Ο πραγματικός νικητής των εκλογών: ο υποκριτής
«Τι φωνάζεις και τους βρίζεις
αφού πας και τους ψηφίζεις»
Τώρα που τέλειωσε το πανηγύρι, το θέατρο σκιών, «η γιορτή της Δημοκρατίας» όπως λένε και οι συνήθεις κολοκυθολογούντες – οι πολιτικοί νάνοι και αρλεκίνοι – μπορούμε, συνοψίζοντας, να αναφερθούμε σ’ αυτό το ανθρωπολογικό είδος που «έλαμψε» όλη την προεκλογική περίοδο: τον υποκριτή. Ελάχιστες φορές, δένοντας κόμπο την καρδιά μου, στάθηκα ν’ ακούσω, τις ουρανομήκεις ανοησίες και αερολογίες των υποψηφίων.
Αν προσθέταμε τις υποσχέσεις και τις ονειροφαντασίες τους, την επίδειξη ήθους και εντιμότητας, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και το γεγονός ότι οι μισοί περίπου Ελληνες κατέβηκαν στον «στίβο», θα νόμιζε κανείς ότι ζούμε σε χώρα και κράτος πρότυπο της οικουμένης. Και αναρωτιέσαι περίλυπος πώς καταντήσαμε περίγελώς της... Αν όλοι αυτοί, και κυρίως οι παχύτεροι, εννοώ... πολιτικώς, πίστευαν αυτά που λένε και έπρατταν το ελάχιστο, θα ήμασταν κάτι σαν Ελβετία των Βαλκανίων.
Ομως κάτω από την ευώδη κρούστα των λόγων κρύβεται το δυσώδες τέρας της υποκρισίας. Αφιερώνουμε λοιπόν, το παρόν άρθρο στον αληθινό νικητή των εκλογών: τον υποκριτή. (Μια παρατήρηση για τα αποτελέσματα. Πρώτευσαν στις ευρωεκλογές οι τηλεοπτικές επωνυμίες. «Αυτούς βλέπουν κάποιοι, αυτούς εμπιστεύονται». Ορθώς μας κανοναρχεί η λαϊκή μούσα: «Την τύχη του κάθε λαός την κάνει μοναχός του/ και ότι του φταίει η κούτρα του/ δεν του τα κάνει ο εχθρός του». Ολα τ’ άλλα είναι περιττές ακαιρολογίες...
Ο υποκριτής, λοιπόν:
Βασιλεύει παντού. Βρίσκει ρωγμές και εισχωρεί στον κοινωνικό ιστό, μολύνοντας τους πάντες. Εξαπλώνεται σαν νόσος λοιμική. Λόγω της ελαφράδας της επιχωριάζει κυρίως στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Είναι τόσο διαδεδομένο το ψυχικόν τούτο πάθος, ώστε πλάστηκαν αρκετά συνώνυμά του, για να περιγραφούν όλες οι εκφάνσεις του. Ετσι ο υποκριτής λέγεται αλλιώς: ανειλικρινής, κρυψίνους, διπρόσωπος, ιησουϊτης, ταρτούφος, αναξιόπιστος, κάλπικος, φαρισαίος, σουπιά, φίδι κολοβό, δόλιος, κίβδηλος, ψεύτικος, σκάρτος και άλλα πολλά, παρόμοια και ηχηρά. Και λαϊκές παροιμίες καυτηριάζουν το απεχθές αυτό ελάττωμα. «Απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα». «Από σιγανό ποτάμι να φοβάσαι». «Βλέμμα χαμηλό, βλέμμα πονηρό». «Αλλα στα χείλη και άλλα στην καρδιά».
Αρχαιότατο νόσημα ή υποκρισία, συνομήλικο της ανθρωπότητας. Ο προπάτωρ Αδάμ κρύβει υποκριτικά την παρακοή στον Θεό και προβάλλει ως αιτία του φόβου του, την γύμνια του. «...της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω και εφοβήθην ότι γυμνός ειμί..» (Γένεση 3,10). Και όπως όλοι οι υποκριτές φορτώνει το κακό στον πλησίον: «η γυνή ην έδωκας μετ’ εμού...». Οι αρχαίοι Ελληνες οξυδερκείς και παρατηρητικοί, στηλιτεύουν κι αυτοί την υποκρισία. «Νόσημα γαρ αίσχιστον είναι φημί συνθέτους λόγους». Δεν υπάρχει χειρότερο κακό από τα ωραία λόγια που σε ξεγελάνε, γράφει ο Αισχύλος στον «Προμηθέα Δεσμώτη». (στιχ. 685-686). «Πολλοί δρώντες τα αίσχιστα, λόγους αρίστους ασκεύουσιν», πολλοί ενώ κάνουν τις αισχρότερες πράξεις, μιλούν με πολύ ωραίο τρόπο, αποφαίνεται ο Δημόκριτος. Ο μαθητής και διάδοχος του Αριστοτέλη στο Λύκειο, ο χαρακτηρογράφος Θεόφραστος, στο περίφημο σύγραμμά του «Χαρακτήρες», πραγματεύεται με σατιρικό τρόπο και τον υποκριτή. «Ο υποκριτής», γράφει, «όταν πλησιάζει τους εχθρούς του, δείχνει τάχα πως δεν τους μισεί, αλλά πως τους αγαπά και τους επαινεί μπροστά τους, ενώ στα κρυφά τους κατατρέχει». Συμβουλεύει στο τέλος να φυλαγόμαστε περισσότερο από τους υποκριτές παρά τα φίδια. «Φυλάττεσθαι μάλλον δει ή τους όφεις». (Θεόφραστου, «Χαρακτήρες» εκδ. Ζαχαρόπουλου, σελ. 27).
Δριμύτατα όμως διαπομπεύονται οι υποκριτές Φαρισαίοι στο Ευαγγέλιο. «Ουαί υμίν, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί». Ο Θεός της αγάπης και της συγχώρησης, καταδικάζει με το τρομερό «ουαί» (= αλίμονό σας) τους υποκριτές. Τους ονομάζει «όφεις, γεννήματα εχιδνών», που «διυλίζουν τον κώνωπα και καταπίνουν την κάμηλον». Τους παρομοιάζει με τάφους που «έξωθεν μεν φαίνονται ωραίοι, έσωθεν δε γέμουσιν οστέων νεκρών και πάσης ακαθαρσίας». (Ματθ. Κγ’). Η υποκρισία είναι το απόστημα, η σαπίλα που κατατρώει τα θεμέλια της κοινωνίας, ύπουλα και κρυφά, γι’ αυτό επισύρει και τη θεϊκή «οργή». Στην νεότερη Ελλάδα ο υποκριτής τράβηξε την προσοχή του μυστήριου αυτού Κεφαλλονίτη Λασκαράτου, ώστε να τον συμπεριλάβει στο περίφημο βιβλίο του «Ιδού ο Ανθρωπος». Γράφει: «Ο υποκριτής προσποιείται αγιοσύνη και είναι ανόσιος, φιλία και είναι αδιάφορος, αυταπάρνηση και είναι εγωιστής, πατριωτισμό και είναι πλάνος. Ολα τα είδη της αρετής τα προσποιείται ο υποκριτής.... κατακρίνει την διαφθορά της κοινωνίας και είναι ουσιωσώς διεφθαρμένος...». (Ανδρέα Λασκαράτου, «Ιδού ο Ανθρωπος», εκδ. Αλμωπός, σελ. 150).
Ο κοινωνιολόγος Ευάγγελος Λεμπέσης στο περιβόητο βιβλίο του «Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω», πιο παρηγορητικός, θεωρεί, μάλλον ταυτίζει, την υποκρισία με την βλακεία. Το έργο γραμμένο στις αρχές του 20ου αιώνα, τέμνει με οξύτητα και ευθυκρισία, την λιμνάζουσα κοινωνία, που αποτελεί «ένα συνονθύλευμα αθλίων και μετρίων που επικαλείται και καπηλεύεται το λαό, μωραίνει την ζύμη και αλλοιώνει το φύραμα». Ο υποκριτής – βλάκας, σημειώνει, «προοδεύει» στην κοινωνία ή στο κράτος, γιατί «την άνοδον αυτού διευκολύνουν πλείστα προς τούτο ειδικά προσόντα: παντελής έλλειψις προσωπικότητος, ήτις εκδηλούται εις την χρονίαν απουσίαν γνώμης επί παντός ζητήματος ή η ολιγόλογος ανιαρότης αυτού, εκλαμβομένης υπό των αφελών ως βαθύνοια και σοβαρότης. Η ανεπανόρθωτος έλλειψις πνεύματος και πολιτισμού». Τα συνηθέστερα, γράφει, όπλα των ανθρώπων αυτών είναι το ψεύδος, η ραδιουργία, η διαστροφή και η συκοφαντία. Αξιοσημείωτη και η παρατήρηση του ότι «η παραγωγή βλακών (τους οποίους επαναλαμβάνω, ταυτίζει με τους υποκριτές) δεν είναι ταξική. Η υποκρισία και η βλακεία ανθούν σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα. «Η πονηρά φύσις δεν έδωκεν εις ωρισμένην τινά κοινωνικήν τάξιν το επίζηλον τούτο προνόμιον... δεν εστέρησε από ουδεμία κοινωνικήν τάξιν της σοβαράς συμβολής των». Με το έργο του στρέφεται κυρίως κατά των φαύλων με τα προσωπεία του ήθους, της αξίας και της εντιμότητας, που όταν βρουν ευκαιρία διαποτίζουν τα πάντα με την οσμή και το δηλητήριο της διαφθοράς. Σήμερα ιδίως μπουκώσαμε από «αναστήματα» πνευματικά, πολιτικά, αθλητικά, όλους αυτούς τους σοβαροφανείς Φαρισαίους, που ψυχοπονούν για τον τόπο και τον πολιτισμό του και τον κλέβουν ανενδοίαστα διαπλεκόμενοι ή πατούν επί πτωμάτων, για να ανέλθουν στα υψηλά στρώματα. Εκεί, «ψηλά» αναπνέουν «οι δήθεν», οι υποκριτές, ελεύθερα. Εκκολαπτήριο της υποκρισίας είναι η εξουσία, η δοξομανία, η επωνυμολαγνεία. Και όπως θα έλεγε ο αείμνηστος καθ. Απ. Βακαλόπουλος, ως πότε το φάντασμα του Διογένη θα τριγυρνά την Ελλάδα, μέρα μεσημέρι, με το φανάρι στο χέρι, ζητώντας πραγματικους, γνήσιους ανθρώπους!!
Το έργο του Λεμπέση περί της σημασίας των βλακών στον σύγχρονο βίο ερμηνεύει και τα αποτελέσματα των εκλογών. Τα Μνημόνια και λοιπές ξεσκονίστρες της εξουσίας διατήρησαν τις δυνάμεις τους. Το κοπάδι δεν είναι ζαλισμένο, αλλά φοβισμένο και συγχυσμένο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου