Τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου μὲ τὸ θηρίο. (Μέρος Α').
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Σήμερα, ἀγαπητά μου παιδιά, ἔχω νά σᾶς διηγηθῶ, γιά ἕνα μεγάλο καί φοβερό θαῦμα τοῦ ἁγίου Γεωργίου τοῦ Μεγαλομάρτυρος καί Τροπαιοφόρου καί Θαυματουργοῦ.
Ὄχι μακριά ἀπό τήν πόλι Λύδδα, ὅπου ἔχει ταφῆ τό πάνσεπτο σῶμα του, εἶναι μία πόλις πού λέγεται Βηρυττός, δίπλα στό ὄρος Λίβανος. Δίπλα στήν πόλι αὐτή ὑπῆρχε μία μεγάλη πηγή στήν ὁποία κατοικοῦσε ἕνα μεγάλο καί φοβερό ἑρπετό.
Κάθε φορά πού ἔβγαινε ἔξω ἀπό τήν φωλιά του, πού ἦταν δίπλα στήν πηγή, ἔπιανε ἀνθρώπους καί τούς ἔτρωγε. Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι ἁρματώθηκαν καί πλησίασαν ἐκεῖνο τό μέρος μέ τήν ψυχή στό στόμα ἀπό τόν φόβο τους γιά νά τό σκοτώσουν.
Ἀλλά, μόνο καί μόνο τό ἄκουσμα ὅτι τό θηρίο ἐξερχόταν, ἔτρεμαν ἀπό τόν φόβο τους καί ἔτρεχαν νά γλυτώσουν. Ἀρκετοί εἶχαν συληφθῆ ἀπό τό θηρίο αὐτό καί εἶχαν γίνη τροφή του.
Γιά τήν πόλι ἐκείνη ἡ παρουσία αὐτοῦ τοῦ θηρίου ἦταν μεγάλη πληγή, συμφορά καί δοκιμασία.
Ἔτσι μία ἡμέρα, φθάνοντας ἄνθρωποι στήν πόλι ἐκείνη, ἐπῆγαν στόν βασιλέα καί τοῦ εἶπαν:
-Τί νά κάνουμε, βασιλεῦ, διότι χανόμεθα ὅλοι μας ἀπ᾿ αὐτό τό θηρίο.
Αὐτό τό ὁποῖο θά μέ συμβουλεύσουν οἱ θεοί μας, θά τό εἰπῶ καί σ᾿ἐσᾶς, τούς εἶπε ὁ βασιλεύς.
Ἔτσι, οἱ δαίμονες πού κατοικοῦσαν μέσα στά εἴδωλα καί ἤθελαν τήν ἀπώλεια τῶν ψυχῶν τῶν ἀνθρώπων, ἔδωσαν μία κατάλληλη συμβουλή στόν βασιλέα: Ἐάν θέλουν νά μή χαθοῦν ὅλοι, νά δίνουν στόν θηρίο κάθε ἡμέρα ἕνα ἀπό τά παιδιά τους, ἀγόρι ἤ κορίτσι γιά τρώγη αὐτό τό θηρίο. Καί ὁ βασιλεύς εἶπε κατόπιν:
-Ὅταν θά ἔλθη ἡ σειρά καί σέ μένα, παρότι ἔχω μόνο μία κόρη, τί νά κάνω; Θά τήν δώσω, νά γλυτώσω ἐγώ!
Καί δέχθηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι αὐτή τήν βασιλική συμβουλή, μᾶλλον νά τήν ὀνομάσουμε διαβολική. Ἔτσι μέ νόμο πλέον, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μικροί καί μεγάλοι, ἔδιναν τά παιδιά τους μέ τήν σειρά κάθε ἡμέρα καί ἕνα γιά τροφή στό θηρίο. Κάθε ἡμέρα, ἀφοῦ ἐστόλιζαν τό παιδί, ἀγόρι ἤ κορίτσι, τό ἄφηναν δίπλα στήν πηγή. Ἐξερχόταν τό θηρίο καί ἔτρωγε τό ἕτοιμο θήραμά του. Οἱ συγγενεῖς τῶν παιδιῶν αὐτῶν κάθε ἡμέρα θρηνοῦσαν μέ σπαρακτικές φωνές καί ἔκλαιαν γιά τόν χαμό τους.
Ἀφοῦ ἦλθε ἡ σειρά ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλεως, ἦλθε καί ἡ σειρά τοῦ βασιλέως. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ εἶπαν:
-Ἰδού, βασιλεῦ, ὅλοι ἐμεῖς σύμφωνα μέ τή ἀπόφασί σου, ἐδώσαμε τά παιδιά μας, τροφή στό θηρίο καί τώρα τελειώνει ἡ σειρά μας. Τί μᾶς συμβουλεύεις νά κάνουμε τώρα;
Καί ὁ βασιλεύς τούς ἀπήντησε:
-Θά δώσω κι ἐγώ τήν κόρη μου, παρότι δέν ἔχω ἄλλη καί μετά θά κάνουμε ὅ,τι θά μᾶς εἰποῦν οἱ θεοί μας.
Ἀφοῦ ἐκάλεσε ὁ βασιλεύς τήν κόρη του, τήν διέταξε νά στολισθῆ, ὅπως πρέπει, ἄν καί ἦταν πολύ λυπημένος κι ἔκλαιγε γιά τόν χαμό της.
Ἔμεινε στό παλάτι του μέ τούς αὐλικούς του κλαίοντας καί θρηνώντας καί τήν κόρη του ἔστειλε νά περιμένη ἔξω ἀπό τήν πηγή, γιά νά γίνη κατάβρωμα τοῦ θηρίου.
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
30 Σεπτεμβρίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου