Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δε γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω, γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός».
Λόγια ανεξίτηλα - επίκαιρα όσο ποτέ άλλοτε, σε μία Ελλάδα που ταλανίζεται από αμέτρητους εσωτερικούς και εξωτερικούς παράγοντες αποσύνθεσης που τις τελευταίες μέρες αγγίζει τα απώτατα όριά της - από καρδιάς γραμμένα δια χειρός ενός ποιητή που πέθανε σαν σήμερα, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971. Του Γιώργου Σεφέρη.
«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει...». Μία ποιητική ενόραση και συνάμα προσωπική - βγαλμένη εκ βιώματος - ομολογία που άρθρωσε άλλοτε ο Σεφέρης (και έκτοτε έχει διατυπωθεί ακόρεστα από μύρια στόματα) αναφερόμενος σε αυτό που πάντοτε βρισκόταν στο επίκεντρο της ποιητικής δημιουργίας του μεγάλου μας ποιητή, αλλά και στην καρδιά της ψυχικής του οικονομίας. Ποιο είναι αυτό; Αν χρειαζόταν να το περιγράψουμε με μία λέξη, θα λέγαμε δίχως περιστροφές: η ελληνικότητα... Μία αυθεντική εμπειρία του «ελληνικού» στοιχείου που έχει πλέον εκλείψει μαζί με όλους εκείνους τους μεγάλους εκφραστές της: τον Καβάφη (1863-1933), τον Σικελιανό (1884-1951), τον Παλαμά (1859-1943), τον Σολωμό (1798-1857). Ποιητές όλων των εποχών και των αιώνων που θα έλθουν και θα περάσουν από τα χώματα ετούτης της γης.
Ως έναν ελάχιστο φόρο τιμής για την επέτειο του θανάτου του, παραθέτουμε ορισμένα αποσπάσματα από το ιστορικό κείμενο του Οκτάβ Μερλιέ για τον Σεφέρη με τίτλο: «Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Ελληνισμός»:
Με επευφημίες και τραγούδια συνοδεύει στον τάφο η Ελλάδα τις μεγάλες φωνές που σωπαίνουν για πάντα. Τι ωραία φιλοφροσύνη για τον πανηγυρισμό, ύστερ' από την επικήδεια τελετή. Της εισόδου του Λόγου στο βασίλειο της δόξας!
Όταν, το 1952, πέθανε ο μεγάλος Βεάκης, η σορός του πέρασε, μόλις τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, μέσα από 'να πλήθος [που χειροκροτούσε για τελευταία φορά, όπως στό τέλος μιας από τις συγκλονιστικές παραστάσεις του, τον τραγικό ηθοποιό που δεν θα τον ξανάκουγε πια.
Όταν το 1943, στην κατοχή, πέθανε ο βάρδος του ελλην ισμού Κωστής Παλαμάς, ό λαός της Αθήνας, με επικεφαλής τον Άγγελο Σικελιανό, τον συνόδεψε ως τον τάφο του κι άφησε να αντιλαλήσει πάνω από το λείψανό του, τη στιγμή της ταφής του, ο εθνικός ύμνος· και τραγουδήθηκε τόσο δυνατά απ' αυτό το ποτάμι των φωνών, που ακούστηκε ως τους πρόποδες της Ακρόπολης.
Στο Γιώργο Σεφέρη επιφυλάχτηκε μια άλλη τιμή. Οι πολυάριθμοι νέοι πού 'ρθαν φέρνοντάς του ο καθένας ένα λουλούδι, τραγούδησαν γύρω από το φέρετρό του, την ώρα που το οδηγούσαν στο κοιμητήριο, ένα από τα μελοποιημένα ποιήματά του.
[...]
Ναι. Οι μεγάλοι ποιητές της σημερινής Ελλάδας είναι σαν τις λέξεις – θεμέλια της γλώσσας τους: η γέννησή τους φτάνει ως τις αρχές του ελληνισμού.
Ενώ ο Καβάφης (1863-1933) ειν’ ένας Αλεξανδρινός της ελληνιστικής εποχής, ο Σικελιανός (1884-1951), ο Παλαμάς (1859-1943), ο Σολωμός (1798-1857) είναι όλων των εποχών. Ακόμη και ο Παπαδιαμάντης (1851-1911) μοιάζει μ΄έναν δευτέρας τάξεως εθνικό θεό χαμένον ανάμεσά μας. Έχοντας με τρόπο αξιοθαύμαστο επιζήσει της καταστροφής του ναού του, που, χωρίς άλλο, μεταμορφώθηκε σε παρεκκλήσι αγίου, σε χρόνια πολύ μακρυνά, κατόρθωσε να μείνει ζωντανός ως τις ημέρες μας, αφού προηγουμένως κρύφτηκε ανάμεσα στους αναχωρητές και τους Πατέρες της Εκκλησίας· κι ύστερα ανακατεύθηκε –αγνώριστος και φίλος- με τους παλιούς μοναχούς, τους σοφούς και φρόνιμους του αιώνα του.
Ο Γιώργος Σεφέρης έχει γεννηθεί, όπως αναφέρουν τα Ληξιαρχικά Βιβλία, το 1900, στην αρχή, δηλαδή, του αιώνα. Για μένα η γέννησή του φτάνει ως τη δεύτερη χιλιετηρίδα προ Χριστού. Είναι σύγχρονος του Ελπήνορα, των συντρόφων του Οδυσσέα –που φάγανε τ’ αργοκίνητα κοπάδια του Ήλιου- , σύγχρονος του Ορέστη, που σκόνταψε στις πέτρες των Μυκηνών· σύγχρονος της Ελένης, που ξέρει καλά πως δεν έφτασε ποτέ στην Τροία: «Στις Μυκήνες, λέει, σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»· χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάνδρα μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της...» Είναι σύγχρονος του Οιδίποδα, της Αντιγόνης, του Σωκράτη...
«Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρύσετε τον ήλιο».
«Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρύσετε τον άνθρωπο».
Παράξενη μοίρα να είσαι, να έχεις γεννηθεί έλληνας και να εξακολουθείς να είσαι άνθρωπος που εδώ και 80 γενεές οικοδόμησε τον Παρθενώνα. Το μεγαλείο του ποιητή συνίσταται στο ότι δοκιμάζει αν αξίζει τη μοίρα του. Η αγωνία του συνίσταται στο ότι αμφιβάλλει, πάντα, αν είναι άξιος αυτής της μοίρας. Συνίσταται στο ότι αναρωτιέται, αν ο τόπος και οι άνθρωποι είναι ίδιοι, αν κάτω από τη φθορά των αιώνων λησμόνησαν οι άνθρωποι κι έχασαν τη συνείδησή τους.
Θα ιδούμε ότι, γι’ αυτόν, το ν’ αμφιβάλλει και να αισθάνεται την πληγή του, σημαίνει να βεβαιώνει, ήδη, την ύπαρξή του. Πρέπει, λοιπόν, να δεχτεί να ξαναντυθεί τον εξουθενωτικό χιτώνα του Νέσσου –την παράδοση- · πρέπει να δεχτεί να κρατήσει στ’ αδύνατα χέρια του τη μαρμάρινη κεφαλή, που το βάρος της θα του τσακίσει τους ώμους. Θα περπατήσει ανάμεσα στις παλιές ακρωτηριασμένες πέτρες απ’ τις οποίες είναι γεμάτη η ελληνική γη, αναζητώντας το χαμένο τόπο όπου γεννήθηκε εδώ και χιλιάδες χρόνια. Εξαντλημένος, θα ψάξει να βρει καταφύγιο μέσα στις στέρνες της σιωπής, για ν’ ακούσει, μέσα εκεί, τη φωνή της ψυχής, ενώ, πάνω στις πλάκες που τις σκεπάζουν, θα τρέχουν τα πολυθόρυβα βήματα των αγκαλιασμένων από τον ήλιο και τη μάταιη ταραχή πόλεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου