Και ο νoμός Κιλκίς «μέθυσε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα», όπως διθυραμβικά απάντησε ο εθνικός μας ποιητής, Κωστής Παλαμάς, στους φοιτητές που τον επισκέφτηκαν λίγο μετά την κήρυξη του πολέμου.
Να σημειώσω παρενθετικά κάτι. Ο ιστορικός αναχρονισμός και η ιδεολογική χρήση της ιστορίας είναι οι δύο μεγάλες αρρώστιες των ασχολουμένων με την ιστορία. Και το κακό είναι ότι αυτές οι ασθένειες είναι μεταδοτικές στον λαό. Είναι λυπηρό το φαινόμενο, αποτελεί και ασέβεια στην μνήμη των ηρώων της Πατρίδας, το να μην προβάλλουμε το πνεύμα αυτοθυσίας και φιλοπατρίας που τους διέκρινε, αλλά να ξεβράζονται ιδεολογικές διαμάχες, ή καλύτερα ιδεοληψίες, του τύπου ο λαός είπε το ΟΧΙ και όχι ο Μεταξάς, οι παρελάσεις είναι φασιστικό κατάλοιπο και όχι απόδοση τιμής και ευγνωμοσύνης γιά τους αγώνες των προγόνων. Υπήρξε ή δεν υπήρξε το ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ γιά την 25η Μαρτίου, ο αφορισμός του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ και λοιπά ιστορικά γεγονότα, που κάποιοι σύγχρονοι ιστοριογράφοι, πάσχοντες από άκρατο εθνομηδενισμό, προσπαθούν να τα αποκαθηλώσουν. Τους τόσο, δηλαδή, απαραίτητους για κάθε λαό, εθνικούς τους μύθους. (Και «μύθος εστί λόγος ψευδής εικονίζων την αλήθειαν»).
Όλοι αυτοί όμως οι οπαδοί του αναθεωρητισμού, προσφέρουν κάκιστες υπηρεσίες στην πατρίδα, σήμερα ιδίως που το ηθικό του λαού είναι ποδοπατημένο. Ειδικά γιά τις παρελάσεις να πω ότι συντηρούν την συλλογική μνήμη του λαού, το αντιστασιακό του ήθος, του απροσκύνητου και ελεύθερου. Μνήμη του λαού μου σε λένε Άθω και σε λένε Πίνδο, λέει ο Ελύτης. Υπενθυμίζω και την περίφημη επισήμανση του Μ. Κούντερα. «Για να εξαφανίσει κανείς ένα έθνος, του αφαιρεί πρώτα την μνήμη. Καταστρέφει τα βιβλία του, την παιδεία του, την ιστορία του. Και κάποιος του γράφει άλλα βιβλία, του μεταφυτεύει άλλη παιδεία και επινοεί άλλη ιστορία. Κατόπιν το έθνος αρχίζει σιγά σιγά να ξεχνάει ποιο είναι και ποιο ήταν. Ο κόσμος τριγύρω του θα το ξεχάσει πολύ γρήγορα».
Ως συνήθως τα καλύτερα ιστορικά πονήματα και αφιερώματα τα έχουμε από ανθρώπους που δεν είναι ιστορικοί. Ένα τέτοιο παρουσιάζουμε σήμερα. Το έργο του Γιώργου Βαρδάκα, που το τιτλοφορεί Φωτογραφικό Λεύκωμα και περιέχει φωτογραφίες πεσόντων στον πόλεμο. (Ο πλήρης τίτλος: «Αξιωματικοί και οπλίτες, νεκροί και εξαφανισθέντες, στο Έπος 1940-41, νομού Κιλκίς», σε μια καλαίσθητη και προσεγμένη έκδοση του «Μαχητή»). Εγώ θα το ονόμαζα το Εικονοστάσι των ηρώων του Κιλκίς. Όπως έχουμε το Εικονοστάσι της Εκκλησίας με τους αγίους, έτσι έχουμε και το Εικονοστάσι των ηρώων του Γένους. Το ξεφυλλίζεις με συγκίνηση- μία τέτοια φωτογραφία ασπρόμαυρη, που παρουσίαζε ένα ντυμένο στο χακί παλληκάρι, κοσμούσε έναν τοίχο στο σπίτι της γιαγιάς μου. Ο άντρας της, ο παππούς, σκοτώθηκε στην Τρεμπεσίνα στις 14 Ιανουαρίου 1941- το ξεφυλλίζεις και αντικρίζεις πρόσωπα, νιάτα δροσερά, άγουρες επιθυμίες που όμως ετάραζε τα σπλάχνα τους ελευθεριάς ελπίδα.
Δεν πήγαιναν να σκοτώσουν τα παιδιά αυτά, πήγαιναν να πεθάνουν γιά την πατρίδα, λέει ο ποιητής. Αυτό είναι το μεγαλείο της γενιάς του ’40. Κοιτάς αυτά τα ασπρόμαυρα φωτοστέφανα, με τα λαμπρά παλληκάρια, και ο νους σου πάει στους στίχους του πολεμιστή ποιητή.
«Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας-
δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί».
Είμαι σίγουρος, πως ο Γιώργος Βαρδάκας, όσον καιρό ετοίμαζε το πόνημά του-και είναι πόνημα, ετυμολογείται από την λέξη πόνος, που πρωταρχικά σημαίνει κόπος-και κοπίασε και πόνεσε. Σε πόσα άραγε σπίτια που επισκέφτηκε δεν κύλησαν δάκρυα και ρίγη συγκίνησης, όταν ευλαβικά παραδιδόταν η φωτογραφία κειμήλιο; Πόσες γιαγιούλες και περήφανοι γέροι όρθωσαν με καμάρι το γυρτό σώμα τους, όταν ιστορούσαν τον βίο του λεβέντη που «έπεσε» και ούτε τα κόκκαλά του δεν βρέθηκαν-Άγνωστος Στρατιώτης.
Προσωπικά, βλέπω τις εικόνες και πιάνω τον εαυτό μου να ντρέπεται; Θυμάμαι τα λόγια του ποιητή. «Χρωστάμε σ’ όσους πέρασαν, θα ‘ρθουνε, θα περάσουν, κριτές θα μας δικάσουν, οι αγέννητοι, οι νεκροί». Ντρέπομαι, γιατί το βλέμμα τους μάς δικάζει. Η γενιά του ΟΧΙ. Αυτοί. Η γενιά των πολλών ΝΑΙ. Εμείς. Είναι πολύτιμα-πολυτίμητα τέτοια βιβλία στην εποχή μας. Δόξα το Θεώ, λέω, που υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, εν μέσω της περιρρέουσας παραίτησης και αδιαφορίας, σαν τον Γιώργο Βαρδάκα, που εμπνέονται από τους αγώνες του λαού μας για ελευθερία, που γονατίζουν και προσκυνούν κόκκαλα ιερά, που κρατούν ανοιχτά και άγρυπνα τα μάτια της ψυχής τους.
Οι περισσότεροι Κιλκισιώτες ήρωες έπεσαν κατά την εαρινή επίθεση των Ιταλών, στην οποία παρίστατο και ο υπερφίαλος Μουσολίνι. Στο ύψωμα 731- τις Θερμοπύλες της Πίνδου- για το οποίο ο συγγραφέας κάνει ιδιαίτερη μνεία, φανερώθηκε η παλληκαριά των παιδιών του Κιλκίς. Συνάντησα συχνά στο βιβλίο τα υψώματα-το Μάλι Σπαντάριτ και Μπούμπεσι. Να τιμήσει η πόλη μας τους αθάνατους μαχητές της, με την ονοματοδοσία μιας οδού. Για το 731 θα διαβάσω κάτι που διασώζει ο Χρ. Ζαλοκώστας στο βιβλίο του «Πίνδος». «Η εχθρική αντεπίθεση του Μαρτίου έχει εκδηλωθεί. Το 731 έχει μεταβληθεί σε ηφαίστειο. Οι φαντάροι μας, πεσμένοι με την κοιλιά στους λάκκους των οβίδων, πυροβολούν, χωρίς διακοπή, για να συγκρατήσουν το εχθρικό πεζικό. Ο δάσκαλος-έτσι έχει βαφτίσει τον διοικητή του ο λόχος, γιατί δημοδιδάσκαλος είναι το επάγγελμά του-με προβιές και επιδέσμους, γύρω από τα κρυοπαγημένα πόδια του, αντί για παπούτσια, χωρίς να προφυλάγεται τρέχει νευριασμένος από διμοιρία σε διμοιρία και δίνει οδηγίες.
-Μην πυροβολείτε στα στραβά, παιδιά! Μην ξοδεύετε ασκόπως τις χειροβομβίδες σας, τους λέει. Κι όταν ο ταγματάρχης του φωνάζει να μην εκθέτει τόσο τον εαυτό του, ο δάσκαλος του απαντάει:
- Φοβάμαι μήπως χάσουμε σήμερα το ύψωμα. Και τι θα δικαιολογηθώ ύστερα εγώ στους μαθητές μου, άμα γυρίσω στο σχολείο;»
Τέτοιοι δάσκαλοι, που ντρέπονταν να ντροπιαστούν, ανέστησαν την γενιά του ’40. Γι’ αυτό αναφωνούσε λογοτέχνης του καιρού εκείνου: «Βγάλτε τα στεφάνια της νίκης από τα κεφάλια των στρατιωτών και φορέστε τα στα κεφάλια των δασκάλων τους».
Το πρώτο που έκανα, όταν ο Γιώργος Βαρδάκας μου χάρισε το βιβλίο του, είναι να το πάρω και να το δείξω στους μαθητές της τάξης μου –Στ’ Δημοτικού. Να δουν οι μαθητές μου, τα πρόσωπα ηρώων-ανθρώπων που περπάτησαν, που έζησαν σε τούτα τα ιερά χώματα του Κιλκίς. Και πρέπει-να φροντίσει η Τοπική Αυτοδιοίκηση- να φτάσει το βιβλίο σ’ όλα τα σχολεία του νομού. Το έδειξα το βιβλίο στους μαθητές μου και έβαλα δίπλα τους αυτό το κουρελούργημα του υπουργείου πρώην εθνικής παιδείας που γράφει για το ’40 τα εξής: (Βιβλίο Γλώσσας Ε’ Δημοτικού, α’ τεύχος, σελίδα 44):
«Η Ιταλία μάς κήρυξε τον πόλεμο!
Κι εμείς πήγαμε στο υπόγειο» (και κρυφτήκαμε .Επικεφαλίδα και υπότιτλος). Και στο κείμενο διαμείβονται διάλογοι, όπως:
«Μετά γύρισε στη μαμά (ο μπαμπάς) και της είπε πως θα τρέξει στην τράπεζα να σηκώσει λεφτά. «Δεν έχουμε δραχμή» είπε κι έφυγε τρέχοντας στη σκάλα...
…και ο μπαμπάς με πήρε αγκαλιά και είπε πάλι:
-Άκη, από σήμερα θα γίνεις άντρας.
Εγώ τότε φοβήθηκα πάρα πολύ, γιατί δεν ήθελα να γίνω σήμερα άντρας». Ηττοπάθεια, δειλία, φόβος, αντί για θυσία, ηρωισμό, εθνική αξιοπρέπεια.
Κλείνοντας να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Γιώργο Βαρδάκα για το λαμπρό
του πόνημα. Για το Κιλκίς το έργο είναι, όπως έλεγε ο Θουκυδίδης, έργο
ες αεί. Ένα έργο που δεν θα το θάψει ο πανδαμάτωρ χρόνος, αλλά και οι
γενιές που έρχονται θα το μνημονεύουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου