Ἦταν
ἀναμενόμενη ἡ εὐρωπαϊκὴ περιπέτειά μας
(2ον)
2)
Ἑλληνισμὸς καὶ Εὐρωπαϊκὴ Ἑνοποίηση
Γιὰ νὰ λειτουργήσει
καθολικὰ ἡ ἑνότητα μιᾶς κοινωνίας, ἀπαιτεῖται πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ
ἐξομοίωση τῶν μελῶν της. Διαφορετικὰ κάθε δυνατότητα ἐπιρροῆς καὶ ἐπιβολῆς τῆς
κεντρικῆς ἐξουσίας εἶναι ἐκ τῶν πραγμάτων ἀδύνατη. Ἡ οἰκονομικὴ καὶ πολιτικὴ
ἑνότητα, ἔτσι, ἀπαιτεῖ τὴν πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ συμφωνία. Αὐτὸ τὸ «δόγμα»,
ποὺ ἀκολούθησε ἐπὶ αἰῶνες τώρα, ἰσχύει καὶ στὴν οἰκοδομὴ τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης.
Τὸ ἐρώτημα, λοιπόν, σ᾽αὐτὴ τὴ συνάφεια εἶναι: Ὑπάρχει ἑνότητα πολιτισμοῦ καὶ
πνευματικότητας στὴν Εὐρώπη σήμερα; Ἡ «πνευματικὴ γεωγραφία» τῆς Εὐρώπης δίνει
τὴν ἀκόλουθη εἰκόνα: Μετὰ τὴν εἰσδοχὴ τῆς Ἱσπανίας (37 ἑκατ.) καὶ τῆς
Πορτογαλίας (10 Ἑκατ.) ὁ συνολικὸς πληθυσμὸς τῆς Ε.Ε. εἶναι περίπου 350
ἑκατομμύρια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ 240 (περίπου) εἶναι ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ τὰ ὑπόλοιπα
προτεστάντες. Ἔτσι μόνο οἱ Ἕλληνες εἶναι ὀρθόδοξοι, ἀφοῦ οἱ ὑπόλοιπες ὀρθόδοξες
Χῶρες βρίσκονται στὸ χῶρο τοῦ λεγομένου «ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ» (οἱ δὲ Ὀρθόδοξοι
τῆς εὐρωπαϊκῆς διασπορᾶς δὲν ξεπερνοῦν τὸ ἕνα ἑκατομμύριο). Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς
ἀτομικὲς πεποιθήσεις τῶν πολιτῶν τῆς Ε.Ε. - δὲν εἶναι ἄλλωστε λίγοι ἐκεῖνοι, ποὺ
δηλώνουν «χωρὶς θρήσκευμα» στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη σήμερα - βλέπουμε νὰ ὑπάρχει μιὰ
θρησκευτική πνευματικὴ πολυχρωμία, ἡ ὁποία ἐκφράζει τὴν βαθύτερη πολιτιστικὴ καὶ
πνευματικὴ διάθλαση, ποὺ καλεῖται σήμερα νὰ μεταβληθεῖ σὲ ἑνότητα. Οἰ
θρησκευτικὲς ὅμως διαφορές, ἐπειδὴ εἶναι πνευματικές, εἶναι ἐκεῖνες, ποὺ ἀσκοῦν
τὶς ἰσχυρότερες ἐπιδράσεις. Γι᾽ αὐτό, αὐτὲς ἀκριβῶς εἶναι ἐκεῖνες, ποὺ οἱ
πολιτικοὶ θέλουν πάντοτε νὰ ἀμβλύνουν καὶ τελικὰ νὰ ἐξουδετερώσουν, μιὰ τακτικὴ
ποὺ ἐφαρμόζεται ἤδη ἐπὶ μακρὰ σειρὰ αἰώνων.
Ἡ Οἰκονομικὴ καὶ Κοινωνικὴ
Ἐπιτροπὴ τῆς Ε.Ε. προϋποθέτει ὡς δεδομένη τὴν πολιτιστικὴ καὶ πνευματικὴ ἑνότητα
τῶν Λαῶν τῆς Κοινότητος. Γι᾽ αὐτὸ μιλεῖ γιὰ «κοινὴ πολιτιστικὴ καὶ πολιτισμικὴ
κληρονομιά»9. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ πολὺ γνωστὴ στὸν τόπο μας εὐρωβουλευτὴς Σιμὸν Βέϊλ
ὑποστηρίζει, ὅτι «ἡ κληρονομιὰ τῆς Ἑλλάδος ἀνήκει σ᾽ὅλη τὴν Εὐρώπη». Ἡ δήλωση
αὐτή, ποὺ κολακεύει ἰδιαίτερα ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες, ἀποτελεῖ τὸ πνευματικὸ ὑπόβαθρο
ὅλων τῶν εὐρωπαϊζόντων Ἑλλήνων ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κοραῆ μέχρι σήμερα (πρβλ. τὴν
θεωρία περὶ «μετακενώσεως») 10. Τὸ ἐρώτημα ὅμως εἶναι: «Ἡ κληρονομιὰ τῆς
Ἑλλάδος» περιορίζεται στὴν προχριστιανικὴ ἀρχαιότητα ἤ ἐπεκτείνεται καὶ στὴ
χριστιανικὴ Ἑλλάδα, τὴν Ἑλληνορθοδοξία, χωρὶς τὴν ὁποία εἶναι ἀδιανόητος ὁ
Νεώτερος Ἑλληνισμός; Γιατὶ ἡ Ἑλλάδα, ποὺ ἑνώνεται σήμερα μὲ τὴν ὑπόλοιπη Εὐρώπη,
δὲν εἶναι ἡ Ἑλλάδα (μόνο) τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας ἤ Σπάρτης, τῶν Φιλοσόφων ἤ τοῦ Μ.
Ἀλεξάνδρου, ἀλλὰ (καί) ἡ Ἑλλάδα τοῦ Χριστοῦ, τῶν Μαρτύρων, τῶν Πατέρων καὶ
Ἀσκητῶν καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ ἔνταξή μας, συνεπῶς, στὴν Ἑνωμένη Εὐρώπη
κερδίζει πολὺ σὲ σοβαρότητα μὲ τὴν ἀναφορὰ στὰ ἱστορικὰ καὶ πνευματικὰ θεμέλια
τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀφ᾽ ἑνὸς καὶ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κοινωνίας ἀφ᾽ ἑτέρου.
α) Ἡ
πολιτιστικὴ διαφοροποίηση
Οἱ ἄθρωποι τῆς Ε.Ε., στὸ
εὐρὺ φάσμα τῶν μέσων ποὺ διαθέτουν γιὰ τὴν προαγωγὴ καὶ ἐμπέδωση τῆς Εὐρωπαϊκῆς
Ἰδέας, περιλαμβάνουν καὶ τὴν Ἱστορία, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ποτὲ δύσκολο,
χρησιμοποιούμενη κατάλληλα, νὰ δίνει τὶς ἐπιθυμητὲς ἀπαντήσεις. Ἔτσι, σὲ
πρόσφατο εἰδικὸ τεῦχος τῆς ΕΟΚ11 ὑπογραμμίζεται, ὅτι πρέπει νὰ ἐπιδιωχθεῖ «ἡ
ἀπόκτηση ὅλο καὶ μεγαλύτερης εὐρωπαϊκῆς συνείδησης, μὲ τὴν προώθηση νέων
προγραμμάτων ἱστορίας, ὥστε νὰ μπορέσουν οἱ Νέοι νὰ ἀποκτήσουν μεγαλύτερη
συναίσθηση τῆς εὐρωπαϊκῆς ταυτότητας». Τὸ ἐρώτημα εἶναι: ὑπάρχει αὐτὴ ἡ
ταυτότητα ἤ ἐπιδιώκεται νὰ δειχθεῖ μὲ τὴν κατάλληλη χρήση τῆς ἱστορίας; Εἶναι
γεγονός, ὅτι στὸν Ἀπόστολο Παῦλο ὀφείλει ἡ Εὐρώπη τὰ πνευματικὰ θεμέλιά της. Ἡ
γόνιμη σύνθεση τοῦ αὐθεντικοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καὶ τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως
τὸν κήρυξε ὁ Παῦλος στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴ Ρώμη, ἀποτέλεσαν τὴν πεμπτουσία τῆς
εὐρωπαϊκῆς κληρονομίας. Ἡ συμβολή, μάλιστα, τοῦ Ἑλληνικοῦ πνεύματος στὴ
διαμόρφωση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ εἶναι καθολικὰ δεκτή12. Τοῦτο ὅμως
ἐπιτεύχθηκε σὲ μιὰ νέα σύνθεση, μαζὶ μὲ τὴν ρωμαϊκὴ κρατικὴ ἰδέα καὶ τὴν
χριστιανικὴ διδασκαλία, ποὺ ἔδωσαν στὸν κόσμο τὸ ἐντελῶς νέο μέγεθος τῆς
Ἑλληνορθόδοξης
Ρωμανίας, τῆς
Χριστιανικῆς Οἰκουμενικῆς Αὐτοκρατορίας13. Ἐν τούτοις, λόγῳ τῶν ἱστορικῶν
περιπετειῶν τους, Ἑλληνορθοδοξία καὶ Εὐρώπη διαφοροποιήθησαν στὴν ἱστορική τους
πορεία, ριζικὰ καὶ ἀσύμπτωτα14. Ἀπὸ τὸ 476 μ.Χ. ἀρχίζει ἡ ὑποταγὴ τοῦ δυτικοῦ
Τμήματος τῆς Χριστιανικῆς Αὐτοκρατορίας σὲ διάφορα βόρεια φῦλα (Βανδάλους,
Γότθους, Λογγοβάρδους κ.λπ.), μέχρι νὰ περιέλθει στὸ μεγαλύτερό της μέρος στὰ
χέρια τῶν Φράγκων. Ἡ ἐκφράγκευση τῆς χριστιανικῆς Δύσεως ὁλοκληρώθηκε τὸν ια´
αἰώνα, ὅταν καὶ ὁ ἐπισκοπικὸς θρόνος τῆς Παλαιᾶς Ρώμης περιῆλθε στὰ χέρια τους,
μὲ τὴν ἀνάδειξη τοῦ πρώτου Φράγκου Πάπα (1046). Ἐπὶ δύο ὅμως ἤδη αἰῶνες οἱ
Φράγκοι εἶχαν ἐπιβάλει κυριολεκτικὰ μὲ τὸ σπαθί τους τὸ δικό της τρόπο ζωῆς καὶ
μεταβάλει ριζικὰ τὴν εἰκόνα τῆς δυτικῆς εὐρωπαϊκῆς κοινωνίας, μὲ ἀποτέλεσμα τὴν
ἀλλοτρίωση τοῦ Δυτικοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου. Σ᾽αὐτὴν τὴν ἀλλοτριωτικὴ διαδικασία
μεγάλο ρόλο ἔπαιξε ὁ ἐκφραγκευμένος δυτικὸς κλῆρος, ποὺ ἔγινε ὄργανο τοῦ
φραγκικοῦ ἐπεκτατισμοῦ. Ἐνῶ δηλαδὴ στὴν Ἀνατολὴ ὁ κλῆρος ἀνέλαβε ἐθναρχικὸ ρόλο
καὶ ἔσωσε τὸ Γένος ἀπὸ τὴν ἀλλοτρίωση, στὴ Δύση ὁ παπικὸς κλῆρος ἔγινε ὄργανο
τῶν Κατακτητῶν καὶ ἐπιτάχυνε τὴν ἀλλοτριωτικὴ διαδικασία.
Οἱ Φράγκοι κατακτητὲς
αὐτοανακηρύχθηκαν «εὐγενεῖς» καὶ «κύριοι» καὶ μετέβαλαν τοὺς ὑποτεταγμένους
Ρωμαίους σὲ δούλους. Ἔτσι, ἔδωσαν ὑπόσταση στὴ δυτικὴ φεουδαρχία, ποὺ διαφέρει
διαμετρικὰ ἀπὸ τὴ φεουδαρχία τῆς Ἀνατολῆς. Στὸ δικό μας χῶρο «φεουδαρχία»
σημαίνει στὴν πράξη κυριότητα πάνω στὴ γῆ καὶ τὴ διάκριση τῶν ἀνθρώπων σὲ
ἰδιοκτῆτες γαιοκτήμονες καὶ ἄκληρους ἐργάτες (κολίγους). Στὴ Δύση ὅμως ἡ
φεουδαρχία ἔλαβε ἕνα βαθύτερο καὶ σοβαρότερο χαρακτήρα. Οἱ Φράγκοι κατακτητὲς
δὲν ἔγιναν μόνο κύριοι τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπέκτησαν καὶ συνείδηση φυσικῆς ὑπεροχῆς
ἀπέναντι στοὺς κατακτημένους, ποὺ ἔγιναν ὑπόδουλοί τους15. Ἡ διάκριση σὲ κυρίους
καὶ δούλους δὲν ἦταν ἐργασιακοῦ χαρακτήρα, ἀλλὰ σήμαινε γι᾽ αὐτοὺς φυσικὴ
διαφορά. Ἔτσι, ὁ πληθυσμὸς διαιρέθηκε σὲ δύο ἀρχικὰ βασικὲς τάξεις, τὴν τάξη τῶν
φυσικῶν εὐγενῶν καὶ τὴν τάξη τῶν φυσικῶν (ὑπο)δούλων.
Ἀλλὰ καὶ ἡ τάξη τῶν
«εὐγενῶν» (NOBILITAS, NOBILES) θὰ διαιρεθεῖ σὲ διάφορες βαθμίδες, ποὺ ἀποτέλεσαν
τὴν ἱεραρχία τῆς φραγκικῆς «εὐγένειας» φεουδαρχίας, Λ.χ. ἱππότες, βαρῶνοι,
κόμητες, δοῦκες, πρίγκηπες, βασιλεῖς καὶ ὁ αὐτοκράτορας, ἡ ὑψηλότερη βαθμίδα16.
Οἱ τρεῖς τελευταῖοι τίτλοι χαρακτηρίζουν τὰ μέλη τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας, γι᾽
αὐτὸ καὶ ἡ φραγκικὴ βασιλεία εἶναι κληρονομική, σ᾽ ἀντίθεση μὲ τὴν ρωμαίϊκη
(βυζαντινοελληνική) βασιλεία, ποὺ δὲν εἶναι κληρονομική, λόγῳ τῆς ἐν Χριστῷ
ἰσότητος ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Στὴν Ἀνατολὴ ὁ ἄκληρος
ἐργάτης μποροῦσε νὰ γίνει μιὰ μέρα Αὐτοκράτορας ἤ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Στὴ
Δύση ὅμως αὐτὸ ἦταν ἀδύνατο, γιατὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ ὑπερβεῖ τὰ ὅρια τῆς
τάξεώς του. Ἀκόμη καὶ στὴν Ἐκκλησία ἐπεκράτησαν οἱ κανόνες τῆς φεουδαρχίας. Γι᾽
αὐτὸ μόνο γόνοι «εὐγενικῶν» οἰκογενειῶν μποροῦσαν νὰ γίνουν πάπες, ἐπίσκοποι ἤ
ἡγούμενοι. Ἔτσι, ἡ διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας βρισκόταν μόνιμα στὰ χέρια τῶν
Εὐγενῶν. Γι᾽ αὐτὸ στὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση (1789) ὁ Κλῆρος ἀνῆκε στὴν εὐγενικὴ
τάξη καὶ ἐθεωρεῖτο ἀντίπαλος τοῦ λαοῦ καὶ ἐχθρὸς τῆς δημοκρατίας καὶ ἐλευθερίας.
Τὸ πνεῦμα τῆς φεουδαρχίας, ὅπως περιγράφθηκε παραπάνω, δημιούργησε τὴν φυλετικὴ
(ρατσιστική) συνείδηση τοῦ Δυτικοῦ κόσμου, ποὺ βρῆκε τὴν ἀπαισιότερη ἔκφρασή της
στὸ χῶρο τῶν ἀποικιῶν (πρβλ. τὸ πρόβλημα τῶν μαύρων νέγρων στὶς Η.Π.Α.). Ἡ
Ὀρθοδοξία ὅμως ἀπὸ τὴν ἴδια της τὴν ἀνθρωπολογία («οὐκ ἔνι δοῦλος ἤ ἐλεύθερος»,
Γαλ. 3,28· Κολ. 3,11) δὲν δημιούργησε ποτὲ συνείδηση ρατσιστική, κατεδίκασε
μάλιστα συνοδικὰ καὶ τὸν φυλετισμό ρατσιστικὸ ἐνθικισμὸ στὴν Κωνσταντινούπολη τὸ
1872.
Ἡ σημερινὴ Εὐρώπη -συνεπῶς
δὲν εἶναι ἄμεσος ἀπόγονος τῆς ἀρχαίας ἑλληνοχριστιανικῆς παραδόσεως, ἀλλὰ
γέννημα τῶν ἐξελίξεων, ποὺ ἀκολούθησαν τὴν ὑποταγή της στὴ φραγκικὴ φεουδαρχία.
Γι᾽ αὐτό, λέγοντας «Δύση», ἐννοοῦμε κάτι πολὺ περισσότερο ἀπὸ μιὰ ἁπλὴ
γεωγραφικὴ περιοχή. Ἀκόμη, κάτι εὐρύτερο καὶ ἀπὸ μιὰ συγκεκριμένη πολιτιστικὴ
παρουσία. «Δύση» σημαίνει τὴν ἀλλοτριωμένη Χριστιανοσύνη στὸ σύνολό της καὶ στὴν
καθολικότητά της. Γιατὶ ἡ
ἀλλοτρίωση τῆς Δυτικῆς κοινωνίας συνετελέσθηκε σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα: τὸ
θρησκευτικό, τὸ πολιτιστικὸ καὶ τὸ κοινωνικοπολιτικό17.
Στὸ χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς
ζωῆς ἔλαβε χώρα ἡ διαφοροποίηση τῆς Θεολογίας καὶ πνευματικότητας σὲ σχέση μὲ τὴ
Θεολογία καὶ πνευματικότητα τῆς Ἀνατολῆς, ἡ ὁποία συνέχισε τὴν
ἀρχαιοεκκλησιαστικὴ πράξη. Ἡ Δύση ἐκφράζεται μετὰ τὸ σχίσμα μὲ μιὰ
διαφοροποιημένη στάση ἀπέναντι
στὸ Θεό, τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, τὸν κόσμο. Ἡ δυτικὴ θεολογία
αἰχμαλωτίσθηκε στὸ φραγκικὸ σχολαστικισμό, ποὺ φαινομενικὰ μὲν στηρίχθηκε στὴν
πατερικὴ θεολογία, στὴν οὐσία ὅμως, μέσα στὴ φραγκικὴ ἔπαρση, μετέβαλε τὴ
θελογία σὲ φιλοσοφικὸ σύστημα καὶ ἰδεολογία χριστιανική. Ἡ χριστιανικὴ θεολογία
στὴ γνησιότητά της εἶναι πρακτική, ἐμπειρική. Εἶναι ὁ ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου νὰ
γνωρίσει τὸν Θεὸ μὲ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη (μέσῳ τῆς ἀσκήσεως) καὶ
τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἔτσι θεολογοῦν οἱ ἅγιοι Πατερες ὅλων τῶν
αἰώνων. Ἡ θεολογία στὸ φραγκικὸ περιβάλλον ἔχασε τὸν ἐμπειρικό της χαρακτήρα καὶ
μετεβλήθη σὲ διανοητικὴ ἐνασχόληση, σὲ σημεῖο ποὺ ὁ ὅρος «πνευματικός» νὰ παύσει
πιὰ νὰ σημαίνει τὸν φορέα καὶ κάτοχο τῆς Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ
σημαίνει τὸν διανοούμενο, τὸν στοχαστή. Ἔτσι, χάνει ἡ θεολογία τὸν ἀληθινὸ
προσανατολισμό της καὶ μαζὶ παύει καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ θεωρεῖται «ἰατρεῖον
πνευματικόν» (ἱερός Χρυσόστομος), χῶρος δηλαδὴ θεώσεως σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου,
καὶ μεταβάλλεται σὲ κοσμικὸ καθίδρυμα (ἐκκοσμίκευση), ποὺ συναγωνίζεται τὴν
πολιτικὴ ἐξουσία (συγκρούσεις γερμανοῦ αὐτοκράτορα Πάπα) καὶ θέτει στόχους
ἐνδοκοσμικοὺς (ἀπόκτηση πλούτου καὶ δυνάμεως= Παπισμός). Ὁ Προτεσταντισμὸς δὲν
ὑπῆρξε διόρθωση τῆς παπικῆς παρέκκλισης, ἀλλὰ ἐπιδείνωση τῆς καταστάσεως.
Ἐμφανίσθηκε στὰ 1517, ὡς θρησκευτικὴ ἐπανάσταση στὸ χῶρο τῆς δυτικῆς Εὐρώπης
ἐναντίον τοῦ παπικοῦ κατεστημένου, ἀλλὰ ὁδήγησε στὴν πολυδιάσπαση καὶ τὴν
διάλυση, νοθεύοντας καὶ αὐτὸς τὴν οὐσία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς θεολογίας της.
Ἡ στάση τῆς Δύσεως ἀπέναντι
στὸν ἄνθρωπο συνδέθηκε μὲ μιὰ ἄλλη ἐπανάσταση ἐνάντια στὴ φραγκική παπικὴ
ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ μεσαίωνα. Πρόκειται γιὰ τὴν
Ἀναγέννηση (15ος 16ος αἰ.), ἡ ὁποία, γιὰ νὰ ἐλευθερώσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν
παπικὴ καταπίεση, ἔκαμε τὸν ἄνθρωπο κέντρο τοῦ κόσμου («μέτρον πάντων
πραγμάτων», ἀλλὰ τὸν ἐγκλώβισε στὸν κόσμο καὶ τὴν προσωρινότητα, ἀποσπώντας τον
ἀπὸ τὴν στροφὴ πρὸς τὰ ἄνω, ποὺ τόσο ἀσύστολα εἶχε καταχρασθεῖ ἡ παπωσύνη (πρβλ.
τὰ συγχωροχάρτια λ.χ.). Ὁ ἀνθρωποκεντρισμὸς τῆς Ἀναγέννησης ἦταν ἡ ἀναίρεση τοῦ
Θεανθρωποκεντρισμοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας. Στὴν Ἐκκλησία ὡς Ὀρθοδοξία ὁ ἄνθρωπος ἔχει
προορισμὸ νὰ γίνει «Θεὸς κατὰ χάριν», μὲ τὴν ἔνταξή του μέσα στὸ Σῶμα τοῦ
Χριστοῦ. Στὴ Δύση χάθηκε αὐτὴ ἡ ἔννοια τῆς θεώσεως, ὅπως τὴν βιώνει ἀδιάκοπα ἡ
Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὁ δὲ ρόλος τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅταν γίνεται δεκτός,
περιορίσθηκε σὲ προσπάθεια ἐξηθικισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου (ἀτομοκρατικὸς μοραλισμός),
γιὰ τὴν διευθέτηση ἐνδοκοσμικῶν σκοπιμοτήτων (ἐξασφάλιση ἁρμονικῶν κοινωνικῶν
σχέσεων). Γυμνὸς ὅμως ἀπὸ χάρη ὁ ἄνθρωπος, μένει ἐντελῶς ἀδύναμος νὰ
πραγματοποιήσει καὶ τὴν ἁπλὴ ἠθικὴ βελτίωσή του, ἀφοῦ δὲν γνωρίζει τὸν τρόπο νὰ
νικᾶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὰ πάθη του καὶ νὰ μεταβάλλεται σὲ «ναὸ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος» (Α´ Κορ. 6, 19), ποὺ εἶναι ὁ προορισμός του.
Μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῶν θετικῶν
ἐπιστημῶν καὶ τῆς θετικῆς φιλοσοφίας (17ος αἰ. κ.ἑ.) προχώρησε ἡ Εὐρώπη ἀπὸ τὴν
Ἀναγέννηση στὸν Διαφωτισμό, ὁ ὁποῖος αὐτοθεοποίησε τὸν ἀνθρώπινο λόγο καὶ τὸν
ἴδιο τὸν ἄνθρωπο, κηρύσσοντας τὴν αὐθαίρετη κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὴ
φυσικὴ καὶ ἱστορικὴ πραγματικότητα καὶ συντελώντας στὴν «ἐξορία» τοῦ Θεοῦ ἀπὸ
τὴν ἱστορία. Πρόκειται γιὰ τὴν τραγικὴ «ἀνταρσία κατὰ τοῦ ὑπερβατικοῦ», ὅπως
εὔστοχα τὴν χαρακτηρίζει ὁ καθηγ. Χρ. Γιανναρᾶς18. Καὶ ὅταν ἀκόμη δὲν
ἀπορρίπτεται ρητὰ ὁ Θεὸς (ἄθεος διαφωτισμός), ὁ Θεὸς χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη
ζωὴ (Δεϊσμός). Πρόκειται γιὰ τὸν «θάνατο τοῦ Θεοῦ», ποὺ διαπίστωσε τὸν περασμένο
αἰώνα ὁ Νίτσε καὶ ἀνέλυσε «θεολογικά» ἡ σύγχρονη θεολογικὴ σκέψη. Θάνατος τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἀποκοπὴ τῆς θρησκευτικῆς πίστεως ἀπὸ τὴν καθημερινὴ
ἐμπειρία. Ἡ θρησκεία θεωρεῖται ἀναγκαία ἔστω γιὰ τὴν ἐξασφάλιση μιᾶς θέσης στὸν
παράδεισο, ἀλλὰ οὔτε κἄν διανοεῖται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ὅτι ἡ χριστιανικὴ
πίστη θέλει νὰ μεταβάλει καὶ τὴν ἀνθρώπινη κοινωνία σὲ «βασιλεία Θεοῦ» («γῆν
οὐρανὸν ποιήσωμεν», ἔλεγε συχνὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος).
Σημειώσεις:
9. Βλ. τὴν ἔκδ. τῆς Ε.Ο.Κ.: Στόχος 1992,
Βρυξέλλες 1988, σελ. 7.
10.Ὁ Κοραῆς δεχόταν ἀνεπιφύλακτα τὴν ἀνάγκη
μεταφορᾶς («μετακένωσης») τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ στὴν Ἑλλάδα, διότι πίστευε
στὴν ἑλληνικότητά του (βλ. στοῦ Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Παράδοσις καὶ Ἀλλοτρίωσις,
Ἀθήνα 1986, σ. 139 ἑ.ἑ.).
11. Στόχος 1992 ὅπ. π. σ. 6, παράγρ. 4: «Ἡ
Εὐρώπη τῶν πολιτῶν».
12. Βλ. Μητροπολίτου Ἑλβετίας Δαμασκηνοῦ, Ἡ
ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδοξίας εἰς τὴν οἰκοδόμησιν τῆς Ἡνωμένης Εὐρώπης, Ἐπίσκεψις ἀρ.
407/15.10.1988.
13.Βλ. εἰδικὰ γιὰ τὴ γέννηση αὐτοῦ τοῦ νέου
κόσμου στοῦ Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία Οἱ Ἕλληνες στὴν Ὀθωμανικὴ
αὐτοκρατορία, Ἀθήνα 1988, σ. 23 ἑ.ἑ.
14.Βλ. ἀνάπτυξη τοῦ προβλήματος στὴ σπουδαία
μελέτη τοῦ καθηγ. π. Ἰωάννου Σ. Ρωμανίδου, Ρωμῃοσύνη Ρωμανία Ρούμελη,
Θεσσαλονίκη 1975 (β´ ἔκδ. 1981).
15.Γιὰ τὴ γένεση τῆς φραγκικῆς φεουδαρχίας
βλ. στὸ προηγούμεο, σ. 121 ἐ.ἔ.
16. Εἶναι ἐκπληκτικό, ὅτι, ἀκόμη καὶ σήμερα,
στὴ δημοκρατικὴ Εὐρώπη, οἱ τίτλοι εὐγενείας («of», «de», «von», κ.λ.π.) παίζουν
σημαντικὸ ρόλο, ὄχι μόνο στὶς κοσμικὲς δεξιώσεις, ἀλλὰ καὶ στὴν καθημερικὴ ζωή!
Ἀρκεῖ νὰ διαβάσει κανεὶς τὴν κοινωνικὴ στήλη στὸν εὐρωπαϊκὸ ἡμερήσιο Τύπο.
17. Τὸ πρόβλημα ἐξέτασαν διαλεκτικὰ ὁ καθηγ.
Χρῆστος Γιανναρᾶς, Ὀρθοδοξία καὶ Δύση Ἡ θεολογία στὴν Ἑλλάδα σήμερα, Ἀθήνα 1972
καὶ Σεβ. Μητροπολίτης Μύρων Χρυσόστομος (Κωσταντινίδης), Ὀρθόδοξος Ἀνατολὴ καὶ
Δυτικὸς κόσμος διάλογος ἰδεῶν-, Ἀθῆναι 1972. Σημαντικὲς συμβουλὲς ἀκόμη:
παπα-Φιλόθεου Φάρου, Ἡ ἀπόγνωση τῆς Δύσεως καὶ ἡ ἐλπίδα τῆς Ἀνατολῆς, Ἀθήνα 1982
καὶ Λαυρέντιος Γκεμερέϋ, Ἡ δύση τῆς Δύσης ἡ ἀποθυμοποίηση τῆς Εὐρώπης καὶ ὁ
Ἑλληνισμός, χ.τ. χρ.
18. Ὀρθοδοξία καὶ Δύση, ὅπ. π. σ.
21.
Ορθόδοξος
Τύπος, α.φ. 2020, 2 Μαΐου 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου