Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης - Άψαλτος



   


Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης
Άψαλτος
Βαθείαν  θυελλώδη  νύκτα,  προς  όρθρον  βαθύν,  ο  όµβρος εκόπασεν  αίφνης,  και δαιµονιώδης τυφών, κραταιός άνεµος εφύσησε, κ' έπαυσεν ο κατακλυσµός του νερού, αφού επί τρεις ώρας είχε κάµη να πλεύση όλον το χωρίον εις την κοιλάδα την παράλιον. Ο µέγας χείµαρρος εις το µέσον τής ωραίας λεκάνης, εξεχείλισε, παρέσυρε δύο γέφυρας, επληµµύρησεν εις όλα τα χαµόγεια και τα σπιτάκια τών πτωχών, κ' έκαµε να κολυµβούν γυναίκες και παιδία, και κτήνη εις τον καταρράκτην τον βαθύν. Το  νερόν  υψώθη  έως  τα  πατώµατα των  πτωχικών  οικιών,  οι  περισσότεροι  τών κατοίκων επρόφθασαν να φύγουν εις τα υψηλά και τα µετέωρα. Ό,τι ηδύνατο να διακρίνη τις εις το στίλβον εκείνο σκότος, ήτο µόνον εν χάος πλωτόν. ∆εν εφαίνετο πλέον   άστρον  ούτε   πούλια,   ούτε   πετεινός   ελάλει,   ούτε   ωρολόγι   εσήµαινεν. Εφαντάζετο τις ότι η νύκτα εκείνη του φθίνοντος Νοεµβρίου δεν έµελλε ποτέ να τελειώση. Αίφνης, περί τα µεσάνυχτα, ηκούσθη µεγάλη, εξωτική κραυγή: – Πι πι πι! πι πι! πι! πι!

Η φωνή εκείνη ήτο ανεξήγητος. Καµµία πτωχή γραία δεν θα ήτο ικανή να φωνάξη, τέτοιαν ώραν, τις πάπιες της, αίτινες, άλλως, θα είχον ευρεί την χαράν των, και, καθώς  εβεβαίωνεν  εις  χωρικός,  όστις  έλεγεν  ότι  ηξεύρει  απ'  αυτά,  βεβαίως
«εκοιµώντο πλέουσαι εις το νερόν». Η φωνή, εκτάκτως οξεία, ήτο ίση µε τον ήχον δέκα συρίγγων, και δεν ηδύνατο να είνε ανθρωπίνη. Κατά την λογικωτέραν φανείσαν τότε εξήγησιν, αυτός ο άρχων του σκότους είχε τολµήσει να προβάλη το άσχηµον ρύγχος του από καµµίαν θυρίδα τού ζοφερού αγνώστου, µέσα εις το υγρόν εκείνο έρεβος, και µη δυνάµενος να κρύψη την µαύρην χαιρεκακίαν του, διότι έβλεπε τους ανθρώπους να πλέουν, ως να είχον µεταµορφωθεί εις το γένος τών νήσσων, έρρηξε την κραυγήν εκείνην του πικρού σαρκασµού προς την ταλαίπωρον ανθρωπότητα.


*                                                                                                                                      *
*

Τέλος, µετά µακράς ώρας, µέγας άνεµος τυφών µανιωδώς εφύσησεν. Εσίγησεν ο µονότονος ροίβδος της βροχής, ο βαθύς ρόχθος των κυµάτων αντήχει τώρα από τον λιµένα, και ο φρενιαστικός συριγµός των τροχαλιών, και η βάναυσος κλαγγή των αλύσεων, τας οποίας εξέσυρε κ' έπαιζεν η τρικυµία. Σιµά εις πέντε ή εξ ογκώδη σκάφη, ασφαλώς αραγµένα, να µικρόν κόττερο, νέο σκαρί, εφαίνετο να σαλεύη εις τον γνόφον τον βαθύν, ανάµεσα εις το ∆ασκαλειό, το βραχώδες χθαµαλόν νησίδιον, και εις τον παλαιόν Μώλον, δίπλα εις τα ρηχά, τα απλούµενα εκείθεν των εκβολών τού χειµάρρου. Στιγµήν τινά, όταν ο άνεµος είχε φθάσει εις το έπακρον της λύσσης του, κρότος οξύς ηκούσθη από το κόττερον, όστις εξεχώριζε και από τον ρόχθον των κυµάτων, και από τους συριγµούς των τροχαλιών. Ήτον ως κραυγή αγωνίας.

∆ύο   ή   τρεις   θαλασσινοί  κατοικούντες  εις   το   παραθαλάσσιον,  σιµά  εις   την προκυµαίαν, είχον ανοίξει τα παράθυρά των, κ' εκύτταζαν ανήσυχοι τα χειµαζόµενα πλοία. Ούτε ενόησαν τι εσήµαινεν η κραυγή ή ο κρότος αυτός. Ο εις τότε εφώναξε προς τον γείτονά του:
– Ποιός να πάη, καπετάν Στέργιο, να φωνάξη αυτόν τον Μήτρο, τον νειόγαµπρο; ∆εν το βλέπω καλά το κόττερο.

– Ποιός να πάη, καπετάν Νικόλα; απήντησεν απαθής ο Στέργιος.

– Αλοία 'στον καϋµένον τον Φραγκούλα! είπεν ο πρώτος οµιλήσας.

Οι δύο ναυτικοί ήσαν µε τα νυκτικά των. Άλλως ήξευραν ότι ο ιδιοκτήτης του µικρού σκάφους είχε συνήθειαν να κοιµάται κατ' οίκον, η δε οικία του δεν είχε το πλεονέκτηµα να είνε παραθαλασσία. Το κόττερο ήτον «νέο σκαρί», και ο καπετάνιος του ήτον «νειόγαµπρος». Μόνον υπήρχεν εντός του πλοίου ο σύντροφός του, γέρων ναυτικός, ο Κώστας Φραγκούλας, όστις είχεν έργον να φυλάγη το πλοίον.

Μόλις εξέφερεν ο ονοµασθείς Καπετάν Νικόλας τον ελαφρόν εκείνον ταλανισµόν, και  ως  απάντησις  εις  το  αλοί  εκείνο,  φοβερός  τριγµός  και  κρότος  µετά  οξέος συριγµού αντήχησε. Ήτον ως καγχασµός θαλασσίου δαίµονος εις το σκότος. Μέσα εις την πάλην των στοιχείων, και εις τον ποικίλον ορυµαγδόν, άπειρον όµµα και µη εξησκηµένον ωτίον, τίποτε δεν θα ηδύνατο να διακρίνει. Μόνον οι δύο πλοίαρχοι, από τα παράθυρα των, πάραυτα ενόησαν και αφήκαν διπλήν κραυγήν.

– Πάει το κόττερο! είπε µετ' αληθούς πόνου ο Νικόλας. Κρίµα 'στο! κρίµα 'ς!

– Τύφλα! είπεν ανάλγητος, αυστηρός τιµητής ο Στέργιος.

*                                                                                                                                      *
*

Το πρωί, όλοι έµαθαν ότι η τρικυµία εξέσυρε τας αγκύρας του µικρού κοττέρου, και το πλοίον έγινεν άφαντον, µαζί µε τον Κώτσον τον Φραγκούλαν, τον µόνον επ' αυτού ναυβάτην. Ευρέθησαν τινές διά να υπάγουν να κράξουν τον πλοίαρχόν του, του οποίου η οικία ευρίσκετο ένα δροµίσκον παραµέσα από την προκυµαίαν αλλ' ήτο αργά πλέον. Απόπειρα είχε γείνη, µε µίαν µεγάλην σκαµπαβίαν, µε εξ κωπία, να πλεύσωσι προς το νότιον µέρος, εις το στόµιον τού λιµένος, µε τον λυσσώντα άνεµον τον πνέοντα από της ξηράς, αλλά δεν ηµπόρεσαν να «µπουκάρουν», ήτοι να κατευθυνθώσι προς τα εκεί. Το πλοίον είχε γίνη άφαντον.

Την επαύριον, είχε γίνη ευδία. ∆εν υπήρχε πλέον ή µικρά φουσκοθαλασσιά κ' ελαφρά πνοή, οµοία µε τον πείσµονα γρυσµόν τού µετά κόπου κατασιγασθέντος σκύλου. Όλοι   εσυλλυπούντο  τον   νεαρόν   καπετάν   Μήτρον,   και   όλοι   έκαµνον,  όπως συνειθίζουν οι ναυτικοί, ή κατά πρόσωπον, ή όπισθεν τών νώτων, τας αµειλίκτους εκ των υστέρων επικρίσεις των. Βέβαια, ο Μήτρος ήτο νέος κυβερνήτης. Έως τότε είχε ταξιδεύσει επί χρόνους ως ναύτης εις µεγάλα πέλαγα, µε την σκούναν του πατρός του. Επόµενον ήτο να είνε «ατζαµής», και να µην ειξεύρη καλά ούτε από ακτοπλοΐαν, ούτε πώς να «σιγουράρη» το πλοίον του εις τον λιµένα, αφού µάλιστα εκοιµάτο κατ' οίκον. Νιόγαµβρος, νέο σκαρί. Αλοία! στον Φραγκούλα.

*                                                                                                                                      *
*
Ναι, ο Φραγκούλας, ήτον γέρος, και ηµπορεί να ήτον σχεδόν ανίκανος. Παράξενος, στραβός, µισοπάλαβος. Αλλοίθωρος, η γυναίκα του. Επί τινα χρόνον έµενεν εις ένα κατώγι, διά ψυχικόν. Επήγαινε µε τις βάρκες, εις ψάρευµα ή µικρούς ναύλους, αλλά συνήθως εξενυχτούσε στο κατώγι. Τέλος, όταν έφτιασε το κόττερο ο Μήτρος, όστις ήτο  δεύτερος  ανεψιός  του,  τον  προσέλαβεν  ως  τακτικόν  συµπλωτήρα, άµα  και νηοφύλακα. Προς τί να υποχρεώνεσαι, του είπε, «µπάρµπα», να κοιµάσαι στο ξένο κατώγι; αφού, «καλλίτερα για σένα» σ' έδιωξεν η γυναίκα σου; έλα να κοιµάσαι µεσ' το κόττερο, κάτω στην πλώρη, που κάνει µεγάλη ζέστη, ζέφκι, και καλοπερασιά.

*                                                                                                                                      *
*

Ο καϋµένος, ο Κώτσος, ολίγας ηµέρας πριν, είχε συµβή, εις την κηδείαν ενός παλαιού γείτονός του, να εισέλθη εις τον ναόν, ενώ εψάλλετο η νεκρώσιµος ακολουθία. ∆εν ήτο τακτικά φιλακόλουθος. Μερικοί τον επείραζαν, και τον έλεγαν «φαρµασώνον». Αλλ'  αυτός  ήτο  εξ  ιδιοσυγκρασίας  σκωπτικός,  ιδιότροπος  εν  τη  ασυνειδήτω φιλοσοφία  του.  ∆ιήλθεν  άνωθεν  του  χορού,  προ  των  βαθµίδων του  βήµατος  κ' επλησίασεν εις ένα νέον δηµοδιδάσκαλον, όστις εσυνείθιζε να ψάλλη, και κατά την κηδείαν  αυτήν  ίστατο  αριστερά,  βοηθών  τους  ιερείς,  εις  τον  στίχον:  «Κύριε ανάπαυσον την ψυχήν του δούλου σου», τον οποίον επανελάµβανεν εκ περιτροπής ο ψάλτης. Ο Φραγκούλας αλλοκότως εγέλασε, και είπε µε φωνήν σχεδόν ακουστήν:

Ανάθεµα στην ψυχήν του δούλου σου; Τι λες δάσκαλε;

Ο ψάλτης τού ένευσε µόνον να σιωπήση. Και µε κυκλοτερές βλέµµα προς τους άλλους, τους εσύστησε να µη δώσουν προσοχήν, διά να µη γίνη χασµωδία.

Ο Φραγκούλας µετ' ολίγον και πάλιν επανέλαβε:

– Τι τους ψαίλνετε; ... Τι τους κάνετε νάνι-νάνι; ... Όλοι στ' ανάθεµα θα πάµε!... Ο διδάσκαλος και πάλιν του ένευσεν αυστηρώς. Και ο Κώτσος απεµακρύνθη.
*                                                                                                                                      *
*

Και  µετ'  ολίγας  ηµέρας  επέπρωτο,  ο  γέρων  ούτος  ναυτικός,  όστις,  την  πρωΐαν εκείνην, –τίς οίδε;– µε την πένθιµον εκείνην ευθυµίαν του, άλλην πρόθεσιν ίσως δεν είχεν, ειµή να υποδείξη το µάταιον, και το συνθηµατικόν, και το αγοραίον πάσης ανθρωπίνης συνηθείας, ως και αυτής της νεκρωσίµου πόµπης· ο γέρων ούτος, όστις δεν ήτο ειµαρµένον ν' αξιωθή ούτε της εσχάτης παραµυθίας, ούτε της κηδεύσεως, έµελλε να ίδη όλην την φοβεράν, την δαιµονιώδη ποµπήν, όλων τών στοιχείων τ' ουρανού, των ανέµων, των κυµάτων την φρικώδη συνοδίαν ορχουµένην µανιωδώς περί  την  γηραιάν  κεφαλήν  του,  γύρω  εις  την  λευκήν  ακτένιστον  κόµην του·  κ' έµελλεν εν τριγµώ αλύσεων και τροχαλιών και αρµένων, να καταποντισθή εις το κύµα, «άψαλτος, ασαβάνωτος, αµοιρολόγητος». (1)

(1) Byron. Childe Harold's Pilgrimage 4, 179

Δεν υπάρχουν σχόλια: