Αύτη ήταν το μίασμα. Ούτε ό σαράφης
που έπαιρνε τις χρυσές βέρες των μεροκαματιάρηδων για δυο ενέσεις πενικιλίνης. Ούτε
ή μεγαλοκυρία του αρχοντόσπιτου που ξυλοφόρτωνε αλύπητα την παρακόρη της
Περσεφόνη. Ούτε βέβαια τ' αφεντικό του αρχοντόσπιτου που σουρομαδούσε την
Περσεφόνη όταν κοιμόταν ή μεγαλοκυρία. Όχι αυτοί, ή Βασιλεία ήταν το μίασμα.
Γιατί, αύτη έπαιρνε αντίτιμο όταν την «σουρομαδούσαν» οι πελάτες στην κάμαρα του
συνοικισμού στη Χρυσομαλλούσα. Ήταν τότε, στα χρόνια της λαϊκής γειτονίας, των
ανθισμένων περιβολιών, άλλα και της χαμένης αθωότητας.
Πελατεία μεγάλη δεν είχε ή Βασιλεία.
Ήταν κακομούτσουνη, την είχαν πάρει και τα χρόνια. Ή Βασιλεία, ποτέ δεν μάλωνε με
τη γειτονιά, κι ας έφτυναν στο κατόπι της! Περνούσε μακριά από τα κατώφλια των νοικοκύρηδων,
με ψηλά κρατημένο το κεφάλι. Σαν να 'βλεπε μόνο τις κορφές των δέντρων. Πιο
ψηλά δεν θα τολμούσε ν' ατενίσει. Δεν έσμιγε τα βλέμματα των άλλων ή Βασιλεία.
Λες κι αν δεν έβλεπε, δεν θα την έβλεπαν κιόλας. Και μόνο σαν τύχαινε ξώφαλτσα
ν' ανταμώσεις τα μάτια της, σ' έπιανε ένα σύγκρυο αλλιώτικο και δεν ήξερες από
πού να φύγεις.
Θυμάμαι εκείνα τα μάτια, με τους
μελανιασμένους κύκλους ολόγυρα. Είχαν κάτι σαν ικεσία, σαν περαστική λάμψη
αγνότητας. Κάτι, σαν άφωνο πόνο δαρμένου σκυλιού. Κάτι σαν βουβό «κατηγορώ», σαν
γροθιά πού σ' έβρισκε στο στομάχι και πονούσες μέχρι βαθιά στη... συνείδηση! Ίσως
γι' αυτό την υπερασπίστηκε σε δίκη μια φορά ό σπουδαίος δικηγόρος Γεώργιος Βογιατζής.
Για το βουβό «κατηγορώ» ίσως για το πόνο τού δαρμένου σκυλιού στα μάτια της. «Μέγας
είσαι κύριε και θαυμαστά τα έργα σον...».
Οι «παντοθειές» της γειτονιάς, ή
κυρά-Σοφία και ή κυρά-Σταυρίτσα, έλεγαν πώς ή Βασιλεία κάνει και ψυχικά, πώς ή
χήρα τού μεθύστακα με τ' ορφανό τη Βαγγελούδα ζούσαν γιατί ή πόρνη φρόντιζε.
Και πώς σαν πήρε φωτιά ό παλιοπύργος της φαμελίτισσας οικογένειας κι απόμειναν
στο δρόμο, ή πόρνη πάλι έστειλε παπλώματα και προικιά για τα κορίτσια και
θέλησε να μην μαθευτεί το χερικό.
Κι άλλα πολλά, πάρα πολλά: πώς άφηνε
νύχτα καντήλια χρυσά στην Παναγιά τη Χρυσομαλλούσα, πώς ξέθαβαν με δικά της
έξοδα ξεχασμένους παρακατιανούς, τους έκανε και κασάκια με τ' όνομα τους απ'
έξω. Έτσι λέγαν πώς ήταν ή Βασιλεία, εκείνοι πού 'ξέραν. Εγώ μόνο ξερατό
θυμάμαι σαν όνειρο, σαν παραμύθι τάχα— πώς πίσω από το θολό τζάμι της στενής της
πόρτας με το ξεθωριασμένο κουρτινάκι, έβλεπα όλα τα χρόνια της παιδικής μου
ζωής, ένα καντήλι πάντα αναμμένο. Κρεμόταν από το χαμηλό ταβάνι, μπροστά σ' ένα
κα μοναδικό εικόνισμα κάποιας θλιμμένης Πανάγιας.
Εκείνη τη Μεγάλη Παρασκευή στις
7Ωρες, ή Βασιλεία τόλμησε το παράτολμο. Έφερε στην εκκλησιά ένα στεφάνι
καμωμένο από ροζ μαγιάτικα τριαντάφυλλα και μωβ βιολέτες κι ένα χαρτί γεμάτο
σπιτικό μοσχολίβανο. Ήταν τα δώρα της για τον Εσταυρωμένο. Μισοκρύφτηκε πίσω από
τ' ανθισμένα φλάμπουρα της εκκλησίας κι έδωσε σ' εμάς τα παιδιά τα φτωχά της
δώρα.
«Για τον Επιτάφιο—είπε—δώστε τα στον
επίτροπο». Δεν χρειάστηκε, εκείνος είχε δει. Αφηνιασμένος θαρρείς ό «ευσεβής»
τούτος, άρπαξε το στεφάνι της Βασιλείας, το πέταξε στο χώμα και το τσαλαπάτησε με
λύσσα. Και το μοσχολίβανο την ίδια τύχη είχε. «Μην σε ξαναδώ παλιοβρόμα κοντά στην
εκκλησιά θα σου ξυρίσω το κεφάλι...».
Το ίδιο βράδυ, ό Επιτάφιος ανέβαινε τη
Χρυσομαλλούσης με το πιστό ποίμνιο ν' ακολουθεί: «Αί γενεαί πάσαι» ήταν εκεί,
εκτός από τη Βασιλεία. Εκεί, στο άνηφοράκι της Άδαίου, κρυμμένη μες το σκοτάδι,
πεσμένη στα γόνατα ήταν ή πόρνη. Έκλαιγε, σερνόταν μες τη σκόνη, τα μαύρα
μαλλιά της δεμένα μέσα στο πένθιμο μαντήλι. Παιδί εγώ και κοίταξα. Δεν με
γελούσαν τα μάτια μου, είδα κι άκουσα... Μα να 'ταν ή Βασιλεία, τούτη ή
μαυροφορούσα ή μην ήταν ή Μαγδαληνή;
Το βράδυ στ' όνειρο μου, στο ξύπνιο
μου, τί να 'ταν άραγε, δεν το ξεδιάλυνα ποτέ, σα να μού φάνηκε πώς από το
κουβούκλιο τού Επιταφίου σηκώθηκε ένας ολοφώτεινος Χριστός με το στεφάνι της
Βασιλείας ολόγυρα στο μέτωπο. Εκείνο πού ποδοπάτησε ό επίτροπος. Κάι πώς πήγε
κοντά στη γονατισμένη πόρνη. Μόνος Εκείνος απ' το πλήθος. Μήπως και στην
επίγεια ζωή Του έτσι δεν έκανε; Μα πάλι παιδί ήμουν, ποιος παίρνει στα σοβαρά
τα «νείρατα» των παιδιών;
Πολλά χρόνια μετά, έμαθα πώς ή
Βασιλεία πέθανε μία Μεγάλη Πέμπτη. Την κηδέψανε, θέλοντας και μη, Μεγάλη
Παρασκευή, μαζί μ' Εκείνον!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου