχτείς». (σελ. 104).
Παράλληλα όμως μέ τά πλήθη τών οπαδών του αυξάνονταν καί οι εχθροί του. Καί αυτοί προέρχονταν περισσότερο από τίς πλουσιότερες τάξεις, τόν ανώτερο Κλήρο καί τούς μορφωμένους. Τόν κατηγορούν ότι είναι αγράμματος, λέει ψέματα, ξεγελάει τόν απλοϊκό κόσμο μέ τίς ανοησίες του. Ο Παπουλάκος δέν αργεί σέ ομιλία του νά απαντήση:

«-Οι δεσποτάδες στήν Αθήνα, είπε, μέ κατηγοράνε καί μέ καταφρονάνε επειδή, λέει, είμαι αγράμματος. Αυτοί όμως πού είναι σπουδαγμένοι στά θεολογικά καί γραμματισμένοι ποιμενάρχες τί κάνουνε γιά νά φυλάξουνε τήν Άμπελο τού Κυρίου; Εσείς πού είστε τό τίμιο καί αγαθό ποίμνιο τού Χριστού καί Σωτήρα μας, πού τούς ειδατε καί πού τούς ανταμώσατε; Θυμάστε ν’ ακούσατε από τά χείλια τους τό λόγο τού Χριστού; Σέ τί λοιπόν είναι χρήσιμη η σπουδή, άν δέν μπορεί νά θρέψει τό πεινασμένο πνεύμα σας καί τήν ψυχή σας; Τί αξίζει τόση σπουδή, άν δέν μπορεί νά σταλάξει στά ξαναμένα χείλη σας μιά στάλα θεϊκής δροσιάς, άν δέν μπορεί νά γίνει λόγος παρηγοριάς στίς συμφορές σας καί δέν έχει τή δύναμη νά σάς ψυχώσει, ώστε νά μπορείτε νά στέκεστε ορθοί κι αλύγιστοι στούς πειρασμούς τού εωσφόρου, καθώς στέκεται τό κυπαρίσσι όταν τό ταλανίζουν οι άγριοι αγέρηδες; Τέτοια σπουδή είναι σάν τό άκαρπο δέντρο, πού πρέπει νά κόβεται καί νά γίνεται κούτσουρο γιά τή φωτιά. Τέτοια άκαρπη κι ανώφελη σπουδή είναι πράμα τού σατανά, είναι η κακή κοπριά πού κοπρίζει γιά νά φουντώσουν τ’ αγκάθια κι οι τριβόλοι τής περηφάνειας». (σελ. 170)

Ανησυχούν όμως καί οι Αρχές βλέποντας τόν φανατισμένο κόσμο νά τόν ακολουθή. Καί περισσότερο, όταν ανοιχτά καταφέρεται κατά τών Αρχών:

« Ποιός όμως από τούς αρχόντους πού μάς κυβερνάνε έχει τή δύναμη νά σηκώσει τό ρούχο σας καί νά φανερώσει στά ίδια σας τά μάτια τίς πληγές σας; Κανένας. Γιατί είναι οι ίδιοι βρώμικοι καί λωβιαμένοι, αισχροί καί άτιμοι καί γιομάτοι τόσο έμπυο, πού ο καθένας θά τούς έλεγε κατάμουτρα γιατρούς ανήμπορους νά γιατρέψουνε τίς ξένες πληγές αφού δέν μπορούν νά γιατρέψουν τίς δικές τους. Ζυμωμένοι στήν ψευτιά λαχανιάζουνε αναμεταξύ τους, πώς θά ξεπεράσει ο ένας τόν άλλον στό κρίμα. Κι όντας τέτοιοι ορμηνεύουνε τό λαό καί κανονίζουνε μέ νόμους πώς νά κυβερνηθεί τό μυαλό καί η ψυχή τών παιδιών μας. Αυτοί πού προδίνουνε ολημερίς τό στεφάνι τους καί ξαδιάντροπα γυρίζουν μέ παλακίδες, αυτοί πού έχουνε κάνει νόμο καί κανόνα τήν πουτανιά μιλάνε γιά νόμο καί γι’ αλήθεια...
Όλοι σας είστε βουτημένοι στήν αμαρτία, όλοι σας έχετε κλέψει, όλοι σας έχετε ψευτίσει, όλοι σας έχετε πιθυμήσει τή γυναίκα τού γείτονα ή τού ξένου, όλοι σας έχετε μοιχέψει μέ τό νού καί μέ τήν πράξη, όλοι σας έχετε κλείσει σατανικά τά μάτια στίς πληγές τού αδερφού σας καί τ’ αυτιά σας στόν βόγγο τών άρρωστων καί τού κυνηγημένου». (σελ. 204-205)
Δέν τόν ανέχονται οι Αρχές άλλο. Μέ εισήγηση τής Ιεράς Συνόδου η κυβέρνηση διατάζει τόν Γενναίο Κολοκοτρώνη νά τόν συλλάβη. Ο λαός αντιστέκεται καί, δυστυχώς, βρίσκεται ένας δικός του άνθρωπος νά τόν προδώση καί νά συλληφθή. Είπαν πώς θέλουν νά τόν δικάσουν, μά δίκη δέν γινόταν. Τόν έκλεισαν σ’ ένα μοναστήρι στήν Άνδρο. Καί από τόν σιδερόφραχτο όμως φεγγίτη τού κελιού του ο Παπουλάκος εξαπέλυσε μύδρους εναντίον τών διωκτών του. Τόν άκουε ο λαός πού είχε πλημμυρίσει τήν αυλή τού μοναστηριού. Είπε καί τούτα:

«Ο λόγος τού Χριστού δέν δένεται, φώναξε. Ο σπόρος πού έσπειρε έχει καταχωνιαστεί σέ τέτοιο βάθος, πού όσο καί νά σκαλίσουν οι τύραννοι καί οι άπιστοι δέν θά καταφέρουν νά τόν αφανίσουν. Πλούσια θ’ ανθίσει η βλάστηση καί νικητής θάναι πάντα ο Χριστός. Δέν θά περάσουν χρόνια καί οι τύραννοι θά πλερώσουν σέ τούτον κιόλας τόν κόσμο τά κρίματά τους. Μήν πιστεύετε στίς φοβέρες τών τραμπούκων. Τά έργα τους φανερώνουν τρόμο κι οι ίδιοι τρέμουνε σάν τούς κυνηγημένους λαγούς. Καταντήσανε νά φοβούνται καί τόν ίσκιο τους κι από τό φόβο τους δέν μέ δικάζουνε, γιατί μιά τέτοια κρίση όσο κι άν είναι κυβερνημένη απ’ αυτούς θά πέσει πάνω στά κριματισμένα κεφάλια τους. Φοβούνται ν’ ακούσουν καί τή φωνή μου καί ν’ αντικρύσουν τό σκούφο μου. Χρόνια ζητάω νά κριθώ κι αντίς νά μέ κρίνουν μέ φυλακώνουν άκριτον καί πιστεύουν πώς δένουν έτσι τό λόγο τού Θεού. Άδικος όμως ο κόπος τους. Φοβερό αστροπελέκι θά πέσει στά κεφάλια τους καί θά τούς κάμει στάχτη σάν τά Σόδομα καί Γόμορα». (σελ. 244).

Τί ήταν, λοιπόν, αυτός ο Παπουλάκος; Ένας άγιος, ένας ψευδαπόστολος αγύρτης; Οπωσδήποτε υπήρξε ένα αληθινό πρόσωπο, αλλά καί ένας θρύλος. Δέν πέρασαν πολλά χρόνια από τίς μέρες του μέχρι σήμερα καί όμως δέν έχει τήν ίδια θέση στά ιστορικά κείμενα. Βασικοί ιστορικοί τής νεώτερης Ελλάδας, όπως ο Κόκκινος, ο Φωτιάδης κ.ά. θεωρούν τόν Παπουλάκο έναν κοινό αγύρτη. Χιλιάδες, όμως, πιστοί Χριστιανοί, μεταξύ τών οποίων θεολόγοι καί ιερωμένοι, τόν πιστεύουν ως άγιο. Σημασία έχει, όμως, όποια καί άν είναι η αλήθεια, πώς ο Μπαστιάς έβαλε στό στόμα αυτού τού ήρωά του τήν κεντρική ιδέα τού θείου λόγου τής Ορθοδοξίας καί τόν επενδύει μέ μιά λαϊκή γλώσσα, απλή καί κατανοητή, θερμή καί πειστική, πού θυμίζει τά ανάλογα κηρύγματα τού Κοσμά τού Αιτωλού.
Κανένας άλλος από τούς λογοτέχνες μας δέν έσκυψε μέ τόση αγάπη καί κατανόηση στόν θρησκευόμενο Νεοέλληνα. Τού έδωσε ένα πρότυπο Χριστιανού πού εξελίσσεται μέσα από εσωτερικές καί εξωτερικές δοκιμασίες, τήν αβεβαιότητα καί τήν εχθρότητα τού κατεστημένου, στήν τελική νίκη. Υψώνει τόν ήρωά του σέ σύμβολο πού ενσαρκώνει καί τίς δικές του ιδέες καί τών ομοϊδεατών του καί οι οποίες γίνονται όπλο γιά τήν υπεράσπιση τής Ορθοδοξίας από τά δυτικά θρησκευτικά πρότυπα. Σέ όλο αυτό τό μυθιστόρημα στήνει ένα σκηνικό πού παίζεται ένα δράμα προβλημάτων, πεποιθήσεων καί εθνικών προβληματισμών καί μέσα από τήν δραματική πορεία τού ήρωά του προβάλλει δικούς του προβληματισμούς καί ιδέες.
Από λογοτεχικής απόψεως ο «Παπουλάκος» είναι ένα αφήγημα οργανωμένο μέ πολλή μαστοριά, πού τοποθετεί τόν Μπαστιά στούς μεγάλους πεζογράφους μας. Έχει τόση ζωντάνεια καί παραστατικότητα, πού δύσκολα ξεχωρίζουμε πού σταματάει τό πραγματικό καί αρχίζει τό φανταστικό. Καί η φωνή τού Παπουλάκου είναι παντού παρούσα. Υπάρχουν σελίδες συγκλονιστικές πού πείθουν πώς ο ήρωάς του ήταν ένας άγιος καί ένας μάρτυρας.
Γιά νά συμφωνήση όμως σ’ αυτό κάποιος, πρέπει νά έχη σχέση μέ τήν Ορθόδοξη παράδοση. Αλλιώς θά συμφωνήση μέ τόν κριτικό Γιάννη Χατζίνη, ο οποίος παραδέχεται τόν Μπαστιά ως μεγάλο λογοτέχνη, αλλά στόν «Παπουλάκο» «δέν είδε βαθύτερα πώς τά όρια μεταξύ αγιωσύνης καί αγυρτείας συγχέονται σέ τέτοιες περιπτώσεις» (Περιοδικό Νέα Εστία» τόμ. 52, σελ. 1107) 

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: