Φωτογραφία: Μία νεαρὴ γυναίκα μαθαίνει γιὰ τὸ τραγικὸ συμβὰν στὸ δημοτικὸ σχολεῖο στὸ Κονέκτικατ, ὅπου δούλευε ἡ δασκάλα ἀδερφή της
Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός, Δάσκαλος Κιλκὶς
Ἔγινε τὸ μεγάλο αὐτὸ κακὸ στὴν ὑπερφίαλη Ἀμερική, ποὺ παραπέμπει εὐθέως στὸν κυριακὸ λόγο γιὰ «τὸ ἔξωθέν του ποτηρίου», τὸ ὁποῖο εἶναι φανταχτερό, ἀλλὰ «ἔσωθεν γέμει» ἀδικίας, βίας καὶ πάσης ἀκαθαρσίας, ἔχουμε στὸ κεφάλι μας καὶ τὰ σάβανα τῆς οἰκονομικῆς φρίκης, πυκνώνει τὸ σκοτάδι γύρω μας. Ὁ φόβος γιὰ τὰ μελλούμενα μεγαλώνει. Καὶ στὸ στόμα καὶ τὴν σκέψη ὅλων μας τί θὰ γίνουν τὰ παιδιά μας... Χρονιάρες μέρες δὲν θέλω νὰ μαυρίσω τὴν ψυχὴ κάποιων, ὅμως ὅλοι μας ἀναρωτιόμαστε τί εἶναι ἄραγε αὐτὸ ποὺ κάνει κάποια παιδιὰ σήμερα-ἀκόμη κατ’ ἀρχὰς ἀξιαγάπητα, τὸ καθένα ξεχωριστὰ- νὰ λειτουργοῦν συχνὰ μέσα σὲ μία σχολικὴ τάξη σάν... ἀγέλη λύκων ἀνθρωποφάγων;
Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀποαθωοποιεῖ τόσο πρόωρα τὰ παιδιὰ-ἀπὸ τὶς πρῶτες τάξεις τοῦ Γυμνασίου, ἂν ὄχι τοῦ Δημοτικοῦ-μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποβάλλουν τὴν παιδικότητα καὶ τὴν ἁγνότητά τους, φυλάσσοντας ὅμως τὴν ἀνωριμότητα ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, «σὰν νὰ φοβοῦνται μήπως χάσουν τὸ κακό», ὅπως γράφει πολὺ ἐκφραστικὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης; («…ὥσπερ δεδοικότες μὴ τὸ κακὸν ἀπολέσωσιν», στὸ «ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν ἀσμάτων»). Τὰ ζητήματα αὐτὰ εἶναι μεγάλα καὶ δύσκολα ἀπαντῶνται. Τὸ εὔκολο εἶναι νὰ....
πετροβολοῦμε τοὺς νέους. «Ἐμεῖς στὰ χρόνια σας εἴχαμε ἀξίες», θὰ πεῖ ἡ ἀράγιστη ἀπὸ ἔγνοιες πολλὲς φορὲς γεροντοσύνη. «Καὶ τί τὶς κάνατε;» ἀπαντᾶ ὁ ἀδυσώπητος νεανικὸς λόγος. Τί τὶς κάναμε, λοιπόν; Ἐμεῖς, οἱ γονεῖς, οἱ δάσκαλοι, τὸ σχολεῖο, ἡ θλιβερὴ καὶ ἀνίκανη πολιτεία;
Τὸ σχολεῖο, γιὰ νὰ μιλήσω γιὰ τὰ καθ’ ἠμᾶς, εἶναι εἰκόνα τῆς κοινωνίας μας, μίας κοινωνίας κακέκτυπό της ἀμερικανικῆς, ποὺ ὅλο καὶ τῆς μοιάζουμε…
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τόσο εὔκολο γιὰ μερικοὺς ἀπὸ ἐμᾶς νὰ καταδικάζουμε τοὺς νέους ὅτι ἔχουν πάρει λάθος δρόμο. Οἱ νέοι δὲν ἔχουν πάρει λάθος δρόμο. Ὄχι. Ἁπλῶς-καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ τραγικὸ-βαδίζουν μπροστὰ ἀπὸ ἐμᾶς στὸν δρόμο ποὺ ἐμεῖς τοὺς δείξαμε νὰ βαδίζουν. Ἐμεῖς εἴμαστε αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι στὴν πράξη βάζουμε πάνω ἀπ’ ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ χρήματα. Ἐμεῖς μὲ τὰ λόγια δὲν ἐξαίρουμε τὰ ὑψηλά, ἀλλὰ ἀσχολούμαστε ὁλημερὶς μὲ τὰ χαμηλά. Ἐμεῖς, στὴν καλύτερη περίπτωση, μιλᾶμε γιὰ ἀρχὲς καὶ ἀξίες, ἀλλὰ στὴν πράξη ἀποκοπτόμαστε ὅλο καὶ περισσότερο ἀπὸ αὐτές. Ὅταν, λοιπόν, ἐμεῖς ἐνεργοῦμε ἔτσι, θὰ ἦταν παράλογο νὰ ἔχουμε ἀπὸ τοὺς νέους τὴν ἀπαίτηση νὰ βαδίζουν ἄλλο δρόμο. Ἁπλῶς, ἀφοῦ πρῶτα τους διδάξαμε ἐμεῖς, τώρα μᾶς διδάσκουν αὐτοί, δείχνοντάς μας ποὺ ὁδηγεῖ ὁ δρόμος ποὺ ἐν τὴ ἀφελεία μᾶς ἐπιλέξαμε νὰ βαδίσουμε.
Δὲν θέλω νὰ γράψω περισσότερα. Θὰ παραπέμψω σ’ ἕνα κείμενό μου, ποὺ εἶχα γράψει τὸ Δεκέμβριο τοῦ 2008, λίγο μετὰ τὰ ἐπεισόδια στὴν Ἀθήνα, ποὺ ἀκολούθησαν τὴν δολοφονία τοῦ νεαροῦ μαθητῆ. Προσπαθοῦσα καὶ τότε «νὰ ἀναπνεύσω» ἐν μέσω τῆς καταθλιπτικῆς κατάστασης. Γυρίζω πάντοτε «πίσω», ὅταν θολώνει ὁ νοῦς καὶ μᾶς βρίσκει τὸ κακό.
"Θυμᾶμαι μία φράση τοῦ ἀρχαίου ἱστορικοῦ Πολυβίου, ποὺ θέλει προσοχὴ στὴν ἀνάγνωσή της. Ἔλεγε: «Εἰ μὴ ταχέως ἀπολώμεθα, οὐκ ἂν ἐσώθημεν», δηλαδή, ἂν δὲν καταστραφοῦμε «ταχέως», δὲν θὰ σωθοῦμε. Μακάρι ἡ καταστροφὴ αὐτὴ νὰ ἀναφέρεται σ’ ὅλα αὐτὰ τ’ ἄσχημα καὶ τὶς ψευτιὲς ποὺ καταπλάκωσαν τὴν ζωή μας. Δὲν θέλω τέτοιες ἑορταστικὲς μέρες νὰ φορτώσω τὸ κείμενό μου μὲ πράγματα ποὺ προκαλοῦν λύπη. Ὅμως «θλίψις γὰρ ἔχει μέ, φέρειν οὐ δύναμαι... σκέπην οὐ κέκτημαι». Ἡ μόνη μας παραμυθία καὶ καταφυγή, εἶναι ἡ ἁγία μας πίστη. Χαρὰ μεγάλη μας ἀναμένει, ὅταν ἀκούσουμε τὰ εὐλογημένα χαράματα τῶν Χριστουγέννων, ἐκεῖνο τὸ ἐξαίσιο «δεῦτε ἴδωμεν πιστοὶ ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Ἂς τὸ καταλάβουμε ὅτι μόνο μὲ τὴν Ὀρθοδοξία μπορεῖ νὰ γίνει πραγματικὴ ἐπανάσταση. Ἀνέτρεψαν τὸ πανίσχυρο ρωμαϊκὸ σύστημα οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, ὄχι μὲ τὴ βία, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους, μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Τὸ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἃ’ πρὸς Κορινθίους «...λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν». (δ’, 12). Ἐνῶ σήμερα «οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια, μπάλες, ἐκθέσεις μὲ τερατουργήματα, ὁμιλίες καὶ ἀερολογίες, καλλιστεῖα, ποὺ μετριέται ἡ ἐμορφιὰ μὲ τὴ μεζούρα, καρνάβαλους ἠλίθιους, συλλόγους λογὴς-λογὴς μὲ γεύματα καὶ μὲ σοβαρὲς συζητήσεις γιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ γαϊδάρου, θὰ πεῖ ὁ δάσκαλος τοῦ Γένους, Φώτης Κόντογλου, στὰ «Μυστικὰ Ἄνθη» του. Ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν γιατί ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ παιδαγωγία. Θ’ ἀφήσω τὶς δικές μου φλυαρίες σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ θὰ μαθητεύσω σὲ κάποιες πολύτιμες γνῶμες ἁγίων μας, ὅλες μὲ ἀναφορὰ τὴν ἀνατροφὴ τῆς νεότητας. «Τὰ πρῶτα πνευματικὰ κρυολογήματα τὰ παιδιὰ τὰ παίρνουν ἀπὸ τὰ ἀνοιχτὰ παράθυρα τῶν αἰσθήσεων τῶν γονέων. Περισσότερο τὰ κρυολογεῖ ἡ μητέρα ὅταν δὲν εἶναι ντυμένη μὲ τὴ σεμνότητα καὶ μαδάει τὰ παιδιά της μὲ τὴ συμπεριφορά της», λέει ὁ ὀσιακὴς μνήμης Γέροντας Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης. (Ποιός, ἀλήθεια, διευθυντὴς Λυκείου, γιὰ παράδειγμα, μπορεῖ νὰ μιλήσει σήμερα γιὰ σεμνότητα στὶς μαθήτριες καὶ δὲν θὰ κινδυνεύσει νὰ δεχτεῖ προπηλακισμοὺς ἀπὸ τίποτε μεταμοντέρνες μητέρες;). Γράφει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Ἕνα δέντρο ὡσὰν τὸ κόψεις εὐθὺς ξεραίνονται τὰ κλαριά. Ἀμὴ ὡσὰν ποτίζεις τὴν ρίζαν, στέκονται δροσερὰ τὰ κλωνάρια. Ὁμοίως εἴστενε οἱ γονεῖς, ὡσὰν τὸ δέντρο... Εἶναι μία μηλιὰ καὶ κάνει ξινὰ μῆλα. Ἐμεῖς τώρα τί πρέπει, νὰ κατηγοροῦμε τὴ μηλιὰ ἢ τὰ μῆλα; Τὴ μηλιά. Λοιπὸν κάμνετε καλὰ ἐσεῖς οἱ γονεῖς, ὁπού εἴστενε ἡ μηλιά, νὰ γίνονται καὶ τὰ μῆλα γλυκά». (Ἡ τελευταία φράση τοῦ ἁγίου ἑρμηνεύει καὶ τὴν τωρινὴ ἀλλοφροσύνη). «Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους ὡς τὰ παιδιά τους καὶ ὄχι σὰν εἴδωλά τους. Δηλαδή, τὸ παιδί τους νὰ τὸ ἀγαποῦν ὅπως εἶναι καὶ ὄχι ὅπως θὰ ἤθελαν νὰ εἶναι, νὰ τοὺς μοιάζει δηλαδή», λέει ὁ Γέροντας Ἐπιφάνιος. (Τὰ παιδιὰ εἶναι ὑπάρξεις, ψυχὲς ἀθάνατες ποὺ μᾶς τὶς χάρισε ὁ Θεός. Κάποια στιγμὴ ἀνοίγουν τὰ δικά τους φτερά. Καλὸ εἶναι νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ δικές μας, ναρκισσιστικές, κενόδοξες ἱκανοποιήσεις ἢ γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν δικές μας ἀνεκπλήρωτες φιλοδοξίες. Αὐτὸ κρύβει χαμηλὴ αὐτοεκτίμηση, ἡ ὁποία βαραίνει καταθλιπτικὰ τὰ παιδιά). «Μηδέποτε εἰς θέατρον πεμπέσθω τὸ παιδίον ἴνα μὴ λύμην (=βρωμιά), ὁλόκληρον διὰ τῆς ἀκοῆς καὶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν δέχεται». Ὅ,τι ἦταν τὸ θέατρο τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, εἶναι σήμερα ἡ τηλεόραση. Ὡς δάσκαλος ποτὲ δὲν ἄκουσα μαθητὴ νὰ μεταφέρει στὴν τάξη ἐξωσχολικὲς γνώσεις ἢ ἐμπειρίες χωρὶς ν’ ἀρχίζει τὸν λόγο του μὲ τὴν ἑξῆς κοινότοπη φράση: "Κύριε, εἶδα στὴν τηλεόραση». Ποτὲ δὲν ἄκουσα τό «μου εἶπε ἡ μαμὰ ἢ ὁ μπαμπάς". (Χάσαμε ὅμως καὶ τὶς γιαγιάδες. Κι αὐτὲς ἐσιώπησαν. Δὲν μιλοῦν στὰ ἐγγόνια ἢ γιατί φοβοῦνται τὰ εὐερέθιστα παιδιά τους ἢ γιατί βλέπουν κι αὐτὲς μαζί τους τὰ τουρκοσκουπίδια τῆς τηλεόρασης). «Ἐκεῖνο ποὺ σώζει καὶ φτιάχνει καλὰ παιδιὰ εἶναι ἡ ζωὴ τῶν γονέων μέσα στὸ σπίτι. Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ δοθοῦνε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ γίνουνε ἅγιοι κοντὰ στὰ παιδιὰ μὲ τὴν πραότητά τους, τὴν ὑπομονή τους, τὴν ἀγάπη τους», γράφει ὁ Γέροντας Πορφύριος. Ὁ ἴδιος ἅγιος Γέροντας ἐπέπληξε αὐστηρὰ ὑπερπροστατευτικὴ μητέρα πού, ἀπελπισμένη, θρηνοῦσε γιὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ παιδιοῦ της στὶς πανελλήνιες. «Ἐσὺ φταῖς», τῆς εἶπε, «πίεση, πίεση ὅλα τὰ χρόνια, νὰ εἶσαι πρῶτος, νὰ μὴ μᾶς ντροπιάσεις, τώρα κλώτσησε τὸ παιδί». (Εἶχα διαβάσει γι’ αὐτὸ τὸ θέμα κάτι πολὺ ὡραῖο. Διδακτικότατες γιὰ τὶς σημερινὲς μητέρες πάσχουσες ἀπὸ τὸ σύνδρομο τῆς κλώσσας, εἶναι οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας, ποὺ τὴν ἐμφανίζουν νὰ κάθεται μὲ τὸ Χριστὸ στητὸ στὴν ἀγκαλιά της, ἐνῶ τὰ χέρια τῆς τὸν περιβάλλουν στοργικὰ καὶ διακριτικά, ἀλλὰ δὲν τὸν σφίγγουν). «Πολλοὶ νέοι μας σήμερα ἔχουν μία παράξενη νοοτροπία: θέλουν νὰ σπουδάσουν χωρὶς ὅμως νὰ πηγαίνουν στὸ σχολεῖο (κάνουν πολλὲς ἀπεργίες, καταλήψεις κλπ), θέλουν νὰ ἔχουν καλοὺς βαθμούς, χωρὶς νὰ διαβάζουν καὶ θέλουν τ’ ἀπολυτήριά τους νὰ τοὺς τὰ πηγαίνουν καὶ νὰ τοὺς τὰ δίνουν μέσα στὴν καφετέρια», εἶναι λόγια του Γέροντα Παϊσίου, ποὺ δὲν συνήθιζε νὰ κολακεύει, γιὰ νὰ κερδίσει συμπάθεια. Κλείνοντας χριστουγεννιάτικα μία σκέψη μόνο καὶ εὐχή: Ἴσως ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶναι πιὸ ἐπίκαιρος ὁ ἀγγελικὸς ὕμνος: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γὴς εἰρήνης». Εἰρήνη πρῶτα στὴν ἐμπερίστατη πατρίδα μας".
Καλὰ Χριστούγεννα καὶ καλὴ λευτεριά, ἀδελφοί...
Γράφει ὁ Δημήτρης Νατσιός, Δάσκαλος Κιλκὶς
Ἔγινε τὸ μεγάλο αὐτὸ κακὸ στὴν ὑπερφίαλη Ἀμερική, ποὺ παραπέμπει εὐθέως στὸν κυριακὸ λόγο γιὰ «τὸ ἔξωθέν του ποτηρίου», τὸ ὁποῖο εἶναι φανταχτερό, ἀλλὰ «ἔσωθεν γέμει» ἀδικίας, βίας καὶ πάσης ἀκαθαρσίας, ἔχουμε στὸ κεφάλι μας καὶ τὰ σάβανα τῆς οἰκονομικῆς φρίκης, πυκνώνει τὸ σκοτάδι γύρω μας. Ὁ φόβος γιὰ τὰ μελλούμενα μεγαλώνει. Καὶ στὸ στόμα καὶ τὴν σκέψη ὅλων μας τί θὰ γίνουν τὰ παιδιά μας... Χρονιάρες μέρες δὲν θέλω νὰ μαυρίσω τὴν ψυχὴ κάποιων, ὅμως ὅλοι μας ἀναρωτιόμαστε τί εἶναι ἄραγε αὐτὸ ποὺ κάνει κάποια παιδιὰ σήμερα-ἀκόμη κατ’ ἀρχὰς ἀξιαγάπητα, τὸ καθένα ξεχωριστὰ- νὰ λειτουργοῦν συχνὰ μέσα σὲ μία σχολικὴ τάξη σάν... ἀγέλη λύκων ἀνθρωποφάγων;
Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀποαθωοποιεῖ τόσο πρόωρα τὰ παιδιὰ-ἀπὸ τὶς πρῶτες τάξεις τοῦ Γυμνασίου, ἂν ὄχι τοῦ Δημοτικοῦ-μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποβάλλουν τὴν παιδικότητα καὶ τὴν ἁγνότητά τους, φυλάσσοντας ὅμως τὴν ἀνωριμότητα ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, «σὰν νὰ φοβοῦνται μήπως χάσουν τὸ κακό», ὅπως γράφει πολὺ ἐκφραστικὰ ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης; («…ὥσπερ δεδοικότες μὴ τὸ κακὸν ἀπολέσωσιν», στὸ «ἐξήγησις τοῦ Ἄσματος τῶν ἀσμάτων»). Τὰ ζητήματα αὐτὰ εἶναι μεγάλα καὶ δύσκολα ἀπαντῶνται. Τὸ εὔκολο εἶναι νὰ....
πετροβολοῦμε τοὺς νέους. «Ἐμεῖς στὰ χρόνια σας εἴχαμε ἀξίες», θὰ πεῖ ἡ ἀράγιστη ἀπὸ ἔγνοιες πολλὲς φορὲς γεροντοσύνη. «Καὶ τί τὶς κάνατε;» ἀπαντᾶ ὁ ἀδυσώπητος νεανικὸς λόγος. Τί τὶς κάναμε, λοιπόν; Ἐμεῖς, οἱ γονεῖς, οἱ δάσκαλοι, τὸ σχολεῖο, ἡ θλιβερὴ καὶ ἀνίκανη πολιτεία;
Τὸ σχολεῖο, γιὰ νὰ μιλήσω γιὰ τὰ καθ’ ἠμᾶς, εἶναι εἰκόνα τῆς κοινωνίας μας, μίας κοινωνίας κακέκτυπό της ἀμερικανικῆς, ποὺ ὅλο καὶ τῆς μοιάζουμε…
Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι τόσο εὔκολο γιὰ μερικοὺς ἀπὸ ἐμᾶς νὰ καταδικάζουμε τοὺς νέους ὅτι ἔχουν πάρει λάθος δρόμο. Οἱ νέοι δὲν ἔχουν πάρει λάθος δρόμο. Ὄχι. Ἁπλῶς-καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ τραγικὸ-βαδίζουν μπροστὰ ἀπὸ ἐμᾶς στὸν δρόμο ποὺ ἐμεῖς τοὺς δείξαμε νὰ βαδίζουν. Ἐμεῖς εἴμαστε αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι στὴν πράξη βάζουμε πάνω ἀπ’ ὅλα τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὰ χρήματα. Ἐμεῖς μὲ τὰ λόγια δὲν ἐξαίρουμε τὰ ὑψηλά, ἀλλὰ ἀσχολούμαστε ὁλημερὶς μὲ τὰ χαμηλά. Ἐμεῖς, στὴν καλύτερη περίπτωση, μιλᾶμε γιὰ ἀρχὲς καὶ ἀξίες, ἀλλὰ στὴν πράξη ἀποκοπτόμαστε ὅλο καὶ περισσότερο ἀπὸ αὐτές. Ὅταν, λοιπόν, ἐμεῖς ἐνεργοῦμε ἔτσι, θὰ ἦταν παράλογο νὰ ἔχουμε ἀπὸ τοὺς νέους τὴν ἀπαίτηση νὰ βαδίζουν ἄλλο δρόμο. Ἁπλῶς, ἀφοῦ πρῶτα τους διδάξαμε ἐμεῖς, τώρα μᾶς διδάσκουν αὐτοί, δείχνοντάς μας ποὺ ὁδηγεῖ ὁ δρόμος ποὺ ἐν τὴ ἀφελεία μᾶς ἐπιλέξαμε νὰ βαδίσουμε.
Δὲν θέλω νὰ γράψω περισσότερα. Θὰ παραπέμψω σ’ ἕνα κείμενό μου, ποὺ εἶχα γράψει τὸ Δεκέμβριο τοῦ 2008, λίγο μετὰ τὰ ἐπεισόδια στὴν Ἀθήνα, ποὺ ἀκολούθησαν τὴν δολοφονία τοῦ νεαροῦ μαθητῆ. Προσπαθοῦσα καὶ τότε «νὰ ἀναπνεύσω» ἐν μέσω τῆς καταθλιπτικῆς κατάστασης. Γυρίζω πάντοτε «πίσω», ὅταν θολώνει ὁ νοῦς καὶ μᾶς βρίσκει τὸ κακό.
"Θυμᾶμαι μία φράση τοῦ ἀρχαίου ἱστορικοῦ Πολυβίου, ποὺ θέλει προσοχὴ στὴν ἀνάγνωσή της. Ἔλεγε: «Εἰ μὴ ταχέως ἀπολώμεθα, οὐκ ἂν ἐσώθημεν», δηλαδή, ἂν δὲν καταστραφοῦμε «ταχέως», δὲν θὰ σωθοῦμε. Μακάρι ἡ καταστροφὴ αὐτὴ νὰ ἀναφέρεται σ’ ὅλα αὐτὰ τ’ ἄσχημα καὶ τὶς ψευτιὲς ποὺ καταπλάκωσαν τὴν ζωή μας. Δὲν θέλω τέτοιες ἑορταστικὲς μέρες νὰ φορτώσω τὸ κείμενό μου μὲ πράγματα ποὺ προκαλοῦν λύπη. Ὅμως «θλίψις γὰρ ἔχει μέ, φέρειν οὐ δύναμαι... σκέπην οὐ κέκτημαι». Ἡ μόνη μας παραμυθία καὶ καταφυγή, εἶναι ἡ ἁγία μας πίστη. Χαρὰ μεγάλη μας ἀναμένει, ὅταν ἀκούσουμε τὰ εὐλογημένα χαράματα τῶν Χριστουγέννων, ἐκεῖνο τὸ ἐξαίσιο «δεῦτε ἴδωμεν πιστοὶ ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός». Ἂς τὸ καταλάβουμε ὅτι μόνο μὲ τὴν Ὀρθοδοξία μπορεῖ νὰ γίνει πραγματικὴ ἐπανάσταση. Ἀνέτρεψαν τὸ πανίσχυρο ρωμαϊκὸ σύστημα οἱ πρῶτοι Χριστιανοί, ὄχι μὲ τὴ βία, ἀλλὰ μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους, μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. Τὸ γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἃ’ πρὸς Κορινθίους «...λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν». (δ’, 12). Ἐνῶ σήμερα «οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια, μπάλες, ἐκθέσεις μὲ τερατουργήματα, ὁμιλίες καὶ ἀερολογίες, καλλιστεῖα, ποὺ μετριέται ἡ ἐμορφιὰ μὲ τὴ μεζούρα, καρνάβαλους ἠλίθιους, συλλόγους λογὴς-λογὴς μὲ γεύματα καὶ μὲ σοβαρὲς συζητήσεις γιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ γαϊδάρου, θὰ πεῖ ὁ δάσκαλος τοῦ Γένους, Φώτης Κόντογλου, στὰ «Μυστικὰ Ἄνθη» του. Ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν γιατί ἀπομακρυνθήκαμε ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ παιδαγωγία. Θ’ ἀφήσω τὶς δικές μου φλυαρίες σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο καὶ θὰ μαθητεύσω σὲ κάποιες πολύτιμες γνῶμες ἁγίων μας, ὅλες μὲ ἀναφορὰ τὴν ἀνατροφὴ τῆς νεότητας. «Τὰ πρῶτα πνευματικὰ κρυολογήματα τὰ παιδιὰ τὰ παίρνουν ἀπὸ τὰ ἀνοιχτὰ παράθυρα τῶν αἰσθήσεων τῶν γονέων. Περισσότερο τὰ κρυολογεῖ ἡ μητέρα ὅταν δὲν εἶναι ντυμένη μὲ τὴ σεμνότητα καὶ μαδάει τὰ παιδιά της μὲ τὴ συμπεριφορά της», λέει ὁ ὀσιακὴς μνήμης Γέροντας Παϊσιος ὁ Ἁγιορείτης. (Ποιός, ἀλήθεια, διευθυντὴς Λυκείου, γιὰ παράδειγμα, μπορεῖ νὰ μιλήσει σήμερα γιὰ σεμνότητα στὶς μαθήτριες καὶ δὲν θὰ κινδυνεύσει νὰ δεχτεῖ προπηλακισμοὺς ἀπὸ τίποτε μεταμοντέρνες μητέρες;). Γράφει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Ἕνα δέντρο ὡσὰν τὸ κόψεις εὐθὺς ξεραίνονται τὰ κλαριά. Ἀμὴ ὡσὰν ποτίζεις τὴν ρίζαν, στέκονται δροσερὰ τὰ κλωνάρια. Ὁμοίως εἴστενε οἱ γονεῖς, ὡσὰν τὸ δέντρο... Εἶναι μία μηλιὰ καὶ κάνει ξινὰ μῆλα. Ἐμεῖς τώρα τί πρέπει, νὰ κατηγοροῦμε τὴ μηλιὰ ἢ τὰ μῆλα; Τὴ μηλιά. Λοιπὸν κάμνετε καλὰ ἐσεῖς οἱ γονεῖς, ὁπού εἴστενε ἡ μηλιά, νὰ γίνονται καὶ τὰ μῆλα γλυκά». (Ἡ τελευταία φράση τοῦ ἁγίου ἑρμηνεύει καὶ τὴν τωρινὴ ἀλλοφροσύνη). «Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ ἀγαποῦν τὰ παιδιά τους ὡς τὰ παιδιά τους καὶ ὄχι σὰν εἴδωλά τους. Δηλαδή, τὸ παιδί τους νὰ τὸ ἀγαποῦν ὅπως εἶναι καὶ ὄχι ὅπως θὰ ἤθελαν νὰ εἶναι, νὰ τοὺς μοιάζει δηλαδή», λέει ὁ Γέροντας Ἐπιφάνιος. (Τὰ παιδιὰ εἶναι ὑπάρξεις, ψυχὲς ἀθάνατες ποὺ μᾶς τὶς χάρισε ὁ Θεός. Κάποια στιγμὴ ἀνοίγουν τὰ δικά τους φτερά. Καλὸ εἶναι νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ δικές μας, ναρκισσιστικές, κενόδοξες ἱκανοποιήσεις ἢ γιὰ νὰ πραγματοποιήσουν δικές μας ἀνεκπλήρωτες φιλοδοξίες. Αὐτὸ κρύβει χαμηλὴ αὐτοεκτίμηση, ἡ ὁποία βαραίνει καταθλιπτικὰ τὰ παιδιά). «Μηδέποτε εἰς θέατρον πεμπέσθω τὸ παιδίον ἴνα μὴ λύμην (=βρωμιά), ὁλόκληρον διὰ τῆς ἀκοῆς καὶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν δέχεται». Ὅ,τι ἦταν τὸ θέατρο τὴν ἐποχὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου, εἶναι σήμερα ἡ τηλεόραση. Ὡς δάσκαλος ποτὲ δὲν ἄκουσα μαθητὴ νὰ μεταφέρει στὴν τάξη ἐξωσχολικὲς γνώσεις ἢ ἐμπειρίες χωρὶς ν’ ἀρχίζει τὸν λόγο του μὲ τὴν ἑξῆς κοινότοπη φράση: "Κύριε, εἶδα στὴν τηλεόραση». Ποτὲ δὲν ἄκουσα τό «μου εἶπε ἡ μαμὰ ἢ ὁ μπαμπάς". (Χάσαμε ὅμως καὶ τὶς γιαγιάδες. Κι αὐτὲς ἐσιώπησαν. Δὲν μιλοῦν στὰ ἐγγόνια ἢ γιατί φοβοῦνται τὰ εὐερέθιστα παιδιά τους ἢ γιατί βλέπουν κι αὐτὲς μαζί τους τὰ τουρκοσκουπίδια τῆς τηλεόρασης). «Ἐκεῖνο ποὺ σώζει καὶ φτιάχνει καλὰ παιδιὰ εἶναι ἡ ζωὴ τῶν γονέων μέσα στὸ σπίτι. Οἱ γονεῖς πρέπει νὰ δοθοῦνε στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Πρέπει νὰ γίνουνε ἅγιοι κοντὰ στὰ παιδιὰ μὲ τὴν πραότητά τους, τὴν ὑπομονή τους, τὴν ἀγάπη τους», γράφει ὁ Γέροντας Πορφύριος. Ὁ ἴδιος ἅγιος Γέροντας ἐπέπληξε αὐστηρὰ ὑπερπροστατευτικὴ μητέρα πού, ἀπελπισμένη, θρηνοῦσε γιὰ τὴν ἀποτυχία τοῦ παιδιοῦ της στὶς πανελλήνιες. «Ἐσὺ φταῖς», τῆς εἶπε, «πίεση, πίεση ὅλα τὰ χρόνια, νὰ εἶσαι πρῶτος, νὰ μὴ μᾶς ντροπιάσεις, τώρα κλώτσησε τὸ παιδί». (Εἶχα διαβάσει γι’ αὐτὸ τὸ θέμα κάτι πολὺ ὡραῖο. Διδακτικότατες γιὰ τὶς σημερινὲς μητέρες πάσχουσες ἀπὸ τὸ σύνδρομο τῆς κλώσσας, εἶναι οἱ εἰκόνες τῆς Παναγίας, ποὺ τὴν ἐμφανίζουν νὰ κάθεται μὲ τὸ Χριστὸ στητὸ στὴν ἀγκαλιά της, ἐνῶ τὰ χέρια τῆς τὸν περιβάλλουν στοργικὰ καὶ διακριτικά, ἀλλὰ δὲν τὸν σφίγγουν). «Πολλοὶ νέοι μας σήμερα ἔχουν μία παράξενη νοοτροπία: θέλουν νὰ σπουδάσουν χωρὶς ὅμως νὰ πηγαίνουν στὸ σχολεῖο (κάνουν πολλὲς ἀπεργίες, καταλήψεις κλπ), θέλουν νὰ ἔχουν καλοὺς βαθμούς, χωρὶς νὰ διαβάζουν καὶ θέλουν τ’ ἀπολυτήριά τους νὰ τοὺς τὰ πηγαίνουν καὶ νὰ τοὺς τὰ δίνουν μέσα στὴν καφετέρια», εἶναι λόγια του Γέροντα Παϊσίου, ποὺ δὲν συνήθιζε νὰ κολακεύει, γιὰ νὰ κερδίσει συμπάθεια. Κλείνοντας χριστουγεννιάτικα μία σκέψη μόνο καὶ εὐχή: Ἴσως ποτὲ ἄλλοτε δὲν εἶναι πιὸ ἐπίκαιρος ὁ ἀγγελικὸς ὕμνος: «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῶ καὶ ἐπὶ γὴς εἰρήνης». Εἰρήνη πρῶτα στὴν ἐμπερίστατη πατρίδα μας".
Καλὰ Χριστούγεννα καὶ καλὴ λευτεριά, ἀδελφοί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου