Tοῦ Ὀδυσσέως Ἐλύτου
Μέσα σ᾿ ἕνα τέτοιο πνεῦμα εἶχα κινηθῆ ἄλλοτε, ὅταν
ἔλεγα ὅτι ἕνα τοπίο δὲν εἶναι, ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο ἁπλῶς
σύνολο γῆς, φυτῶν καὶ ὑδάτων. Εἶναι ἡ προβολὴ τῆς ψυχῆς ἑνὸς λαοῦ ἐπάνω στὴν
ὕλη.
Θέλω νὰ πιστεύω — καὶ ἡ πίστη μου αὐτὴ βγαίνει πάντοτε πρώτη στὸν ἀγῶνα της μὲ τὴν γνώση — ὅτι, ὅπως καὶ νὰ τὸ ἐξετάσουμε, ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώση μιὰν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σὲ μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ, ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια.
Εἶναι μία γλῶσσα μὲ πολὺ αὐστηρὴ γραμματική, ποὺ τὴν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ δὲν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καὶ τὴν τήρησε μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἐκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὴν ἀφανίσαμε. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τῆς φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς της καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τῆς ροκανίσαμε τὴν ἴδια της τὴν ὑπόσταση, τὴν κοινωνικοποιήσαμε, τὴν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, ποὺ μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπὸ κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω.
Δὲν ἀναφέρομαι σὲ καμμιὰ χαμένη γραφικότητα. Οὔτε θυμᾶμαι νά ᾿χω ζήσει σὲ καμμιὰ καλὴ...
Θέλω νὰ πιστεύω — καὶ ἡ πίστη μου αὐτὴ βγαίνει πάντοτε πρώτη στὸν ἀγῶνα της μὲ τὴν γνώση — ὅτι, ὅπως καὶ νὰ τὸ ἐξετάσουμε, ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώση μιὰν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σὲ μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ, ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια.
Εἶναι μία γλῶσσα μὲ πολὺ αὐστηρὴ γραμματική, ποὺ τὴν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ δὲν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καὶ τὴν τήρησε μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἐκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὴν ἀφανίσαμε. Ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τῆς φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς της καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τῆς ροκανίσαμε τὴν ἴδια της τὴν ὑπόσταση, τὴν κοινωνικοποιήσαμε, τὴν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, ποὺ μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπὸ κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω.
Δὲν ἀναφέρομαι σὲ καμμιὰ χαμένη γραφικότητα. Οὔτε θυμᾶμαι νά ᾿χω ζήσει σὲ καμμιὰ καλὴ...
ἐποχὴ γιὰ νὰ τὴν
νοσταλγῶ. Ἁπλῶς, δὲν ἀνέχομαι τὶς ἀνορθογραφίες. Μὲ ταράζουν. Νοιώθω σὰν ν᾿
ἀνακατώνωνται τὰ γράμματα στὸ ἴδιο μου τὸ ἐπώνυμο, νὰ μὴ ξέρω ποιὸς εἶμαι, νὰ
μὴν ἀνήκω πουθενά. Τόσο πολὺ αἰσθάνομαι νὰ εἶναι ἡ ζωή μου συνυφασμένη μ᾿ αὐτὴν
τὴν «ὑδρόγεια λαλιά», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ὀπτικὴ φάση τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς, τῆς
ἱκανῆς μὲ τὴν διπλή της ὑπόσταση νὰ ὁμιλῆ καὶ νὰ ζωγραφίζη συνάμα. Καὶ ποὺ
ἐξακολουθεῖ ἀθόρυβα ὅσο καὶ δραστικά, παρὰ τὶς ἄνωθεν ἐπεμβάσεις, νὰ εἰσχωρῆ
ὁλοένα μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὴν φύση ποὺ τὴν γέννησαν, ἔτσι ὥστε νὰ
μετατρέπη τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σὲ παρόν, καὶ νὰ μετατρέπεται
ἀπὸ τὸ παρὸν αὐτὸ σὲ ὄργανο προικισμένο μὲ τὴν δύναμη νὰ ὁδηγῆ τὰ στοιχεῖα τῆς
ζωῆς μας στὴν πρωτογενῆ φυσική τους ἀλήθεια.
* ἡ ἐπικεφαλὶς δική μας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου